…και όταν ξεκίνησα να την ξεδολώσω κάτι παράξενο συνέβη:
Το χαμόγελο μου χάνεται και μένω άφωνος, αποσβολωμένος από την ομορφιά αυτού του ψαριού.
Κρατούσα την πέρκα να κρέμεται ελεύθερη από το χέρι μου και άρχισα να περιεργάζομαι επίμονα το σχήμα της, τις ραβδώσεις, τα χρώματα
της και ειδικά αυτό το μοναδικό μπλε χρώμα στην κοιλιά της.
Το βλέμμα
μου δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από το υπέροχο αυτό ψάρι που σπαρτάραγε στα
χέρια μου. Δεν ήξερα τι να κάνω…
Η δραματική σου διήγηση, καρέ-καρέ, με έστειλε
βίαια πίσω στα παιδικά μου (όπως λες κι εσύ) όταν άρχισα, κι ύστερα
απότομα σταμάτησα, να ψαρεύω. Τότε που μου φάνηκε αβάσταχτο να
ξαγκιστρώνω τα ψάρια που σπαρταρούσαν, πολλές φορές σπάζοντας τα χείλια
τους, και μετά να τα βλέπω να χάνουν σιγά-σιγά τα χρώματά τους, πεταμένα
πάνω στα βράχια. Το δοκίμασα και είπα μετά, τέρμα. Προτιμώ κάποιος
άλλος να το κάνει, κι εγώ απλά να τα τρώω. Αυτά έγιναν στο Μπατσί Άνδρου
κάπου στις αρχές του '50, σε μια εποχή αθωότητας.
Όμως ο πραγματικός πρωταγωνιστής σου είναι το
περίφημο... φουλάρι, και δικαιολογημένα ο φίλος σου το λιμπίζεται! Τι
λέμε τώρα, ένα φουλαρισμένος Τριανταφύλλου αξίζει χίλιες ψαριές!!!
δφ
Γιωργη
ReplyDeleteΤο κειμενο σου μυροδατο ξεσικωνει καλοκαιρινες αναμνησεις. Η ομορφια της περκας , παραξενο, ανικανη να κερδισει την ελευθερια της. Η μακαριτισσα ας αναπαυεται ησυχα στα αζητητα των ουρανων, στ ασυνηθιστα των συνειδησεων μας.