ΔΙΑΛΕΞΕΙΣ 2016-2017-2018




2018
_____________________________



ΝΤΟΡΑ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ:

ΦΙΞFIX 120+ ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ






Στις 30 Μαΐου, στο κατάμεστο από κόσμο πατάρι του ΕΜΣΤ, έγινε η παρουσίαση του βιβλίου της Ντόρας Θεοδωροπούλου ΦΙΞFIX 120+ ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ, Τάκης Ζενέτος - Μαργαρίτης Χ. Αποστολίδης, Σημείο Τομής στην Ιστορία του Κτιρίου,εκδόσεις Επίκεντρο, 2018. 
Ομιλητές ήταν οι Π. Τουρνικιώτης, υπεύθυνος της διατριβής της Ντ.
Θεοδωροπούλου, Δ. Φιλιππίδης, Κ. Μωραΐτης, Γ. Τζιρτζιλάκης και η συγγραφέας.












Οι ομιλίες:
1.
Παναγιώτης Τουρνικιώτης

Η τέχνη της μπύρας και η τέχνη της αρχιτεκτονικής

Παναγιώτης Τουρνικιώτης



Το κτίριο της ζυθοποιίας FIX στη Λεωφόρο Συγγρού, όπως το γνωρίσαμε οι παλιότεροι, εκπροσωπούσε την αρχιτεκτονική νεωτερικότητα της μεταπολεμικής Αθήνας και την παραγωγική δυναμική μιας οικονομίας που είχε στόχο την ανάπτυξη. Και τα δύο βρέθηκαν στη δίνη μιας παρακμής στο τέλος του εικοστού αιώνα, τότε που η σωτηρία του κτιρίου, με υπογραφή Τάκη Ζενέτου και Μαργαρίτη Αποστολίδη, αποτέλεσε αντικείμενο συστράτευσης πολλών αρχιτεκτόνων χωρίς να βρίσκει ωστόσο στήριγμα στην πολιτεία και την κοινή γνώμη. Το FIX ήταν μοντέρνο και ιδανικό στη σημειολογία της αρχιτεκτονικής αντίληψης επειδή εκπροσωπούσε οράματα, σε μεγάλο βαθμό ατελέσφορα, αλλά ήταν ταυτόχρονα μυθικό γιατί αυτά που εκπροσωπούσε υψώνονταν σαν μαγικό πέπλο και δεν επέτρεπαν να δεις το κτίριο ως πραγματικότητα. Θυμάμαι πως το 1990 η αμφιβολία και ο αντίλογος στις βεβαιότητες δημοσιεύονταν με ψευδώνυμο για να μην επισύρουν την μήνιν αγαπητών συναδέλφων. Στο μεταξύ, το FIX κόπηκε στα δύο με πλάνες υποσχέσεις των πολιτικά αρμόδιων και πέρασε από σαράντα κύματα για να φτάσει να είναι σήμερα το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Και όμως μέσα του κρύβει, βαθιά στα σωθικά και την καταγραμμένη μνήμη, μια πολυδιάστατη, αντιφατική και γοητευτική ιστορία παραγωγικών και οικοδομικών μεταλλάξεων που τώρα αποκαλύπτεται με μια ανατομική εμβάθυνση στο χτισμένο σώμα του και πλουτίζει τη σύγχρονη εικόνα του με ένα βάθος χρόνου που της ανήκει. 

Το ενδιαφέρον του βιβλίου έγκειται σε αυτή την ανατομική εμβάθυνση και την προσπάθεια να αναδειχθεί το βάθος χρόνου του FIX / ΕΜΣΤ μέσα από τη διαστρωμάτωση της διαρκούς αλλαγής του. Η μεθοδολογική ματιά του ανταποκρίνεται στο πολυδιάστατο και αντιφατικό του αντικειμένου του, επιδιώκοντας παράλληλες ή διαγώνιες και διασταυρούμενες προσεγγίσεις που δεν τηρούν τις παραδεκτές πειθαρχίες, όπως και το ίδιο το κτίριο του FIX στη μακρά διαδρομή του. Το ανήσυχο και ανυπότακτο της προσέγγισης είναι ο πλούτος του. 

Η πιο σημαντική συμβολή είναι χωρίς αμφιβολία η συστηματική προσπάθεια ανακατασκευής του αρχείου των οικοδομικών και αρχιτεκτονικών φάσεων του κτιρίου σε παράλληλη διερεύνηση με την πορεία της επιχείρησης και της οικογένειας που την ίδρυσε και την ανέπτυξε. Για αυτό που όλοι είμαστε σίγουροι, το αριστούργημα του Ζενέτου, ξέρουμε λιγότερα από όσα θα πίστευε κανείς και δεν προκύπτει πως μπορούμε να τεκμηριώσουμε πολλά περισσότερα από εκείνα που δημοσίευσε ο ίδιος σε περιοδικά, χωρίς να μπορούμε να ξεδιαλύνουμε το βαθμό στον οποίο οι προθέσεις του έγιναν κτίριο. Πολλές διαδοχικές άδειες και πολλές συμπληρωματικές φάσεις κατασκευής σε ένα εργοστάσιο που διαρκώς μεγάλωνε χωρίς να σταματήσει να λειτουργεί χαρτογραφούν μια πραγματιστική διάσταση που απέχει από την εξιδανίκευση. Στην πολύπλοκη αυτή διαστρωμάτωση που ανέρχεται ως το τέλος του 19ου αιώνα, ο ρόλος της στατικής αντοχής είναι πρωταρχικός και το αρχείο του πολιτικού μηχανικού είναι μια πολύτιμη πηγή πληροφορίας, που συμπληρώνεται από το αρχείο της πολεοδομίας. Αλλά το αρχείο του αρχιτέκτονα ηθελημένα λανθάνει και φανερώνει ένα από τα πολλά τραύματα που δεν κλείνουν στη Λεωφόρο Συγγρού, κρύβοντας ακόμα τεκμήρια που μπορεί να είναι αποκαλυπτικά. Και παρ’ όλα αυτά, παρά την εντυπωσιακή αναδρομική τεκμηρίωση των φάσεων, δεν μπορούμε να πούμε σήμερα αν και πόσο εμπλέκεται ο Περικλής Σακελλάριος, όπως λένε αρκετοί, πού και πόσο υπήρχε κάτω το εργοστάσιο του 1960 ο Σωτήρης Μαγιάσης και ο Αλέξανδρος Νικολούδης, αν υπήρχε ο Μεταξάς, και τι ακριβώς είχαν κάνει. Και όλα αυτά είναι επαναπροσδιορισμένα και μεταλλαγμένα στο Σύγχρονο Μουσείο της Τέχνης. 

Μια δεύτερη σημαντική διάσταση του ερευνητικού έργου ήταν αποτέλεσμα της ευτυχούς συνάντησης των προθέσεων με τη συγκυρία. Η ανατομική ματιά στο σώμα του ήδη ακρωτηριασμένου κτιρίου κατέστη εφικτή ως παρατήρηση από τη στιγμή που άρχισαν τα έργα της μετατροπής του εγκαταλειμμένου εργοστασίου σε μουσείο. Παρακολουθώντας τις αποξηλώσεις και τις εργασίες που ήταν αναγκαίες για να διαμορφωθούν οι νέοι λειτουργικοί χώροι, που ήταν όμως προκαθορισμένοι από τη σωρευτική συνύπαρξη λιθοδομών και αψίδων με φέροντα στοιχεία οπλισμένου σκυροδέματος σε διαφορετικά οριζόντια και κάθετα επίπεδα, ο προνομιούχος θεατής γινόταν μάρτυρας μιας κυριολεκτικής ανατομίας που συμβαίνει μόνο μία φορά και μπορούσε να αντιληφθεί εκείνο που ως τότε λάνθανε στον κοινό μας νου: τα επάλληλα κτίρια και τις διαρκείς μεταλλάξεις κάτω από το φαινομενικά ενιαίο κέλυφος του ΄60, πίσω από τη διατηρητέα όψη της Λεωφόρου Συγγρού και της οδού Φραντζή και τη μη διατηρητέα όψη της Καλλιρρόης και της τραυματικής τομής. Όπως συμβαίνει στην αρχαιολογία, τα στρώματα καθίστανται φανερά για λίγο μέχρι να απομακρυνθούν για να έρθουν στο φως τα επόμενα και το αποτέλεσμα δεν αντανακλά την αρχή του χρόνου αλλά το τέλος της ανασκαφής. Το βιβλίο είναι φορέας και αυτής της μοναδικής διάστασης που επέτρεψε η μετάλλαξη του εργοστασίου σε μουσείο. 

Η τρίτη ερευνητική πορεία ήταν η προσπάθεια ανασυγκρότησης της ίδιας της ζυθοποιίας στη μεταλλασσόμενη δυναμική της εξέλιξής της από μια μικρή σε μια μεγάλη επιχείρηση, με τεκμήρια της οικονομικής ιστορίας και της λειτουργικής οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας στο εσωτερικό του οικοδομικού κελύφους, που εξηγούσε και επέβαλλε την πορεία της ανάπτυξής του. Και αυτό δεν έγινε απρόσωπα, μόνο στα αρχεία της Τράπεζας που κράτησε τα λείψανα μιας κλειστής επιχείρησης, αλλά απέκτησε ζωντανό και βιωματικό χαρακτήρα με την επιδίωξη της συμβολής στην ερμηνεία όλων των ανθρώπινων συντελεστών και πρωταγωνιστών της εποχής που η φίρμα FIX ήταν μέρος της καθημερινής ζωής μας. Αυτή ήταν ακόμα μια πρωτογενής και αναντικατάστατη καταγραφή, αφού ο χρόνος αργά αλλά σταθερά την υπερβαίνει. 

Η τελευταία διάσταση που θέλω να αναδείξω αναφέρεται στο σώμα - το σώμα της αρχιτεκτονικής αλλά και το σώμα του ανθρώπου - που βιώνει αναγκαστικά το τραύμα της υπόστασής του, τραύμα αντιθέσεων και φθοράς, κυριολεκτικό και μεταφορικό, ηθελημένο ή νομοτελειακό ή τυχαίο. Η θεώρηση του FIX από την οπτική γωνία του τραύματος - με τις διαδοχικές προσθήκες, τον ακρωτηριασμό και τη διαρκή επούλωση - είναι μια θεώρηση που αγγίζει την ουσία του αρχιτεκτονικού σώματος αλλά και του αρχιτέκτονα και του ίδιου του κατοίκου της αρχιτεκτονικής. Και στην περίπτωση αυτή όλα τα επίπεδα τραυματικής θεώρησης του αντικειμένου έχουν λόγο και είναι αποτυπωμένα στη συλλογική μας μνήμη, στο κτίριο ως αρχείο, στο αρχείο του κτιρίου και στη ψυχοσωματική υπόσταση όσων ζουν ακόμα την κληρονομιά του. 

Το βιβλίο αυτό είναι το αποτέλεσμα μια μακροχρόνιας έρευνας σε πολλά επίπεδα και έχει αποδώσει την έρευνα αυτή στο ειδικό και το ευρύτερο κοινό με τρόπο που αντανακλά την πορεία και τις επιδιώξεις της. Όπως κάθε έρευνα, έχει υποκείμενο, τον συγγραφέα, που ενεργεί και εκφράζει αλλά αποτυπώνει ταυτόχρονα τη συνεργασία και τη ‘ζύμωση’ που επιβάλλεται από τη συνάντηση με αντικειμενικά δεδομένα, ανθρώπους και πραγματικές συνθήκες. Στην περίπτωση αυτή η ζύμωση είναι η καταλληλότερη λέξη γιατί παραπέμπει σε μια μακρά και γόνιμη διαδικασία που παράγει ένα ‘θρεπτικό’ και ‘απολαυστικό’ αποτέλεσμα: το βιβλίο που έχει περάσει από την ωρίμανση μιας διατριβής και τον ζύθο που παράγεται από μια καλή ζύμωση. Και τα δύο εξαρτώνται από τις πρώτες ύλες, από τη γνώση και από την τέχνη της επεξεργασίας. Εις υγείαν! 



Παναγιώτης Τουρνικιώτης


2.


Δημήτρης Φιλιππίδης 

Ντόρα Θεοδωροπούλου, ΦΙΞFIX 120+ ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ, Επίκεντρο 2018





Από όλους τους εδώ παριστάμενους ομιλητές, εγώ είμαι ο πιο αθώος, κάτι που μπορώ εύκολα να σας αποδείξω. Δεν μετείχα στη διαδικασία εκπόνησης της διατριβής, που κρύβεται πίσω από αυτό το τόσο όμορφο βιβλίο, σχεδιασμένο από την Ιωάννα Κωστίκα, παρά μια φορά περιστασιακά, παρακολούθησα πριν χρόνια τη διάλεξη της συγγραφέως στο Πολυτεχνείο πάνω στο θέμα. Δεν μετείχα ούτε στην τυπική διαδικασία παρουσίασης σε επταμελή επιτροπή της διατριβής μετά το κλείσιμό της. Το απέφυγα, 

Από όλους τους εδώ παριστάμενους ομιλητές, εγώ είμαι ο πιο αθώος, κάτι που μπορώ εύκολα να σας αποδείξω. Δεν μετείχα στη διαδικασία εκπόνησης της διατριβής, που κρύβεται πίσω από αυτό το τόσο όμορφο βιβλίο, σχεδιασμένο από την Ιωάννα Κωστίκα, παρά μια φορά περιστασιακά, παρακολούθησα πριν χρόνια τη διάλεξη της συγγραφέως στο Πολυτεχνείο πάνω στο θέμα. Δεν μετείχα ούτε στην τυπική διαδικασία παρουσίασης σε επταμελή επιτροπή της διατριβής μετά το κλείσιμό της. Το απέφυγα, και είχα λόγο για αυτό: έτυχε και εγώ να έχω αναλάβει να γράψω ένα βιβλίο για το ΕΜΣΤ πριν δύο χρόνια, το οποίο όμως ατύχησε όταν ο χρηματοδότης, η τεχνική εταιρεία της κατασκευής του μουσείου, άλλαξε γνώμη και ματαίωσε την έκδοσή του. Για λίγους μήνες είχα τότε εμπλακεί στις περιπέτειες του κτηρίου Φιξ, και πήρα μια καλή γεύση από τα προβλήματά του από πρώτο χέρι. 

Και πάλι, αφού όλα είχαν τελειώσει, η συγγραφέας ζήτησε τις συμβουλές μου για το πώς θα μείωνε τον μεγάλο όγκο της διατριβής ώστε να χωρέσει σε ένα βιβλίο που ήθελε να εκδώσει. Ως εκεί, είχα πάντα μια εξαιρετικά αποσπασματική πληροφόρηση για το περιεχόμενο της διατριβής, είχα ακούσει για τις έντονες αντιπαραθέσεις που έγιναν στην τελική της παρουσίαση, και μου είχε ενδιάμεσα στείλει η Ντόρα ένα ενδεικτικό κεφάλαιο, όπου φαίνονταν οι προθέσεις της για μείωση του όγκου του συνόλου. Αλλά έως εκεί. 

Δεν νομίζω πως άκουσε τις παραινέσεις μου τότε ή προηγούμενα, άλλωστε είχε η ίδια ήδη δρομολογήσει, με τους δικούς της καθαρά όρους, μια διαδικασία σύνταξης αρχικά του σώματος και κατόπιν μείωσης της έκτασής του, εφαρμόζοντας καθαρά προσωπικά, έντονα συναισθηματικά κριτήρια. Αυτή η παράμετρος, μιας τόσο έκδηλα βιωματικής σχέσης με το θέμα, ήταν εκείνο που επικρατούσε σε οποιαδήποτε συζήτηση μαζί της. Το ΦΙΞFIX, όπως το επινοεί ως όρο, ήταν η ίδια η Ντόρα με τέτοια ένταση και με τέτοια αφοσίωση, ώστε κάθε αντίρρηση ή συμβολή ήταν ματαιοπονία. 

Έτσι, ανακεφαλαιώνοντας, όλα όσα είχα να της πω πήγαν στράφι. Και ενώ θεωρούσα μέσα μου πως δεν θα τα κατάφερνε, θα πελάγωνε, ότι θα ζητούσε και πάλι βοήθεια, κάποια στιγμή, πριν λίγο καιρό, με πληροφόρησε τηλεφωνικά πως το βιβλίο ετοιμάζεται και έχει οριστεί η ημερομηνία παρουσίασής του. Και μόνο αυτή η είδηση αρκούσε για να θαυμάσω πόσο έξω είχα πέσει στις προβλέψεις μου. Όταν επιπλέον μου χάρισε και ένα αντίτυπο του βιβλίου, ο θαυμασμός μου μεγάλωσε ακόμα περισσότερο καθώς έβλεπα ένα άρτιο, καλά οργανωμένο βιβλίο, που με τίποτα δεν θύμιζε το αχανές εκείνο κείμενο για το οποίο είχαν εκφραστεί τόσες επιφυλάξεις στο παρελθόν. 

Αυτό μπορούσα τώρα υπεύθυνα να αξιολογήσω, γιατί όπως είπα, είχα ανακατευτεί με το θέμα παλιότερα και ήξερα αρκετά για αυτό. Ποτέ όμως στην έκταση και στο εύρος της Ντόρας Θεοδωροπούλου, για να εξηγούμαστε. Όμως είχα κι εγώ πασκίσει να βγάλω άκρη με τα κενά πληροφόρησης, με τα αντιφατικά στοιχεία, τις απόψεις που κυκλοφορούσαν και τόσα άλλα τεκμήρια που στην ιστορική πορεία του κτηρίου χάθηκαν. Άρα γνώριζα καλά, και από πρώτο χέρι, με τι είχε να παλέψει η Ντόρα Θεοδωροπούλου. Αυτό μου έδινε ένα πλεονέκτημα απέναντι στον τυπικό αναγνώστη ή έστω ακόμα, και σε κάποιον που έτυχε παλιότερα να μετάσχει στις κινητοποιήσεις πάνω στην προσπάθεια να ματαιωθεί η πρόθεση ακρωτηριασμού του κτηρίου. 

Με αυτό θέλω να πω ότι αλλιώς κρίνει κανείς μια υπόθεση με βάση την οσοδήποτε πλήρη πληροφόρηση έχει συγκεντρώσει από δημοσιεύσεις σε άρθρα ή στον Τύπο, πληροφοριοδότες ανάμεσα σε γνωριμίες, προσωπικές κρίσεις, και αλλιώς κρίνει εκείνος που προσπάθησε να βγάλει άκρη από ένα κουβάρι ελλειπτικών στοιχείων, πολλές φορές αντιφατικών. Μια λογική άμυνα απέναντι στις δυσκολίες θα ήταν ο περιορισμός του θέματος σε ορισμένες περισσότερο ασφαλείς πλευρές του. 

Καθώς επεξεργαζόμουν το υλικό που μπορούσε να συγκεντρωθεί για μια τέτοια παλιά υπόθεση, είχα πάντα τον πειρασμό να υποκριθώ ότι είχα τον έλεγχο της πληροφόρησης και μπορούσα να κατευθύνω υπεύθυνα την έρευνα χωρίς ακροβασίες και επικίνδυνες κακοτοπιές. Βλέποντας τι είχε αντίστοιχα κάνει η Ντόρα Θεοδωροπούλου και μάλιστα, μέσα σε πόσα χρόνια, εντυπωσιάστηκα με το ότι σε καμιά περίπτωση δεν είχε υποχωρήσει ή κάνει εκπτώσεις. 

Πάλι συγκρίνοντας τον τρόπο δουλειάς των δύο μας, έβλεπα ότι εκείνη είχε από την πρώτη στιγμή πάρει την υπόθεση Φιξ ως προσωπικό στοίχημα, τολμώντας να ξεστρατίσει προς περιοχές που εγώ θα ήμουν πολύ πιο επιφυλακτικός, παρεμβάλλοντας πολλά προσωπικά στοιχεία, αναμιγνύοντας φαινομενικά άσχετα θέματα, όπως τα κεφάλαια για «Ιστορία Ανατομία» και για την «ανατομία ενός κτηρίου» στο Μέρος ΙΙ, όπου έκανε αντίστοιχα παρεμβολή υλικού από ένα «τρισδιάστατο παιχνίδι για το Φιξ» και από τη διπλωματική της εργασία για «Το Σώμα και τον Χώρο». 

Τα ήθελε όλα μέσα, να μην αφήσει κανένα σημείο αδιευκρίνιστο, αψηφώντας τους κινδύνους. Της το αναγνωρίζω αυτό ανεπιφύλακτα. Όπως επίσης της αναγνωρίζω το ότι στο βιβλίο που κρατάμε στα χέρια μας απέφυγε την επόμενη παγίδα, έτοιμη να καταπιεί όποιον, όπως είπα, «τα θέλει όλα μέσα». Πώς έγιναν όλα αυτά που ισχυρίζομαι; Θα πρέπει να ερωτηθεί η ίδια! 

Δημήτρης Φιλιππίδης




3.

Κώστας Μωραΐτης 


Επιθυμούσαν να “χορέψουν”: σημειώσεις για μια αισιόδοξη νεότητα και μια αναπτυσσόμενη ελληνική νεωτερικότητα






Τέλη της δεκαετίας του ’50. Καρναβάλι. Στο κεντρικό, κοινωνικά λαμπερό αθηναϊκό ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρεταννίας, “Grande Bretagne”, νύχτα χορού. Απρόσκλητοι φθάνουν στην είσοδο δυο νέοι αρχιτέκτονες, ο Τάκης Ζενέτος και η Σούλα Τζάκου, φορώντας αυτή η ωραιότατη μελαχρινή κυρία έντονο κόκκινο, εκτυφλωτικό το φαντάζομαι, πουλόβερ. Επιθυμούσαν να χορέψουν… και θα καταφέρουν να μπουν, έστω και χωρίς το επίσημο κάλεσμα, κερδίζοντας το ενδιαφέρον για το υπόλοιπο της βραδιάς. 

Πραγματική και αλληγορική περιγραφή ταυτόχρονα, καθώς και οι δυο τους, η Τζάκου και πολύ περισσότερο ο Ζενέτος, “χόρεψαν” στην κεντρική σκηνή της ελληνικής αρχιτεκτονικής και, γιατί όχι, στην κεντρική σκηνή της ελληνικής κοινωνίας της περιόδου, καταθέτοντας την παρουσία μιας αισιόδοξης επαγγελματικής νεότητας, που συμμετείχε σε μια ανάλογα αισιόδοξη περίοδο της ελληνικής νεωτερικότητας. Αυτή η πραγματική και αλληγορική ταυτόχρονα περιγραφή, αυτή η πραγματική και αλληγορική ταυτόχρονα μαρτυρία, προβάλλει πρώτη, ανέλπιστα κεντρική, κάθε φορά που σκέφτομαι τον Τάκη Ζενέτο, κάθε φορά που ανακαλώ το κείμενο της Θεοδωροπούλου. Αυτή η περιγραφή προβάλλει πάντα, ανεκδοτολογική και ταυτόχρονα εμβληματική για μια οικονομική, πολιτιστική και αρχιτεκτονική άνοιξη που δυστυχώς την ακολούθησε, αναντίστοιχα από τη συνηθισμένη φυσική διαδοχή των εποχών, ένας “κενός”, σκοτεινός, πολιτικός και πολιτιστικός χειμώνας.

Ο Ζενέτος είναι στα τριανταένα του χρόνια, τέσσερα μόλις χρόνια επαγγελματίας αρχιτέκτονας, όταν μαζί με τον Μαργαρίτη Αποστολίδη αναλαμβάνει να σχεδιάσει την ανακαίνιση του εργοστασίου ΦΙΞ. Κάθε φορά που το σκέφτομαι αισθάνομαι, πίσω από την αποστομωτική συνθετική βεβαιότητα της νέας, ανακαινισμένης όψης, ένα δεύτερο επίπεδο βεβαιότητας βαθύτατα οραματικό, πολύ ευρύτερο από τις σχεδιαστικές επιλογές. Την οραματική βεβαιότητα αισθάνομαι, την αλαζονική βεβαιότητα πως η αρχιτεκτονική μπορεί να κουβαλήσει στις πλάτες της, μπορεί να προβάλει, μπορεί πολύ περισσότερο να προωθήσει την κεντρική φυσιογνωμία μιας κοινωνίας με διάθεση οραματικής αλλαγής και ανάπτυξης. Από αυτήν την αίσθηση ξεκινά ο θαυμασμός, με αυτήν συνδέεται και η “τραυματική” απόκριση - ας θυμηθώ τη συζήτηση με τη Θεοδωροπούλου- κάθε φορά που ανακαλώ στη μνήμη μου το εργοστάσιο ΦΙΞ, στα απώτερα πλέον έτη της δεκαετίας του ’60, στα απώτερα πλέον έτη της λειτουργίας του με το νεωτερικό πρόσωπο που του είχε ήδη προσφέρει ο αρχιτεκτονικός ανασχεδιασμός του.

“Τραυματικός”, “τραυματισμός”, “τραύμα”, από το ρήμα “τιτρώσκω”, “διατρυπώ”, τραυματίζω. Προκαλώ μια πληγή που καταργεί τη σωματική συνέχεια ή, αν σκεφτούμε τη μεταφορική, ψυχαναλυτική χρήση του όρου, προκαλώ έναν ψυχικό κλονισμό βίαιο, τόσο ισχυρό, ώστε να καταργεί τη δυνατότητα να ελέγξουμε με τρόπο συνεχή τα συναισθήματά μας. Κλονισμό βίαιο, ο οποίος, αντίστοιχα με τον σωματικό πόνο, προκαλεί αισθήματα οδυνηρά. Πάσχω από τραυματικές μνήμες, τραυματίζομαι από οδυνηρές μνήμες και διαπιστώσεις οδυνηρές. Πρώτα απ’ όλα η ασυνέχεια ανάμεσα στη δρώσα αρχική λειτουργία του επανασχεδιασμένου εργοστασίου και στην κενή εγκατάλειψη περιόδων επόμενων. Ύστερα ο κυριολεκτικός ακρωτηριασμός του κτηρίου, ο ευνουχισμός της αρχιτεκτονικής παρουσίας που η εξίσου ευνουχισμένη, υψηλή διοίκηση της χώρας δεν κατόρθωσε να κατανοήσει ως πολιτιστικά σημαντική.

Δεν πρόκειται εδώ για “παράπονο” αρχιτεκτονικό μόνο, για το οδυνηρό συναίσθημα που ακολουθεί τον τραυματισμό του αρχιτεκτονικού μόνο κόσμου. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για το οδυνηρό συναίσθημα που αφορά τους αρχιτέκτονες μόνο, όσους ανάμεσά τους είδαν την προσφορά τους να ευτελίζεται, να υποβαθμίζεται, ολισθαίνοντας από τη θέση της κεντρικής τέχνης, πολιτιστικά και πολιτικά σημαίνουσας, σε ασήμαντο υλικό παραγέμισμα του αστικού τόπου… Υλικό παραγέμισμα που στην περίπτωση του εργοστασίου του ΦΙΞ αποφασίστηκε να περικοπεί με “τυπικές” διοικητικές διαδικασίες. Το τραυματικό συναίσθημα προβάλλει εκτενέστερο, ξεπερνά την αρχιτεκτονική ευαισθησία. Μας ακολουθεί κάθε φορά που ανατρέχουμε σε εκείνη την περίοδο της νεότερης ελληνικής ιστορίας, στη δεκαετία του ’50 και στο πρώτο μεγαλύτερο τμήμα της δεκαετίας του ‘60, σε πολλές εκφράσεις της περιόδου αυτής ταυτόχρονα, στην προσπάθειά της να προβάλει ένα συνολικό όραμα ανάπτυξης. Όχι απλά όραμα “μεγέθυνσης” οικονομικής, αλλά όραμα ανάπτυξης συνολικής, οικονομικής και πολιτιστικής ταυτόχρονα που απαιτούσε να αποδώσει στην παραγωγική λειτουργία το ιδανικό πρόσωπο μιας νεωτερικής όψης, μιας νεωτερικής αρχιτεκτονικής μορφής. Η ανάμνηση αυτής της περιόδου είναι που ακόμη μας “τραυματίζει”, καθώς συγκρίνεται με αυτό που την ακολούθησε.

Με όλες τις πιθανές αγκυλώσεις, κοινωνικές και πολιτικές, που χαρακτηρίζουν τη δεκαετία του ’50 και το πρώτο μεγαλύτερο τμήμα της δεκαετίας του ‘60, μπορούμε ακόμη να ανακαλέσουμε πενήντα χρόνια μετά τη διάχυτη αισιοδοξία, χαρακτηριστική εκείνων των χρόνων, όταν ελπίζαμε πως η ζωή μας θα γινόταν διαρκώς και καλλίτερη, όταν αφήναμε πίσω μας τη φρίκη του μεγάλου πολέμου και τα εξίσου φρικαλέα πλήγματα του εμφυλίου. Αισθανόμαστε ακόμη τον παλμό της κοινωνίας εκείνης που επιθυμούσε να “χορέψει”, που προσπαθούσε να “χορέψει”, παράγοντας πέρα από νέες παραγωγικές συνθήκες, εκλεπτυσμένα παραδείγματα σε πολλές περιοχές της πολιτιστικής έκφρασης ταυτόχρονα.

Ναι, επιθυμούσαν να “χορέψουν”, ναι επιθυμούσε ο Τάκης Ζενέτος να “χορέψει”. Έτσι τον φανταζόμαστε στο φωτεινό προσκήνιο μιας κοινωνίας που ήλπιζε, αυτή όπως και η αρχιτεκτονική της, πολλαπλά να αναπτυχθεί.

Ολοκληρώνουμε τις σημειώσεις μας. Παρακάμπτουμε την τραγική έξοδο, το τέλος της επιθυμίας, της επιθυμίας σχεδιασμού, της επιθυμίας ζωής. Παραμένουμε επίμονα προσηλωμένοι στην πρότερη εορταστική εικόνα νέων ανθρώπων, στην πρότερη εορταστική εικόνα μιας νεωτερικής κοινωνίας που επιχειρούσε να σκεφτεί με αισιοδοξία το μέλλον.


Κώστας Μωραϊτης 


4.


Γιώργος Τζιρτζιλάκης 

Το παράδειγμα της “Αργούς”, η ηθική της εργασίας και το αίνιγμα του τραύματος

Γιώργος Τζιρτζιλάκης


Η Ντόρα Θεοδωροπούλου συμβάλλει στο διάλογο γύρω από το έργο του Τάκη Χ. Ζενέτου με την ανά χείρας έρευνα για δύο, μεταξύ άλλων, λόγους: Πρώτον, έχουμε να κάνουμε με μια διατριβή η οποία αποτελεί συγχώνευση μεθοδολογικής πειθαρχίας και ιδιοσυγκρασιακής προτεραιότητας. Δηλαδή, βασίζεται σε μια ανάμιξη που δεν είναι συνηθισμένη στην εγχώρια ακαδημαϊκή έρευνα. Συνήθως κλίνουμε προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Απεναντίας, εδώ έχουμε χρήση εργαλείων μεθοδολογικών και ταυτόχρονα εκείνου που ονομάζουμε “by project”, δηλαδή με χαρακτήρα σχεδιαστικό στην ερμηνευτική του προσέγγιση. Μια τέτοια επιλογή την θεωρώ διακριτό στοιχείο αυτής της μελέτης που μας υποχρεώνει σ’ ένα διαρκές πέρασμα από την επιστημονική μέθοδο στην ιδιοσυγκρασιακή ερμηνεία. 

Το δεύτερο στοιχείο, που ήδη αναγνωρίζεται στον τίτλο, είναι ότι δεν πρόκειται για μια γενική εργασία για τον Τάκη Ζενέτο αλλά εστιασμένη στο συγκεκριμένο κτίριο του Φιξ. Πρόκειται, εν ολίγοις, για μια κρίσιμη διαφοροποίηση επειδή συχνά μιλάμε γι’ αυτό το κτίριο συγκεχυμένα ή εξιδανικευτικά, λησμονώντας τις φάσεις της σταδιακής ανακατασκευής αλλά και της αποσύνθεσής του. Τι προκύπτει από μια τέτοια επισήμανση; Η συνειδητοποίηση ότι στον πυρήνα της αρχιτεκτονικής του Ζενέτου βρίσκεται η ανακατασκευή κι όχι η ex novo δημιουργία ενός κτιρίου. 

Η νεωτερικότητα, ως επί το πλείστον, δεν κινήθηκε φιλικά προς σε μια τέτοια θεώρηση. Προτιμούσε τη λογική του “άγραφου πίνακα”, της περιβόητης tabula rasa, δηλαδή την κένωση και τη διάλυση του προϋπάρχοντος και την εκ νέου οικοδόμηση. Στην αντίληψη του Ζενέτου -την οποία, ως ένα βαθμό, διακρίνουμε και στην Πόλη του μέλλοντος- δεν είναι πάντα σαφές τι ακριβώς γίνεται στο έδαφος όταν ανορθώνονται οι πυλώνες της ανηρτημένης μεγαδομής. Ωστόσο, και εδώ έχουμε μια θεώρηση της αρχιτεκτονικής ως συνεχούς ανακατασκευής και παραθετικής συμπλήρωσης. Εξάλλου, οι έννοιες της ατέρμονος “ευελιξίας” και της συνεχούς “μεταβολής” μοιάζει να αποτελούν έναν σταθερό σχεδιαστικό βραχνά στην αρχιτεκτονική του. 

Μπορούμε να αναφέρουμε ως πολιτισμικό παράδειγμα μιας τέτοιας στάσης την μυθολογική θεώρηση της “Αργούς”, δηλαδή του πλοίου με το οποίο ταξίδεψαν οι Αργοναύτες και επισκευαζόταν συνεχώς εν πλω. Κάτι ανάλογο συνέβη και στο εργοστάσιο Φιξ, όπως, εξάλλου, αποδεικνύει πειστικά και η παρούσα έκδοση: Το επίμηκες εργοστάσιο της ζυθοποιίας ανακατασκευαζόταν ενώ λειτουργούσε. Με λίγα λόγια, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η αρχιτεκτονική του εργοστασίου Φιξ δεν υπήρξε ποτέ Fixed (αμετάβλητη). Αυτή είναι μια κρίσιμη και ριζοσπαστική τομή στο πώς αντιμετωπίζουμε το ίδιο το κτίριο. Ακυρώνεται η “παύση”, ο παραγωγικά νεκρός χρόνος των οικοδομικών εργασιών, η λειτουργική προσωρινή θανάτωση –αν θέλετε να χρησιμοποιήσουμε όρους σωματικούς. Δεν υπήρξε, δηλαδή, μια αναστολή της λειτουργικής ζωής του κτιρίου. Αυτό προφανώς αναπλαισιώνει τα δεδομένα και το παράδειγμα της “Αργούς” αναδεικνύεται σε σχεδιαστικό αρχέτυπο μιας τέτοιας στάσης: το εργοστάσιο, όπως και το μυθολογικό πλοίο, επισκευάζεται εν πλω, εν λειτουργία και δεν απενεργοποιείται σε κάποιο νεώριο-εργοτάξιο. 

Η εργασία της Ντόρας Θεοδωροπούλου εντάσσει αυτή τη διάσταση στην ιστορία, ή μάλλον καλύτερα στο χρονικό του εργοστασίου, εξετάζοντας και ορισμένα ψυχοπαθολογικά στοιχεία της ελληνικής νεωτερικότητας, όπως, για παράδειγμα, η έννοια του τραύματος που χαίνει. Επίσης, προσδίδει σημασία σ’ αυτήν την ενδιάμεση περίοδο που για τους περισσότερους είναι ένας σκοτεινός και διαγραμμένος χρόνος, από το 1977 μέχρι τον μετασχηματισμό ενός εκτενούς θραύσματος της ανολοκλήρωτης βιομηχανικής μονάδας σε Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, όπου το κτίριο είχε μετατραπεί σε ένα πιρανεζικό ερείπιο. 

Το κτίριο Φιξ δεν διαθέτει, θα λέγαμε, εκείνη την ιδεώδη και μοναδική στιγμή καταγραφής και δημοσιότητας. Ο ίδιος ο Ζενέτος έδωσε ιδιαίτερη σημασία σ’ αυτό το γεγονός, ήδη από τις πρώτες δημοσιεύσεις του κτιρίου. Γνωρίζουμε ότι η νεωτερικότητα ανέπτυξε μια ψυχωτική εμμονή με την ιδεώδη στιγμή της φωτογραφικής αποτύπωσης ενός κτιρίου. Όλα τα θαυμαστά κτίρια της νεωτερικότητας υπήρξαν τουλάχιστον για 15 λεπτά αριστουργήματα, όταν φωτογραφήθηκαν και δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά. Πρόκειται για μια στιγμή εξαιρετικής πύκνωσης και καθαρότητας που δεν θα τη συναντήσουμε σχεδόν ποτέ ξανά. Στην περίπτωση αυτή ο Ζενέτος ενσωματώνει και αναδεικνύει στην αρχιτεκτονική διαδικασία τη μεταβατική δυσκολία του μετασχηματισμού. Ή μάλλον καλύτερα, στο επίκεντρο τίθεται ο μετασχηματισμός και οι διαδικασίες του και όχι μόνο, ή τόσο, η στατική και εξιδανικευτική μορφοποίηση. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο και σύγχρονο στοιχείο της αρχιτεκτονικής μελέτης το οποίο παρακολουθεί προσεκτικά και επίμονα η έρευνα της Ντόρας Θεοδωροπούλου. 

Εξίσου κρίσιμη σημασία έχει η τυπολογική μεταβολή από το μοντέλο του περίκλειστου εργοστασίου που αναπτύσσεται γύρω από μια εσωτερική αυλή και ο ριζικός μετασχηματισμός της θεώρησης της εργασίας. Θα ήθελα να σταθούμε λίγο σε αυτή τη συνθήκη, επανασυνδέοντας την αρχιτεκτονική με τις αντιλήψεις της εργασίας, υπενθυμίζοντας, επίσης, τη στενή και οργανική σχέση μεταξύ των αντιλήψεων της βιομηχανικής εργασίας και της αφαιρετικής γλώσσας. Γνωρίζουμε ήδη μια σειρά από υπολογίσιμες μεταβολές στην αρχιτεκτονική των εργοστασίων από τις αρχές του 20ου αιώνα. Η βιομηχανική εργασία δεν είναι πλέον αποκρουστική, ούτε ντροπή, όπως συνέβαινε σχεδόν σ’ όλο τον 18ο και τον 19ο αιώνα, και σταδιακά επέρχεται μια συμφιλίωση με το πρότυπο του βιομηχανικού εργάτη. Η προλεταριακή ηθική της εργασίας σταδιακά ταυτίζεται με την εξιδανίκευση του σώματος που εργάζεται. 

Υπ’ αυτήν την έννοια, το κτίριο Φιξ μας εισάγει σ’ ένα από τα διαρθρωτικά και πολιτικά στοιχεία των αναθεωρήσεων που επέφερε η νεωτερικότητα: Ποια είναι η στάση μας απέναντι στο σώμα που εργάζεται; Τα περισσότερα εργοστάσια που βρίσκονταν στα αθηναϊκά περίχωρα πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αναπτύσσονταν γύρω από κλειστούς περίβολους και αδιαπέραστες μαντρώσεις. Το εργοστάσιο Φιξ μεταβάλλει ριζικά μια τέτοια πρόσληψη. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο νεωτερικό στοιχείο το οποίο προφανώς αξιοποιήθηκε από την εταιρία και για επικοινωνιακούς ή διαφημιστικούς σκοπούς. Τα γραμμικά υαλοστάσια του κτιρίου φανερώνουν –για να μην πω προβάλλουν- στους περαστικούς της λεωφόρου μηχανές και εργαζομένους με ομοιόμορφες φόρμες να παράγουν ένα μαζικό προϊόν πόσης, που το εισάγουμε στο στόμα μας. Αυτή είναι μια από τις ρηξικέλευθες μεταβολές που εισήγαγαν στην αρχιτεκτονική του κτιρίου ο Ζενέτος και οι συνεργάτες του, την οποία αξίζει να εξετάσουμε προσεκτικότερα. Η οπτικοποίηση της φορντικής δομής του εργοστασίου Φιξ, δηλαδή η γραμμικότητα της παραγωγής και η ακολουθία των δράσεων, αναπαράγονται στη γραμμικότητα των όψεων. Και φυσικά έπεται η γραμμικότητα της λεωφόρου. Με λίγα λόγια, πρόκειται για το αποκορύφωμα της σύντηξης της παραγωγικής και της μητροπολιτικής αισθητικής. Οτιδήποτε ονομάζουμε “αφαιρετική γλώσσα” της αρχιτεκτονικής αντλεί από μια τέτοια σύντηξη. 

Γι’ αυτό πιστεύω ότι έχουν ενδιαφέρον οι συσχετισμοί που επιχειρεί η Ντόρα Θεοδωροπούλου καθώς και η διαλεκτική που ανέπτυξε το μνημειακό αυτό γραμμικό κτίριο, με τις αλληγορίες του στο σώμα της πόλης, σε όλες τις διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Επισημαίνω δύο επιπλέον κρίσιμα στοιχεία αυτής της μελέτης: 

Το πρώτο έχει να κάνει με το γεγονός ότι η ανά χείρας διατριβή ανατρέχει και χρησιμοποιεί πλούσια στοιχεία χρονικού. Μεγάλο μέρος του αφηγηματικού υλικού τεκμηρίωσης είναι φωτογραφίες από κινητό τηλέφωνο και, προπάντων, από εφημερίδες ή άλλα ηλεκτρονικά media. Το γεγονός αυτό μας κάνει να αναλογιστούμε έναν εμπλουτισμό των πηγών της αρχιτεκτονικής ιστοριογραφίας, από το επίσημο έγγραφο, την επιστολογραφία των εμπλεκομένων ή το σχέδιο του αρχιτέκτονα, στο ανεπίσημο προσωπικό ή μιντιακό τεκμήριο. Θέλω να πω πως το υλικό πεδίο των τεκμηρίων της έρευνας δεν απαρτίζεται μόνο από το αρχείο των σχεδίων του αρχιτέκτονα ή της επιχείρησης, αλλά και από μιντιακό υλικό, το οποίο καταδεικνύει πως το ίδιο το κτίριο αναπαράγεται στα μέσα μαζικής επικοινωνίας. 

Το δεύτερο και τελευταίο σχόλιο είναι πάνω στην έννοια του τραύματος που υποβάλλει αυτή η εργασία. Ο λακανικός ορισμός του τραύματος μάς θυμίζει ότι το τραύμα είναι ουσιαστικά μια αδύνατη συνάντηση με την πραγματικότητα. Εμφανίζεται όταν αποτυγχάνουμε να συναντηθούμε με την πραγματικότητα. Θα επεσήμανα, λοιπόν, αυτήν την ιδέα στο πλαίσιο των εννοιών που εξετάζονται. Κι αυτό γιατί η στάση μας απέναντι στο τραύμα συχνά δεν είναι άλλη από την επανάληψή του. 

Γιώργος Τζιρτζιλάκης

5.

Ντόρα Θεοδωροπούλου

ΦΙΞFIX 120+ ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ / FIX GAME ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ / ΕΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙ 

Ντόρα Θεοδωροπούλου

Καλησπέρα σας,
Σας ευχαριστώ πολύ που είστε σήμερα εδώ.
Πρώτα από όλα, θα ήθελα να ευχαριστήσω το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και τη διευθύντρια Κατερίνα Κοσκινά για τη φιλοξενία. Αγκάλιασε αμέσως την ιδέα της παρουσίασης του βιβλίου στο φυσικό του χώρο καθώς και την εγκατάσταση FIX GAME.
Το ινστιτούτο Goethe για την εξαιρετική συνεργασία στη διοργάνωση του FIX Game, τη διεύθυνση καθώς και τις Δανάη Μωραΐτη και Μαρία Σαριδάκη.
Το βιβλίο για το ΦΙΞ, αν και απαιτούσε πολλές ώρες μοναχικής δουλειάς και απομόνωσης, είναι μια εργασία στης οποίας το κτίσιμο πολλοί άνθρωποι βοήθησαν. Τους ευχαριστώ όλους στην εισαγωγή του βιβλίου αλλά θέλω και σήμερα να ευχαριστήσω κάποιους ξεχωριστά.
Αρχικά, τον καθηγητή μου Παναγιώτη Τουρνικιώτη για την υποστήριξή του όλα αυτά τα χρόνια.
Τον Κάρολο Ι. Φιξ, που αγκάλιασε τη δουλειά μου, την υποστήριξε και βοήθησε στην υλοποίηση αυτού του βιβλίου, καθώς και την FIX Hellas. Επίσης, το δικηγορικό γραφείο Bernitsas Low, που υποστήριξε τις εκδηλώσεις για το ΦΙΞ.
Την αδελφή μου, εικαστικό Ελίνα Θεοδωροπούλου, που παρέα εξελίξαμε και παρουσιάσαμε το FIX GAME σε τρεις χώρους στην Αθήνα, στο Ωδείο Αθηνών, στο ινστιτούτο Goethe και στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.   
Θέλω να ευχαριστήσω θερμά τις συνεργάτιδές μου Νικολέτα Κομποθέκρα και Ιωάννα Κωστίκα για την εξαιρετική δουλειά τους: την Ιωάννα Κωστίκα για το σχεδιασμό του βιβλίου και τη Νικολέτα Κομποθέκρα για τη γλωσσική επιμέλεια. 
Τις εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ, που εμπιστεύτηκαν και στήριξαν τη δουλειά μου.
Όλους εσάς που δεν παρακολουθήσατε απλά αλλά πήρατε μέρος στο FIX Game και εσάς που είστε σήμερα εδώ, στην παρουσίαση του βιβλίου ΦΙΞFIX 120+ ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ.  
Τι είναι αυτό το βιβλίο;
Το βιβλίο ΦΙΞFIX 120+ ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ, Τάκης Χ. Ζενέτος - Μαργαρίτης Χ. Αποστολίδης βασίζεται στη διδακτορική διατριβή που υποστήριξα το Φεβρουάριο του 2017 στη σχολή αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Η χρονική απόσταση που χωρίζει τη διατριβή από το βιβλίο είναι λίγο περισσότερη από ένα χρόνο και αυτό ενισχύει την αίσθηση ότι διατριβή και βιβλίο είναι δύο πράγματα διαφορετικά, συγχρόνως όμως και ίδια.

Είναι μία έρευνα που ξεκίνησε το 2008 και δουλευόταν καθημερινά για περίπου εννέα χρόνια. Κάποιες ιστορίες είναι μεγάλες… είναι και δύσκολες και θέλουν μια ιδιαίτερη ωρίμανση για να μπορούν να αποδοθούν στο χαρτί με έναν τρόπο που να ανταποκρίνεται στο κίνητρο της έρευνας για θεραπεία του κτιρίου.
Το 2008, όταν έψαχνα το θέμα της διατριβής μου, είδα το κτίριο FIX σαν ένα πληγωμένο σώμα μέσα στην πόλη, το οποίο μετά τον ακρωτηριασμό του 1995 και τη διακοπή των εργασιών για τη μετατροπή του σε Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης έστεκε εκεί σε ένα κεντρικό σημείο της Αθήνας, σε ένα καθεστώς εγκατάλειψης και αβεβαιότητας. Η προσέγγισή μου ήταν θεραπευτική. Ήθελα να εφαρμόσω και να εξελίξω τη θεωρία μου για μια θεραπευτική του χώρου που ήδη είχα ξεκινήσει από τη μεταπτυχιακή διπλωματική μου εργασία «Σώμα-Χώρος, Μια μελέτη για το Σώμα και τον Χώρο μέσα από 8 σχέδια του Leonardo da Vinci». Αυτό που με έκανε να ασχοληθώ μαζί του ήταν αυτή η τομή, αυτή η ανοιχτή πληγή που με καλούσε να δω στο εσωτερικό του κτιρίου και να πω: «Εδώ κάτι πρέπει να γίνει! Δεν μπορεί να τελειώνει έτσι μια ιστορία! Και ποια είναι η ιστορία ενός τόσο εμβληματικού κτιρίου;»

Τι πραγματεύεται;
Το βιβλίο πραγματεύεται την ιστορία του κτιρίου FIX στη Λεωφόρο Συγγρού 53 και τους συνεχόμενους μετασχηματισμούς του μέσα στα χρόνια. Στους περισσότερους τo κτίριο FIX, σημερινό Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ), είναι γνωστό ως ένα κτίριο ορόσημο του Μοντέρνου Κινήματος του πρωτοπόρου αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτου. Το κτίριο, όμως, έχει μία ιστορία 120 χρόνων που ξεκινά πολύ πριν από τον εκσυγχρονισμό του εργοστασίου, τη δεκαετία του 1960, από τον Τάκη Χ. Ζενέτο και τον Μαργαρίτη Χ. Αποστολίδη.
Αρχιτέκτονες όπως ο Αναστάσιος Μεταξάς, ο Αλέξανδρος Νικολούδης και ο Σωτήρης Μαγιάσης είναι πιθανό να είχαν ανάμειξη σε προηγούμενες φάσεις της αρχιτεκτονικής του εργοστασίου.
Στο βιβλίο ΦΙΞFIX 120+ XΡΟΝΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ αναδεικνύονται όλα τα στρώματα της ιστορίας του κτιρίου μέσα από μία ανατομική ματιά, η οποία συνδυάζει έρευνα πεδίου στο εργοτάξιο του FIX (2008-2016), έρευνα σε μεγάλο αριθμό αρχείων, βιβλιογραφική έρευνα και στοιχεία από τις διηγήσεις ανθρώπων που έχουν σχέση με την ιστορία του κτιρίου. Εργαζόμενοι στο εργοστάσιο, αρχιτέκτονες και μέλη της οικογένειας Φιξ σε συνεντεύξεις αφηγούνται περιστατικά από τη ζωή του εργοστασίου και ξανακτίζουν την ιστορία του με έναν διαφορετικό τρόπο.

Ο Τάκης Ζενέτος αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο για το βιβλίο. Αποτελεί μεγάλο κεφάλαιο και για την Ελληνική Αρχιτεκτονική. Ο Ζενέτος έρχεται να ενοποιήσει όλες τις επεκτάσεις με έναν διαφορετικό τρόπο, αφαιρετικό. Δημιουργεί ένα κέλυφος που ενσωματώνει στη λογική του την ανάγκη του εργοστασίου για συνεχόμενες αλλαγές και προσθήκες, όντας ευέλικτο στην αλλαγή.

Η επέμβαση εκσυγχρονισμού στο κτίριο FIX από τον Τάκη Ζενέτο και τον Μαργαρίτη Αποστολίδη συνέβαινε χωρίς να σταματήσει να λειτουργεί το εργοστάσιο ούτε μία μέρα. Ξηλωνόταν η εξωτερική όψη και ερχόταν μία νέα πραγματικότητα να αποκάλυψει αυτό που συνέβαινε αρκετά χρόνια στο εσωτερικό του εργοστασίου, μία οριζόντια γραμμή παραγωγής η οποία είχε εκσυγχρονιστεί και τυποποιηθεί σε όλα τα επίπεδα, από την παραγωγή έως τη μηχανογράφηση.

Μέσα από την τζαμαρία του ισογείου δίνεται η αίσθηση ότι υπάρχει η δυνατότητα να δεις το εσωτερικό του εργοστασίου και την παραγωγή. Ως καταναλωτής έχεις δικαίωμα να «συμμετέχεις» με το βλέμμα σου στην παραγωγική διαδικασία. Ο χώρος λειτουργεί ως βιτρίνα προς το δημόσιο χώρο της πόλης. Με αυτόν τον τρόπο διαφημίζει το προϊόν, την μπύρα.

Η «συνάντηση» με τον αρχιτέκτονα με οδηγεί σε μία χαρτογράφηση των περισσότερων έργων του στην Αθήνα, ώστε να κατανοήσω τι πραγματικά εφάρμοσε στον εκσυγχρονισμό του κτιρίου FIX. Το βιβλίο προχωρά στην σημερινή επέμβαση και μετατροπή του κτιρίου σε Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και δεν σταματά εκεί… Προχωρά και στο μέλλον.

Τον Ζενέτο τον απασχολούσε πάντα πώς να σπάσει τον κύβο. Όμως, ο κύβος στο FIX σπάει και με έναν άλλον τρόπο. Το FIX είναι ένα απόσπασμα μίας καθολικότερης non-stop aρχιτεκτονικής που απλώνεται γύρω από την επιφάνεια της γης σε ένα θεωρητικό επίπεδο. Τόσο στο FIX όσο και στην πολυκατοικία στην Αμαλίας έχουμε ένα απόσπασμά της. Τα οριζόντια ανοίγματα της όψης σταματούν σαν να έχουν κοπεί από μία νοητή επιφάνεια. Ο κύβος σπάει ανεπιστρεπτί. 
Ήθελα το βιβλίο να είναι γραμμένο με τέτοιον τρόπο, ώστε να μπορεί να γίνει κατανοητό από όλους, όχι μόνο από αρχιτέκτονες. Και γιατί αυτό; Είναι ίσως ο δικός μου τρόπος να σπάσω τον κύβο. Επειδή θεωρώ ότι αξίζει η ιστορία του κτιρίου FIX. Επειδή μέσα από τους συνεχόμενους μετασχηματισμούς του μπορεί κάποιος να αντιληφθεί βασικούς σταθμούς στην αρχιτεκτονική της Νεότερης Ελλάδας. Είναι μια ιστορία που συνεχίζεται και έχει αυτήν τη δύναμη της αλλαγής. Αξίζει και η ιστορία και η αρχιτεκτονική του Τάκη Ζενέτου, ενώ πέρυσι συμπληρώθηκαν 40 χρόνια από τον θάνατό του.

Επίσης, η χρονική στιγμή που ολοκληρώνεται το βιβλίο είναι σημαντική. Είναι η στιγμή που έχει ολοκληρωθεί το κτίριο και είναι η ώρα να λειτουργήσει με όλο του το δυναμικό. Σε αυτό θα βοηθήσει πολύ η κατανόηση της ιστορίας του. Η ιστορία του περιλαμβάνει ένα τραύμα.

Ντόρα Θεοδωροπούλου

(Οι υπογραμμίσεις και οι χρωματικές επιλογές του κειμένου έχουν υποδειχθεί από την συγγραφέα)









2016- 2017
_____________________________

2.


Νίκος Καλογήρου

ΕΠΑΙΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΤΖΩΝΗ


Εκφωνήθηκε την Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2017 στο αμφιθέατρο του Τελλογλείου Ιδρύματος Τεχνών του ΑΠΘ,  όπου απονεμήθηκε ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα στον αρχιτέκτονα Αλέξανδρο Τζώνη από το Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΑΠΘ


(εικονογράφηση Γιώργος Τριανταφύλλου)

Νίκος Καλογήρου

Θεωρώ ότι η παρουσία του Αλέξανδρου Τζώνη στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης μετά από την ομόφωνη πρότασή μας να τον τιμήσουμε με τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα, είναι ένα γεγονός με γενικότερη πολιτισμική σημασία. Ειδικότερα στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων, από την έναρξη της λειτουργίας του, με τη συμβολή δασκάλων – όπως ο Δημήτρης Φατούρος που είναι και σήμερα παρών εδώ, ή όπως ο Νίκος Μουτσόπουλος που πρώτος δίδαξε το μάθημα της παράδοσης – καλλιέργησε από τη δημιουργία του ένα γόνιμο προβληματισμό σχετικό με την παιδεία του αρχιτέκτονα, η οποία οφείλει να διευρύνεται σε συγγενή πολιτισμικά πεδία που αναφέρονται στις ανθρωπιστικές σπουδές, στις κοινωνικές παραμέτρους και γενικότερα στη διεπιστημονική θεώρηση του σχεδιασμού. 

Στο περιβάλλον της πλήρως ανασχεδιασμένης από το μεσοπόλεμο Θεσσαλονίκης επιβίωνε τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, σε μικρό έστω βαθμό, κάτι από το πολυπολιτισμικό και κοσμοπολίτικο υπόβαθρό της. Στο πλαίσιο αυτό διαμορφώθηκαν και οι προσωπικοί μου προβληματισμοί για αρχιτεκτονικές διατάξεις και μορφές που διαθέτουν κάποια τοπική ιδιαιτερότητα, χωρίς να υποκύπτουν αποκλειστικά στα τυποποιημένα μοντέρνα πρότυπα, αλλά ούτε και σε μια εσωστρεφή συντηρητική αναπαραγωγή του παρελθόντος. Η πρώτη μου ουσιαστική επαφή με τα κείμενα του Αλέξανδρου Τζώνη και της Liane Lefaivre έγινε λίγο αργότερα, αφού είχα βιώσει τις μεταπτυχιακές μου εμπειρίες στο Παρίσι σε θέματα αστικού σχεδιασμού, πολεοδομίας αλλά και γεωιστορίας που μου γνώρισαν τη μοναδική γαλλική τη σχολή των Annales. Συγκεκριμένα, το 1981 οι Τζώνης και Lefaivre με αφορμή μιαν εισαγωγή στο έργο των Δημήτρη και Σουζάνας Αντωνακάκη – που είναι επίσης επίτιμοι διδάκτορες του τμήματος Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ – δημοσίευσαν στα «Αρχιτεκτονικά Θέματα» ένα σύντομο αλλά περιεκτικό δοκίμιο για τη σύγχρονη νεοελληνική αρχιτεκτονική με τίτλο «ο κάνναβος και η πορεία». 

Αρχιτεκτονικά Θέματα 15, 1981, σελ 164

Το άρθρο αυτό είχε διεθνή απήχηση, καθώς εισήγαγε για πρώτη φορά την έννοια ενός «κριτικού τοπικισμού» στην αρχιτεκτονική που πηγάζει από τα ιδεώδη «του ιδιόμορφου και του τοπικού, της ελευθερίας και του αντιαυταρχισμού». Στο κείμενο τους διατυπώθηκαν μερικές προκαταρκτικές σκέψεις γύρω από την ιστορία της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής κουλτούρας, επισημαίνοντας ότι αυτή είχε ως σημείο εκκίνησης τον ιστορικιστικό τοπικισμό του 19ου αιώνα. Από το νεοκλασικισμό, που υιοθετήθηκε στην Ελλάδα ως κυρίαρχη έκφραση στην αρχιτεκτονική και την πολεοδομία μετά τον αγώνα για την ανεξαρτησία, χρειάστηκε μεγάλο χρονικό διάστημα για να προκύψει η ανθρωπιστική κριτική προσέγγιση της ελληνικότητας την οποία εγκαινίασαν στα νεότερα χρόνια αρχιτέκτονες όπως ο Δημήτρης Πικιώνης και ο Άρης Κωνσταντινίδης και συνεχίστηκε με το έργο των Αντωνακάκη, το οποίο ήταν προϊόν μιας ευρύτερης ομαδικής εργασίας στο «Εργαστήριο 66». Η ομάδα αυτή διαμόρφωσε, με την υιοθέτηση στοιχείων όπως «ο κάνναβος και η πορεία», ένα αξιόλογο εκφραστικό ιδίωμα, σύγχρονο και ταυτόχρονα εγκλιματισμένο στο τοπικό περιβάλλον. 

Αρχιτεκτονικά Θέματα 15, 1981 σελ 167

Η ανάγνωση του δοκιμίου αυτού στα «Αρχιτεκτονικά Θέματα» όπου εισαγόταν για πρώτη φορά η έννοια του κριτικού τοπικισμού, συνδυάστηκε με τα δικά μου ερωτήματα γύρω από τα θέματα διαμόρφωσης ταυτότητας και της εμμονής της γεωγραφικής ιδιαιτερότητας στο πλαίσιο της, αναπόφευκτης πάντως, παγκοσμιότητας της αρχιτεκτονικής. Η διεπιστημονική τους προσέγγιση συνέβαλε στη διαμόρφωση και της προσωπικής μου στάσης σε θέματα θεωρίας και σχεδιασμού. Έχοντας στη συνέχεια γνωρίσει περισσότερες πτυχές του έργου του Αλέξανδρου Τζώνη και της Liane Lefaivre, είχαμε την ευκαιρία να τους προσκαλέσουμε το έτος 2000 στη Θεσσαλονίκη, σε ένα συνέδριο για την οικονομική ιστορία της Θεσσαλονίκης που έγινε με πρωτοβουλία του ΥΜΑΘ και αφορούσε και το μέλλον της πόλης. Εκεί δόθηκε ευκαιρία σε μας και στο κοινό της Θεσσαλονίκης, με τις πρωτότυπες εισηγήσεις τους, να γνωρίσει από κοντά τις απόψεις τους και να διατυπώσει κάποια ερωτήματα.

Αλέξανδρος Τζώνης, αρχιτέκτων (1878-1950), Μέγαρο Εράτυρα (Παύλου Μελά και Π.Π. Γερμανού, Θεσσαλονίκη)

Επανερχόμενος στην παρουσίαση του έργου του Αλέξανδρου Τζώνη, πρέπει πρώτα να επισημάνω τους ιδιαίτερους δεσμούς που τον συνδέουν με τη Θεσσαλονίκη. Ο παππούς του, Αλέξανδρος Τζώνης (1878-1950), ήταν αρχιτέκτονας με σπουδές στην Αυτοκρατορική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Κωνσταντινούπολης (όπου σπούδασε από το 1896 ως το 1901) και εξάσκησε το επάγγελμα στη Θεσσαλονίκη, από το 1924 μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ανάμεσα στα πολυάριθμα κτίριά του, είναι το Μέγαρο Εράτυρα (Παύλου Μελά και Π.Π. Γερμανού), το Ξενοδοχείο Αστόρια του 1929 και η πρωτομοντέρνα αρ ντεκό πολυκατοικία Γ. Γκίνη στη γωνία των οδών Ικτίνου και Μακένζι Κινγκ (1935).

Αλέξανδρος Τζώνης, αρχιτέκτων (1878-1950), πρωτομοντέρνα αρ ντεκό πολυκατοικία Γ. Γκίνη στη γωνία των οδών Ικτίνου και Μακένζι Κινγκ (1935).

Ο πατέρας του, Κωνσταντίνος, γιατρός και βιολόγος, μετά από καινοτόμες έρευνες του για τον καρκίνο στο Γκρατς, τη Βιέννη και το Βερολίνο, εκλέχτηκε καθηγητής Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, μεταξύ 1941-1945. Ήταν ενεργός στην πολιτική και στην Εθνική Αντίσταση. Η μητέρα του, Χαρίκλεια Ξανθοπούλου, ήταν η πρώτη γυναίκα που έλαβε πτυχίο Χημικού Μηχανικού από το Πολυτεχνείο της Αθήνας. Διεξήγαγε καινοτόμο έρευνα για την απομόνωση της Βιταμίνης D στη Βιέννη. Ήταν και οι δύο ερευνητές στο γνωστό Vivarium, που είχε ιδρυθεί στη Βιέννη από τον Hans Leo Przibram και δημοσίευσαν επιστημονικά άρθρα σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά, όσο βρισκόντουσαν εκεί.

Ο Αλέξανδρος Τζώνης σπούδασε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (1956-1961) ενώ παράλληλα διδάχθηκε ιδιαιτέρως από τους Δημήτρη Πικιώνη, Σπύρο Παπαλουκά και Γιάννη Τσαρούχη. Την ίδια περίοδο, εργαζόταν επαγγελματικά ως σχεδιαστής θεατρικών σκηνικών. Το 1959 εργάστηκε ως καλλιτεχνικός διευθυντής για την ταινία «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασέν. Το 1961 μετακόμισε στις ΗΠΑ με υποτροφία Ford, όπου συνέχισε τις σπουδές του στο Yale, για μικρό διάστημα στη Δραματική Σχολή και λίγο αργότερα στο Τμήμα Τέχνης και Αρχιτεκτονικής, με καθηγητές τους Paul Rudolph, Shadrach Woods, Robert Venturi και Serge Chermayeff. Κατά τη διάρκεια της θητείας του στον Ελληνικό στρατό (1963 – 1965), με ειδική άδεια συμμετείχε για τρεις μήνες σε μαθήματα του τμήματος Αρχιτεκτόνων του Α.Π.Θ. 

Serge Chermayeff,

Τον Οκτώβριο του 1965 επέστρεψε στο Yale ως διδάσκων και άρχισε την έρευνα για τη Μεθοδολογία του Σχεδιασμού σε συνεργασία με τον Serge Chermayeff, με τον οποίο συνέγραψε το βιβλίο The Shape of Community. Παράλληλα ασχολήθηκε με την τέχνη και τη συγγραφή σχετικών άρθρων που δημοσιεύτηκαν σε δύο μεγάλα περιοδικά της Νέας Υόρκης, το Arts Yearbook και το Arts Magazine. Όπως και ο Chermayeff, συνέχισε να ζωγραφίζει και να σχεδιάζει ταπετσαρίες. Επίσης, μαζί με τον αρχιτέκτονα Manfred Ibel σχεδίασε και δημοσίευσε την έκδοση του Yale «Δέκα Λιθογραφίες για δέκα ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη» (1966).
Η κλιμακούμενη κοινωνική, πολιτισμική και οικολογική κρίση είχε μεγάλο αντίκτυπο στις ιδέες του και στο συγγραφικό του έργο. Το 1968 προσκλήθηκε να διδάξει στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σχεδιασμού του πανεπιστημίου Harvard ως επίκουρος καθηγητής. Εκεί δίδαξε και συνέχισε την έρευνά του για τη Μεθοδολογία του Σχεδιασμού (1967-1981). 


Το 1972 δημοσίευσε το βιβλίο Towards a Non-Oppressive Environment, που αφορούσε στη σύγχρονη αρχιτεκτονική και στις ιστορικές της ρίζες. Στο βιβλίο αυτό επιχειρείται η διερεύνηση των δυνατοτήτων σχεδιασμού ενός αντιαυταρχικού ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις που προκύπτουν για τις αρχιτεκτονικές θεωρίες.

Τη δεκαετία του ’70, παράλληλα με τις υποχρεώσεις του στο Harvard, ο Τζώνης εργάστηκε ως ακαδημαϊκός εκδότης. Αρχικά με την Penguin Books, ξεκίνησε τη διεπιστημονική σειρά «Ανθρωπογενές Περιβάλλον». Την ίδια περίοδο, προσκλήθηκε να διδάξει, να οργανώσει και να διευθύνει ένα κοινό πρόγραμμα μεταξύ ερευνητών του Harvard και Γάλλων ερευνητών, για να μελετήσουν τη γένεση των ιδεών του μοντέρνου αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Επίσης, ανέλαβε ως γενικός επιμελητής και ερευνητής τις πολύτομες Αρχιτεκτονικές Συλλογές Garland, ένα από τα μεγαλύτερα έργα στην ιστορία των αρχιτεκτονικών εκδόσεων και δημοσίευσε τις συλλογές των αρχείων και έργων των Le Corbusier (32 τόμοι), Louis Kahn (7 τόμοι), Mies Van der Rohe (18 τόμοι), Walter Gropius (4 τόμοι), Rudolph Michael Schindler (4 τόμοι), Henri Sauvage (2 τόμοι), Alvar Aalto (12 τόμοι).

Αλέξανδρος Τζώνης με τη σύζυγο και σύντροφό του Liane Lefaivre, TU de Delft

Από το 1975 ένα μεγάλο μέρος του έργου του Αλέξανδρου Τζώνη γίνεται από κοινού με τη σύζυγο και σύντροφό του Liane Lefaivre, ιστορικό, κριτικό, καθηγήτρια και επιμελήτρια εκθέσεων αρχιτεκτονικής. Η μακρόχρονη αυτή συνεργασία αποδείχθηκε εξαιρετικά γόνιμη, συμβάλλοντας ουσιαστικά στη διεπιστημονική και διαλεκτική διατύπωση καινοτόμων κριτικών απόψεων. Στην πρώτη φάση της κοινής τους δράσης, οι Τζώνης και Lefaivre σε μια σειρά μικρών δοκιμίων του Χάρβαρντ διερεύνησαν την ανάπτυξη των λαϊκιστικών και ναρκισιστικών κινημάτων στην αρχιτεκτονική, εισάγοντας πρώτοι τους σχετικούς όρους «populism» (1977) και «narcissism» (1978), σε μια προσπάθεια να συνδυάσουν την αρχιτεκτονική κριτική και την αρχιτεκτονική θεωρία. Μια μεγάλη σειρά σχετικών άρθρων από άλλους ερευνητές ακολούθησε. 

Saul Steinberg: Untitled (Rush Hour), circa 1969;

Στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του στο Harvard, ο Τζώνης υπήρξε υπεύθυνος του προγράμματος εκθέσεων για το Μεταπτυχιακό Τμήμα Σχεδιασμού. Ανάμεσα στις εκθέσεις αυτές ήταν τα αστικά οράματα στα σκίτσα και καρτούν του Saul Steinberg και το θέμα της αποξένωσης στο μοντέρνο αστικό περιβάλλον στο έργο του σκηνοθέτη Michelangelo Antonioni. Εδώ που τα λέμε δεν υπάρχει καλύτερο μάθημα γεωμετρικής σύνθεσης και ανάλυσης των ματαιώσεων του περιβάλλοντος του μοντερνισμού από την τριλογία του Αντονιόνι. Σημαντική ήταν επίσης και η έκθεση Light Positive Negative της Χρύσας Βαρδέα-Μαυρομιχάλη, γλύπτριας και ζωγράφου με έργα εμπνευσμένα από τη ζωή των μεγάλων αστικών κέντρων. Ένα μεγάλο μέρος του υλικού αυτών των εκθέσεων έχει δωρηθεί στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης.

Το 1981 εκλέχθηκε Καθηγητής Μεθοδολογίας του Σχεδιασμού στο πανεπιστήμιο του Ντελφτ. Στο πλαίσιο του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου του Ντελφτ υπήρξε ιδρυτής και διευθυντής του ερευνητικού κέντρου Σχεδιασμού Συστημάτων Γνώσης (Design Knowledge Systems) από το 1985, το οποίο επικεντρώθηκε στη διεπιστημονική διερεύνηση καινοτόμων σχεδιαστικών εργαλείων, με ευρύτερο στόχο να βελτιωθούν βιώσιμες πρακτικές ενταγμένες σε ένα πολυπολιτισμικό πλαίσιο. Σε αυτές τις προσπάθειες συνδυάστηκαν θέματα γνωστικής επιστήμης, αξιοποίησης υπολογιστών στο σχεδιασμό και γεωιστορικών προσεγγίσεων. Αυτά τα καινοτόμα εργαλεία έρευνας εμπλούτισαν τις προσεγγίσεις της αρχιτεκτονικής μεθοδολογίας.

Εν τω μεταξύ συνέχισε να δημοσιεύει βιβλία για την αρχιτεκτονική κριτική, με έμφαση στην αναζήτηση των ριζών και της ιστορικής εξέλιξης των πολιτισμικών κινημάτων που οδήγησαν στη μοντέρνα αρχιτεκτονική. 


Το βιβλίο η «Κλασική Αρχιτεκτονική: οι ποιητικές του ρυθμού» (1986) αποτελεί μια συναρπαστική εισαγωγή στο θέμα όπου διερευνώνται οι κλασικοί κανόνες της σύνθεσης, αλλά και το πολιτισμικό και κοινωνικό πλαίσιο που τους σηματοδότησε. Η διαχρονική γοητεία του κλασικού κανόνα οφείλεται, κατά τους συγγραφείς Τζώνη και Lefaivre, στις ανθρωπιστικές αξίες από τις οποίες πηγάζει. Για τους λόγους αυτούς αποτέλεσε την πηγή της δυτικής πολιτισμικής προσέγγισης στην αρχιτεκτονική, από το Βιτρούβιο ως τον Mies Van der Rohe, όπως αντίστοιχα συνέβη και σε άλλους τομείς, όπως η μουσική, η λογοτεχνία και οι εικαστικές τέχνες.

Επιδιώκοντας την προσέγγιση του κλασικού, όχι ως ψυχρού δόγματος άλλα ως δυναμικού προκατόχου του μοντέρνου σχεδιασμού, ο Τζώνης με τη Lefaivre δημοσίευσαν το βιβλίο «Ανάδυση της Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής: Μια ιστορία βασισμένη σε ντοκουμέντα, από το 1000 έως το 1800». Αργότερα (2004) δημοσιεύθηκε το έργο του «Κλασική Ελληνική Αρχιτεκτονική, η κατασκευή του Μοντέρνου», που έγινε σε συνεργασία με τη Φοίβη Γιαννίση.

Στο ίδιο πνεύμα, από το τέλος της δεκαετίας του ’70, οι Τζώνης και Lefaivre επικεντρώθηκαν στη διερεύνηση της τοπικιστικής αρχιτεκτονικής, εισάγοντας τον όρο του «κριτικού τοπικισμού». Η προσέγγιση του σχεδιασμού με βάση τα δεδομένα του τόπου και του πολιτισμού μπορεί να θεωρηθεί ως αντίδραση στον μεταμοντερνισμό και στην παγκοσμιοποίηση, που αποδείχθηκαν από εκείνη την εποχή δημοφιλείς επιλογές, παράγοντας μια πρωτοφανή αφθονία σε υλικά αγαθά. Ωστόσο αυτές οι εξελίξεις δεν φαίνεται να οδήγησαν σε έναν κόσμο ισότητας, υγιούς περιβάλλοντος, ή ευτυχισμένης ζωής. Σε αντίθεση οι μοναδικές και διαφορετικές περιοχές με ιδιαίτερο πολιτισμικό χαρακτήρα που άνθησαν στο ιστορικό παρελθόν, αν και ενδεχομένως απέτρεπαν τη συμβατική οικονομική μεγέθυνση, με την τρέχουσα έννοια, ανταποκρίνονταν σε ένα κόσμο που αποδεχόταν τη διαφοροποίηση, την κοινωνικοποίηση και μια μορφή πρωτογενούς βιώσιμης οικολογίας. Σε ένα βαθμό, οι ιδέες αυτές αντλήθηκαν από την κριτική του Mumford για το διεθνές και μοντέρνο τυποποιημένο στυλ, που τότε σταδιακά επικρατούσε, εγκαταλείποντας τους περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς στόχους του πρωτομοντέρνου κινήματος.

Μετά την πρώτη διατύπωση στο δοκίμιο «Ο κάνναβος και η πορεία» που ήδη σχολιάστηκε στην αρχή αυτής της ομιλίας, η έννοια του κριτικού τοπικισμού ενέπνευσε πολλά έργα σε όλο τον κόσμο και κυριάρχησε σε πολυάριθμες δημοσιεύσεις, αντιπαραθέσεις και συμπόσια.


Οι ιδέες για μια τοπική αρχιτεκτονική έκφραση αναπτύχθηκαν περαιτέρω σε πολυάριθμα άρθρα των Τζώνη και Lefaivre και στα βιβλία «Τροπική Αρχιτεκτονική, ένας Διεθνής Τοπικισμός» (2001) και «Κριτικός Τοπικισμός, Αρχιτεκτονική και Ταυτότητα σε ένα Παγκοσμιοποιημένο Κόσμο» (2003). Στο νέο βιβλίο τους, του 2012, για την «Αρχιτεκτονική του τοπικισμού στην εποχή της παγκοσμιοποίησης» με το χαρακτηριστικό υπότιτλο «Κορυφές και κοιλάδες στον επίπεδο κόσμο», οι Τζώνης και Lefaivre επανέρχονται στην εμμένουσα πρόκληση του τοπικού, η έννοια του οποίου διαχωρίζεται από τις επιπόλαιες απόπειρες των μεταμοντέρνων να επαναλάβουν με άλλη μορφή την προηγηθείσα κυριαρχία ενός μηχανικού μοντερνισμού. Σε αντίθεση με αυτές τις κυρίαρχες τάσεις στο έργο ορισμένων νέων αρχιτεκτόνων που τους χαρακτηρίζουν ως τοπικιστές, φαίνεται να δίνεται προτεραιότητα στην ταυτότητα, στα οικολογικά, κοινωνικά και πολιτισμικά στοιχεία των συγκεκριμένων τόπων και περιοχών, όπου εντάσσονται οι προτάσεις τους. Εφόσον δεν μπορεί να επέλθει το τέλος της Γεωγραφίας και ο κόσμος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένα ισότροπο επίπεδο πεδίο, εξακολουθούν να υφίστανται ιδιαιτερότητες. Αυτές επιτρέπουν κατ’ αναλογία αντίστοιχες αρχιτεκτονικές προσεγγίσεις που τις αξιοποιούν. Η εμμονή των αρχιτεκτονικών προσεγγίσεων με τοπικό χαρακτήρα, που εμφανίζεται κατά την άποψή τους διαχρονικά ήδη από την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και συνεχίζεται έως τη σημερινή φάση της γενικευμένης παγκοσμιοποίησης, εκφράστηκε με δύο τρόπους: είτε με την αντίθεση στους γενικευμένους τυπικούς κανόνες της κλασικής αρχιτεκτονικής και αντίστοιχα πιο πρόσφατα του μοντερνισμού και μεταμοντερνισμού, είτε εναλλακτικά με την αξιοποίηση και την αποδοχή της ιδιαίτερης ταυτότητας κάθε περιοχής. Αυτή η προοπτική έκφρασης του τόπου, πάνω από όλα, σήμερα οφείλει να δίνει προτεραιότητα στον περιβαλλοντικό σχεδιασμό και στην οικολογία.

Αξιοποιώντας το πλαίσιο που αναπτύχθηκε στα έργα τους σχετικά με τον κλασικό κανόνα, τον κριτικό τοπικισμό και τη δημιουργικότητα του σχεδιασμού, από το 1990 οι Τζώνης και Lefaivre έχουν δώσει διαλέξεις και έχουν συγγράψει πολλά βιβλία, αναλύοντας και σχολιάζοντας τη σύγχρονη αρχιτεκτονική παραγωγή και τη συμβολή των σύγχρονων αρχιτεκτόνων. Μερικά από αυτά είναι «Η Αρχιτεκτονική στην Ευρώπη από το 1968: Μεταξύ μνήμης και επινόησης», «Η Αρχιτεκτονική στη Βόρεια Αμερική από το 1960», «Aldo van Eyck, ανθρωπιστής επαναστάτης», καθώς και αρκετά βιβλία για το έργο του Santiago Calatrava. 


Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχει σημαντική εννοιολογική διαφορά γύρω από την τοπική αρχιτεκτονική με την έννοια της ανώνυμης παραδοσιακής της έκφρασης ή από τις παλιότερες αλλά και σύγχρονες έντεχνες αναβιώσεις μορφών με σωβινιστικό χρώμα στο πλαίσιο των αποπειρών υιοθέτησης μιας επιλεγμένης εθνικής έκφρασης. Η χρήση της ιδέας του κριτικού τοπικισμού απόκτησε ελαφρά διαφορετική χροιά από τον ιστορικό – θεωρητικό της αρχιτεκτονικής Kenneth Frampton, που τον χαρακτηρίζει ως αρχιτεκτονική της αντίστασης με φαινομενολογική προσέγγιση προσδίδοντας έμφαση στην τεκτονική μορφή και όχι στη σκηνογραφία, ενώ ταυτόχρονα εδράζεται στην τοπογραφία, το κλίμα, το φως και την υφή. Το έργο νεότερων ιστορικών όπως ο William Curtis εστιάζει στο ρόλο της προσωπικότητας των αρχιτεκτόνων δημιουργών και υιοθετεί μιαν ανανεωμένη επανεκτίμηση της τοπικής ταυτότητας και ποικιλίας. Από τις ενδεικτικές αυτές αναφορές γίνεται φανερή η γενικότερη απήχηση και η πολλαπλότητα της προσέγγισης του κριτικού τοπικισμού, που πηγάζει από την αρχική σύλληψη που εισηγήθηκαν οι Τζώνης και Lefaivre.

Επιπλέον από τα βιβλία, ο Τζώνης έχει δημοσιεύσει πάνω από 350 άρθρα για την αρχιτεκτονική θεωρία, ιστορία και μεθοδολογία σχεδιασμού, τα περισσότερα σε συνεργασία με τη Liane Lefaivre. Επίσης, για να προκαλέσει δημόσιο διάλογο για τα προβλήματα που αφορούν τη θεωρία του σχεδιασμού, τη δημιουργικότητα και την περιβαλλοντική κρίση, ο Τζώνης έχει οργανώσει πολλά μεγάλα διεθνή συμπόσια.

Αναφέρω επίσης, καθώς μας αφορά ειδικότερα, το βιβλίο για την Ελλάδα στη σειρά «Μοντέρνες αρχιτεκτονικές στην ιστορία», έκδοση του 2013, που διερευνά τα μοντερνιστικά οράματα των Ελλήνων αρχιτεκτόνων και τις αναθεωρήσεις τους, ενταγμένα στο εθνικό τους πλαίσιο. 


Αλέξανδρος Τζώνης, Άλκηστης Ρόδη

Εδώ ο Αλέξανδρος Τζώνης συνεργάστηκε με τη συνάδελφό μας στο Πανεπιστήμιο Πάτρας, Άλκηστη Ρόδη, η οποία είχε εκπονήσει τη διατριβή της στο DKS του Delft. Η περίπτωση της Ελλάδας προσφέρεται ιδιαίτερα για εμβαθύνσεις σχετικά με την προβληματική των σχέσεων μεταξύ των παγκόσμιων και τοπικών προσεγγίσεων, καθώς και για τα όρια ή τις δυνατότητες υιοθέτησης των διεθνών προτύπων σε ένα βαλκανικό πλαίσιο. Οι εξαιρετικά πλούσιες και διακριτές αρχιτεκτονικές παραδόσεις του ελληνικού χώρου συνθέτουν ένα παλίμψηστο, όπου οι εγγραφές της καθ’ ημάς Ανατολής εκφράζονται συνειδητά ή άτυπα. Δυστυχώς, μάλλον πρέπει να αποδεχθούμε ότι ο χαρακτηρισμός των συγγραφέων «Αλκυονίδες ημέρες» για τη σύντομη γόνιμη μεταπολεμική περίοδο, οριοθετεί εύστοχα τα επιτεύγματα και τις συναρτήσεις του δημιουργικού εκσυγχρονισμού μιας νεοελληνικής αρχιτεκτονικής άνοιξης που τερματίστηκε με τη δικτατορία του 1967, όρια που δεν φαίνεται ότι έχουν ξεπεραστεί ως σήμερα.

Από το 2015 ο Τζώνης και η Lefaivre μετέφεραν τη βιβλιοθήκη και τα αρχεία τους στο Παρίσι, όπου συνεχίζουν να γράφουν και να προετοιμάζουν διαλέξεις, ανταποκρινόμενοι στις προσκλήσεις που λαμβάνουν από όλο τον κόσμο. Ασχολούνται επίσης με την οργάνωση του αρχείου και των συλλογών εγγράφων τους.


Το τελευταίο τους φετινό βιβλίο (2017) με τίτλο «Οι εποχές της Δημιουργικής Καταστροφής», συγκεντρώνει και σχολιάζει μια συλλογή δικών τους κειμένων που διατυπώθηκαν στα χρόνια που ακολούθησαν το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, μια περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας κατά την οποία γεννήθηκαν εξαιρετικά κτίρια και πόλεις αναπτύχθηκαν εκρηκτικά. Ταυτόχρονα υπήρξε και μια περίοδος απρόσμενων, ανεπανόρθωτων καταστροφών, οικολογικών και κοινωνικών.

Αγαπητέ Αλέξανδρε/Αλέκο Τζώνη.

Προσπάθησα να εκφράσω, με το δικό μου ατελή τρόπο, τους λόγους για τους οποίους το έργο σου είναι σημαντικό για την κατανόηση της αρχιτεκτονικής έκφρασης, τα δεδομένα για τα οποία πέρα από την αρχιτεκτονική, εκτιμώ ότι σε αναγορεύουν ως διακεκριμένο διανοητή των καιρών μας. Αυτός ο έπαινος δεν είναι εύκολος. Για να στοχάζεται κανείς πάνω στην αρχιτεκτονική δημιουργία πρέπει να παραμένει δεκτικός στο μοντέρνο και στο σύγχρονο. Η ματιά του πρέπει να είναι ανοιχτή αλλά κριτική. Ίσως η πρωταρχική εικαστική και ουμανιστική παιδεία βοηθά σε αυτό. Πολλοί αντιλαμβάνονται τις έννοιες της μοντερνικότητας και των τρεχουσών μετανεωτερικών τάσεων ως πολεμικά σύμβολα για τη σύγκρουση με τον παλιό κόσμο. Εκτιμώ ότι για τον Τζώνη το σύγχρονο αρχιτεκτονικό έργο δεν αποτελεί ένα στατικό φετίχ, σε μία εύκολη αντιπαράθεση με το παρελθόν, αναζητώντας αυτάρεσκα την πρωτοτυπία. Ο στοχασμός και η κριτική για τη σύγχρονη αρχιτεκτονική εμπεριέχει τη δυσκολία παρακολούθησης των αέναων αλλαγών του χρόνου, όχι μόνο στο επίπεδο της μεγάλης Ιστορίας με τις μεταλλάξεις του κλασικού κανόνα, αλλά και της μικρής ιστορίας. Η τελευταία εστιάζεται στην τεκμηρίωση και την ανάλυση συγκεκριμένων αρχιτεκτονικών έργων και προσωπικοτήτων αρχιτεκτόνων – δημιουργών σε σχέση με το ιδιαίτερο πολιτισμικό περιβάλλον που το επηρεάζει. 

Συνοψίζοντας, θέλω να υπογραμμίσω ότι η συνεισφορά σου ως αρχιτέκτονα, ερευνητή, δασκάλου και συγγραφέα είναι πολυσχιδής και εξαιρετική. Μπορούμε να διακρίνουμε 4 παράλληλες διακριτές κατευθύνσεις στο έργο σου: 

· τη συμβολή σου στη μελέτη της μεθοδολογίας του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού από την ιστορική της διάσταση ως την εισαγωγή των σύγχρονων συστηματικών προγραμμάτων και των νέων εργαλείων. 

· την εκτεταμένη εγκυκλοπαιδική έρευνα, ταξινόμηση, αξιοποίηση, σχολιασμό και δημοσίευση σε πολύτομα έργα αρχείων και έργων μεγάλων αρχιτεκτόνων του 20ου και 21ου αιώνα

· την αναθεώρηση και ριζική ανανέωση της αντίληψης που έχουμε για την κλασική αρχιτεκτονική, με την αναδιατύπωση του κανόνα της, ως εργαλείου οργάνωσης του χώρου και την υπογράμμιση των διαχρονικών χαρακτήρων της που κληρονομήθηκαν στα νεότερα και σύγχρονα κινήματα.

· τη διατύπωση της θεωρίας του κριτικού τοπικισμού για να εκτιμηθούν οι ιδιαίτερες γεωγραφικές και πολιτισμικές διαστάσεις αρχιτεκτονικών έργων που δεν απορρίπτουν την ποικιλομορφία και την περιφερειακή έκφραση σε αντίθεση με τις τυπικές και επίπεδες λύσεις που επικρατούν την εποχή της παγκοσμιοποίησης.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το εύρος με το οποίο προσεγγίζονται οι παραπάνω κατευθύνσεις με πολυπολιτισμική προσέγγιση, ομαδική εργασία, έρευνα και διδασκαλία. Αυτή προκύπτει από την κοσμοπολίτικη παιδεία και τις εμπειρίες ενός αρχιτέκτονα με ενδιαφέροντα που εκτείνονται σε θέματα τέχνης, ιστορίας, γεωγραφίας, επιστημολογίας, κοινωνιολογίας και εναλλακτικής πολιτικής με την ευρεία έννοια. 

Αυτές οι παράμετροι της διεπιστημονικότητας και της καινοτομίας έχουν ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα και για το Α.Π.Θ. το οποίο στα 90+ χρόνια λειτουργίας του δημιούργησε ένα νέο κέντρο ελληνικής παιδείας, διαφοροποιημένο από την περισσότερο παγιοποιημένη παράδοση του πανεπιστημίου των Αθηνών. Ένας από τους βασικούς λόγους που προτείνουμε την απονομή του τίτλου του επίτιμου διδάκτορα του πανεπιστημίου μας στον Αλέξανδρο Τζώνη, είναι για το γεγονός ότι ως σύγχρονος Έλληνας αρχιτέκτονας της διασποράς με την ευρεία προσέγγισή του για την κλασική αρχιτεκτονική, έδωσε το έναυσμα για μια ανανεωμένη στροφή προς το ελληνικό πνεύμα, το μέτρο, τις αναλογίες και την ποίηση, που συνδέουν τον αρχαίο με τον μοντέρνο κόσμο. 

Παράλληλα, με την αναγνώριση και ανάδειξη της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής έκφρασης της περιφέρειας, με τη συνειδητοποίηση της ανάγκης προσαρμογής των σχεδιασμένων χώρων στον τόπο, στο κλίμα και στον πολιτισμό, υπήρξε ένας από τους προπομπούς της σύγχρονης περιβαλλοντικής και οικολογικής προσέγγισης της αρχιτεκτονικής. Η στάση του αυτή, με το κύρος της ακαδημαϊκής του θέσης και της παρουσίας του ως πολίτη του κόσμου δημιουργεί δυνατότητες εναλλακτικής τοπικής έκφρασης. Έτσι, ανοίγεται ίσως ένα παράθυρο που παρέχει νέες δυνατότητες αντίστασης σε ένα ασφυκτικά τυποποιημένο και ιδρυματικό παγκόσμιο πλαίσιο, αποφεύγοντας παράλληλα τους κινδύνους του μικροπολιτικού σωβινισμού που συχνά προκύπτουν σε αυτές τις προσεγγίσεις. 


Νίκος Καλογήρου
Καθηγητής Αρχιτεκτονικού και Αστικού Σχεδιασμού
Τμήμα Αρχιτεκτόνων Π.Σ. Α.Π.Θ.


 




1.

ΤΕΛΕΤΗ ΑΝΑΓΟΡΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΤΟΥ Α.Π.Θ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΩΝ. ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ ΣΕ ΕΠΙΣΗΜΟ ΔΙΔΑΚΤΟΡΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΡΑΚΗΣ


ΕΠΑΙΝΟΣ ΤΟΥ ΤΙΜΩΜΕΝΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ 
Ν. ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΟΥ ΕΙΣΗΓΗΤΗ ΚΑΘΗΓΗΤΗ Ν. ΛΙΑΝΟΥ,
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑΣ ΡΥΘΜΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ ΑΡΧ/ΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ – Δ.Π.Θ.


Ο ομότιμος καθηγητής της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών κ. Νικόλαος Μουτσόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς αρκαδικής καταγωγής. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, έχοντας σπουδαίους δασκάλους όπως τον Πικιώνη, τον Χατζηκυριάκο – Γκίκα, τον Ορλάνδο, τον Εγγονόπουλο, τον Τσαρούχη, τον Παναγιώτη Μιχελή και άλλους. 

Στη συνέχεια σπούδασε Θεολογία στο ΑΠΘ, ενώ τις σπουδές του στη Βυζαντινή Ιστορία και Τέχνη καθώς και στην αναστήλωση και οργάνωση μουσείων συνέχισε με υποτροφία στη Γαλλία, όπου παρακολούθησε στη Σορβόννη τους σπουδαίους βυζαντινολόγους, καθηγητές Paul Lemerle και Andre Grabar.
Στη συνέχεια υπέβαλε στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο διδακτορική διατριβή με θέμα «Η αρχιτεκτονική των Εκκλησιών και των Μοναστηριών της Γορτυνίας», η οποία βαθμολογήθηκε με άριστα.

Το 1958 εξελέγη παμψηφεί Τακτικός Καθηγητής στην έδρα Αρχιτεκτονικής Μορφολογίας και Ρυθμολογίας στη νεοσύστατη Αρχιτεκτονική Σχολή του ΑΠΘ, όπου δίδαξε για περισσότερα από 35 χρόνια, ενώ διετέλεσε διευθυντής του αντίστοιχου Εργαστηρίου καθώς και του Μουσείου Αρχιτεκτονικής του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ. 

Όταν ήρθε στη Θεσσαλονίκη από την Αθήνα, αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στη μελέτη της περιοχής και των μνημείων της. Λόγω της ιδιαίτερα αναπτυγμένης επιστημονικής ευσυνειδησίας του, θεώρησε υποχρέωση του να τα γνωρίσει σε βάθος και συνδέθηκε απόλυτα με την πόλη και την ευρύτερη περιοχή, σε βαθμό μάλιστα που μπορούμε να πούμε ότι υπήρξε απόλυτα ταυτισμένος με την αρχιτεκτονική επιστήμη του βορειοελλαδικού χώρου. 

Στα πλαίσια της εκπαιδευτικής του δραστηριότητας, δημιούργησε Αρχείο Αρχιτεκτονικών Σχεδίων και Μουσείο Αρχιτεκτονικών Προπλασμάτων, με χαρακτηριστικά παραδείγματα της παραδοσιακής βορειοελλαδικής αρχιτεκτονικής, η αξία των οποίων σήμερα είναι ανεκτίμητη, εξαιτίας της ακρίβειας της αποτύπωσης και γενικότερα της καταγραφής, αλλά και επειδή τα περισσότερα από αυτά τα κτήρια (αγροτικά, αστικά και εκκλησιαστικά) δεν υφίστανται πλέον, δηλαδή έχουν καταστραφεί.

Συγκλητικός, Κοσμήτορας, Πρόεδρος του Τμήματος, είναι κάποιοι μόνο από τους τίτλους που τον συνόδευσαν κατά τη μακρόχρονη ακαδημαϊκή του πορεία. 

Παράλληλα, υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Διεθνούς και του Ελληνικού Τμήματος του ICOMOS, του οποίου μάλιστα διετέλεσε και Πρόεδρος μέχρι το 1981, καθώς και του Ελληνικού Τμήματος του Διεθνούς Ινστιτούτου Φρουρίων και Πύργων.

Υπήρξε επί σειρά ετών Πρόεδρος και Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ.
Συνέβαλε καθοριστικά στην ίδρυση του Λαογραφικού και Εθνολογικού Μουσείου της Μακεδονίας και Θράκης, καθώς μερίμνησε ο ίδιος για την αναστήλωση του αρχοντικού Αδοσίδη.

Διοργάνωσε πολλά Διεθνή Συνέδρια με θέμα την Αρχιτεκτονική των Βυζαντινών Μνημείων της Μακεδονίας και τα μοναστήρια του Αγίου Όρους, ενώ ο ίδιος έλαβε μέρος σε τουλάχιστον 150 επιστημονικά συνέδρια. Έδωσε διαλέξεις σχετικές με το αντικείμενο των επιστημονικών του ερευνών και κυρίως με τα Βυζαντινά και Μεταβυζαντινά Αρχιτεκτονικά Μνημεία (Φρουριακής, Εκκλησιαστικής και Παραδοσιακής Αρχιτεκτονικής) με τα οποία ασχολήθηκε ιδιαίτερα αλλά και με θέματα, που αφορούσαν τη βυζαντινή Τέχνη και Ιστορία.

Υπήρξε Πρόεδρος της Ελληνικής Επιστημονικής Εταιρείας, η οποία διατηρεί δύο Ανοιχτά Πανεπιστήμια και είχε την ευθύνη του Τομέα Ιστορίας, Τέχνης και Αρχαιολογίας.

Συνολικά συνέγραψε και δημοσίευσε περισσότερες από 500 μονογραφίες, επιστημονικά άρθρα και μελέτες.

Διενήργησε επιστημονικές έρευνες και ανασκαφές σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, οι σημαντικότερες από τις οποίες είναι: 
α) στην περιοχή της Όχης και των Στύρων της Εύβοιας για τη μελέτη των «δρακόσπιτων», β) στο γειτονικό Παγγαίο για τον εντοπισμό των μεσαιωνικών ακιδογραφημάτων, 
γ) στο Δισπηλιό Καστοριάς για την έρευνα του νεολιθικού λιμναίου οικισμού, 
δ) σε νησιά του ΒΑ Αιγαίου αλλά και στα Δωδεκάνησα για την επισήμανση προϊστορικών θέσεων και μνημείων. 
Αξίζει δε να αναφερθεί ιδιαίτερα, ο εντοπισμός και η μελέτη μεγαλιθικών μνημείων, ιδίως μενχίρ και ντολμέν σε διάφορες περιοχές της χώρας, από τη Νάξο μέχρι τη Μάνη. 

Για πολλά χρόνια μελέτησε την εκκλησιαστική αρχιτεκτονική του νομού της Φλώρινας και ιδιαίτερα τα βυζαντινά μνημεία της Πρέσπας. Τα αποτελέσματα των ερευνών και των ανασκαφών στη Βασιλική του Αγίου Αχιλλείου, δημοσιεύθηκαν σε αυτοτελή τόμο με τίτλο «Η Βασιλική του Αγίου Αχιλλείου στην Πρέσπα». Χάρη στην έρευνα αυτή, ταυτοποιήθηκαν τα οστά των κιβωτιόσχημων τάφων, που βρέθηκαν μέσα στο ναό με τα οστά του Αγίου Αχιλλείου, καθώς και του βούλγαρου τσάρου Σαμουήλ και της οικογένειάς του.

Χαρακτηριστική επίσης είναι η συμβολή του στην καταγραφή των βυζαντινών εκκλησιών της Β. Ελλάδας, αλλά και στον εκ νέου καθορισμό της χρονολόγησης τους.

Η Μονογραφία με τίτλο: «Οι Εκκλησίες της Καστοριάς από τον 9ο μέχρι τον 11ο αιώνα», εξετάζει διεξοδικά την τυπολογική και μορφολογική εξέλιξη των εκκλησιών, σ’ αυτό το κατεξοχήν βυζαντινό καλλιτεχνικό κέντρο της Δυτικής Μακεδονίας.

Στον οχυρωμένο βυζαντινό οικισμό στο λόφο της Μυγδονικής Αρέθουσας, της σημερινής Ρεντίνας, οι ανασκαφές τις οποίες διηύθυνε για περισσότερο από 20 χρόνια, έφεραν στο φως ευρήματα από τη νεολιθική εποχή μέχρι την ύστατη βυζαντινή περίοδο. 

Αξίζει επίσης να γίνει μνεία σε μια άλλη σπουδαία μελέτη του καθηγ. Μουτσόπουλου, που αφορά την ελληνική κατοικία. Στο βιβλίο «Η αρχιτεκτονική προεξοχή- Το Σαχνισί. Συμβολή στη μελέτη της Ελληνικής κατοικίας», με βάση αυτό το ιδιαίτερα συχνό μορφολογικό στοιχείο της μεταβυζαντινής λαϊκής αρχιτεκτονικής, γίνεται μια ολοκληρωμένη παρουσίαση της παραδοσιακής ελληνικής κατοικίας. 

Ασχολήθηκε επίσης με την τεκμηρίωση της ύπαρξης του ελληνισμού και έχει καταγράψει ελληνικά κάστρα, σ´ όλο το χώρο των Βαλκανίων.
Στην υπό έκδοση μελέτη και καταγραφή των 1000 περίπου άγνωστων οχυρών οικισμών και κάστρων της ανώτατης περιοχής του Ιλλυρικού, από το Δούναβη μέχρι τη Θεσσαλία, πρόκειται να συμπεριληφθούν, σε τρεις πολυσέλιδους τόμους, τα Κάστρα και Πολιτείες της Άνω Μακεδονίας, της Κεντρικής Μακεδονίας και του Ανατολικού Ιλλυρικού.

Άλλο μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή του υπήρξε η νεότερη λαϊκή αρχιτεκτονική παράδοση, έχοντας ως στόχο αφενός τη συστηματική διερεύνηση, τον εντοπισμό και τη μελέτη των οικισμών και των αρχοντικών που διασώζονται και αφετέρου την προβολή της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, με σκοπό την αναβίωση και διάσωση των ιστορικών οικισμών της χώρας. 

Ασχολήθηκε συστηματικά και πολλές φορές μάλιστα πάλεψε με επιμονή για τη διατήρηση της φυσιογνωμίας των παραδοσιακών οικισμών, όπως για παράδειγμα της παλιάς πόλης του Ρεθύμνου, απέναντι στην αλλοίωση της οποίας στάθηκε «φράγμα», για να δανειστούμε μια έκφραση ενός άξιου μαθητή του.

Ταυτόχρονα και ως μάχιμος αρχιτέκτων εκπόνησε πολυάριθμες αρχιτεκτονικές μελέτες, μεταξύ των οποίων την μελέτη του Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών στην Ιερά Μονή Βλατάδων στη Θεσσαλονίκη και υπήρξε υπεύθυνος για την αναστήλωση του Ναού της Αναστάσεως στην Ιερουσαλήμ.

Είναι μέλος της Academia Ponteniana της Νεαπόλεως, της Ακαδημίας Επιστημών της Βουλγαρίας και επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Σόφιας και του Πανεπιστημίου του Βελίκο Τίρνοβο.



Η δική μου πάντως πρώτη επαφή με το έργο του καθηγητή κ. Ν. Μουτσόπουλου προέκυψε το 1974, μέσω του Ιταλού καθηγητή στο μάθημα της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής του Πανεπιστήμιου της Ρώμης κ. Claudio Tiberi (γνωστού από τις μελέτες του για το Ερέχθειο), που μου υπέδειξε τις δημοσιεύσεις του τιμώμενου σήμερα καθηγητή.
Τα τελευταία χρόνια, στα πλαίσια του Εργαστηρίου Θεωρητικής και Πρακτικής Αποκατάστασης Ιστορικών Κτηρίων που πραγματοποιεί το Εργαστήριο Μορφολογίας-Ρυθμολογίας του ΤΑΜ/ΔΠΘ κάθε χρόνο στον Πεντάλοφο Βοίου, ο κ. Μουτσόπουλος είναι πάντα παρόν και τιμά με την παρουσία του την έναρξη των εργασιών.

Η ιδέα μου, για την ανακήρυξη του κ. Μουτσόπουλου ως επίτιμου διδάκτορα του Τμήματος μας, προήλθε όταν στη διάρκεια συνεδρίου στην Αδριανούπολη το 2014, αφιερωμένου στη μνήμη του αρχιτέκτονα Σινάν, ο Τούρκος συνάδελφος Nevzat Ilhan με ρώτησε τι κάνει ο κ. Μουτσόπουλος. Στην αφελή μου ερώτηση αν τον γνωρίζει, μου απάντησε ότι ο κ. Μουτσόπουλος είναι για τη γενιά του «hoca», δηλαδή ο δάσκαλος.

Κατά σύμπτωση επιστρέφοντας στην Ξάνθη, ο τότε πρόεδρος του Τμήματός μας καθηγ. κ. Προφυλιδης, ζήτησε να προτείνουμε προσωπικότητες από το χώρο της αρχιτεκτονικής, προκειμένου να επιλεγούν οι υποψήφιοι επίτιμοι Διδάκτορες. 

Έτσι η πρόταση, που υπέβαλα το 2014 και ολοκληρώνεται με τη σημερινή τελετή, σκοπό έχει να τιμήσει τον κ. Νικόλαο Μουτσόπουλο για τα 65 χρόνια δημιουργικής συνεισφοράς του στην αρχιτεκτονική παράδοση, καθώς και για την άοκνη ενασχόληση του με το αρχιτεκτονικό γίγνεσθαι αυτού του τόπου.

Εξάλλου σύμφωνα με τη διεθνή ακαδημαϊκή πρακτική, ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα είναι ή ύψιστη τιμή, που μπορεί να απονείμει ένα πανεπιστήμιο σε πρόσωπα, τα οποία έχουν καταξιωθεί στην επιστημονική περιοχή, που θεραπεύει το κάθε τμήμα. 

Αξίζει επί πλέον να αναφερθεί, ότι είναι η πρώτη φορά, που το Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Δ.Π.Θ., απονέμει την ύψιστη αυτή ακαδημαϊκή διάκριση σε εξέχοντα επιστήμονα της αρχιτεκτονικής. 

Ταυτόχρονα το ΔΠΘ είναι και το πρώτο πανεπιστημιακό ίδρυμα της χώρας, που τιμά τον καθηγητή κ. Μουτσόπουλο με αυτό τον τίτλο, διότι είναι καθοριστική η προσφορά του στη διαμόρφωση της αρχιτεκτονικής και ιστορικής σκέψης στη χώρα μας, μια και ως ανεξάντλητος και ανήσυχος δάσκαλος και ερευνητής, άφησε βαθιά χαραγμένη την επιστημονική και προσωπική του σφραγίδα, σε πολλές γενιές μαθητών του.

Ο Νικόλαος Μουτσόπουλος, ακούραστος μέχρι και σήμερα εργάτης του πνεύματος, της ιστορίας της τέχνης και της αρχιτεκτονικής παράδοσης, ξόδεψε μεγάλο μέρος της ζωής και της επιστημονικής γνώσης του στην αναζήτηση, την καταγραφή, τη μελέτη και την ανάδειξη των παραδοσιακών μνημείων, όχι μόνο της Μακεδονίας και της Ελλάδας, αλλά και των Βαλκανίων και της Μεσογείου ευρύτερα.

Κεντρικό ρόλο στη διδασκαλία του, διαδραμάτισε η παραδοσιακή αρχιτεκτονική, στην
οποία αφοσιώθηκε επί δεκαετίες, αν και το “μάθημα της παράδοσης” είναι σήμερα αρκετά περιθωριοποιημένο για τους φοιτητές των αρχιτεκτονικών σχολών της χώρας. Διαρκής επιδίωξη του ήταν να εμπνεύσει στους φοιτητές του το σεβασμό στις γνώσεις και την εμπειρία των παλιών μαστόρων, ως προϋπόθεση για σύγχρονες δημιουργίες. 

Άνθρωπος – Φαινόμενο κατά τον Π. Θεοδωρίδη, ο καθηγητής που σκιτσάριζε με την ψυχή του την ίδια, δάσκαλος των δασκάλων κατά το Πολυνείκη Αγγέλη, είναι μόνο κάποιες από τις φράσεις που χαρακτηρίζουν τον κ. Μουτσόπουλο.

Ολοκληρώνοντας, θα ήθελα ν’ αναφέρω ότι ο καθηγ. Μουτσόπουλος ανήκει στην ξεχωριστή και σπάνια πλέον κατηγορία των λογίων ανθρώπων και ίσως αποτελεί μάλιστα τον τελευταίο από τους μεγάλους αρχιτέκτονες- ιστορικούς αρχαιολόγους, μαζί με τον Ορλάνδο και τον Τραυλό, τους οποίους χαρακτηρίζει όχι μόνο η καλλιέργεια και οι γνώσεις στο συγκεκριμένο επιστημονικό πεδίο, αλλά και η ευρυμάθεια, η σοφία και κυρίως η συνεχής αναζήτηση και η αγάπη για την έρευνα. 

Δάσκαλε, σ’ ευχαριστούμε για όλα όσα μας δίδαξες, για την προσφορά σου στη γνώση και την επιστήμη της αρχιτεκτονικής και σου ευχόμαστε να είσαι πάντα γερός και να συνεχίζεις το δημιουργικό σου έργο. 

Νικόλαος Απ. Λιανός Ph.D., MSc.,
Καθηγ. Τμήμα Αρχ/νων Μηχ/κων
Δημοκρίτειο Παν. Θράκης








No comments :

Post a Comment