Friday, April 28, 2017



ARISTIDE ANTONAS 
"ARCHIPELAGO OF PROTOCOLS"

ένα corpus 
 αναζητήσεων  για την Αθήνα


Αριστείδης Αντονάς

Παρακολουθώ επί χρόνια τις τολμηρές και εικαστικά ελκυστικές προσεγγίσεις του Αριστείδη Αντονά μέσα από αποσπασματικές δημοσιεύσεις, βραβεία σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, εκδόσεις, θεατρικές παραστάσεις και εκθέσεις, που κατά καιρούς ήδη έχω δημοσιεύσει. Ο Αντονάς άλλοτε με αιφνιδιάζει, άλλοτε με γοητεύει και άλλοτε παραμένω αμήχανος μπροστά στις ρηξικέλευθες επιλογές του.


Αυτή την φορά μίλησα πρόσφατα μαζί του σχετικά με την νέα έκδοση με τίτλο «Archipelago of Protocols», που πραγματοποιήθηκε στην Βαρκελώνη και προλογίζει η συγγραφέας και καθηγήτρια στο Yale Keller Eastering.
Σύντομα το βιβλίο αυτό ήρθε στα χέρια μου μέσω του Δημήτρη Φιλιππίδη, αφού προηγουμένως ο Φιλιππίδης είχε δημοσιεύσει σχετική κριτική στην Εφημερίδα των Συντακτών (8-9 Απριλίου 2017).

Πρόκειται για μία σύνοψη πέντε σχεδιαστικών προτάσεων για συγκεκριμένα σημεία της Αθήνας, που διέπονται από αντίστοιχα "πρωτόκολλα", όπως τα ονομάζει ο Αντονάς. 
Η σύνοψη αυτή αποκτά ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον σε σχέση με την κατά καιρούς αποσπασματική διατύπωση αυτών των προτάσεων στο παρελθόν. Πρόκειται για ένα ελκυστικό corpus, με συνδυασμούς από αντισυμβατικά ασπρόμαυρα φωτορεαλιστικά και προοπτικά σχέδια υψηλής αισθητικής με μια σαφή και συγκροτημένη άποψη και μια εξαιρετικής ποιότητας ιδιότυπη ταυτότητα. 

Στην συνέχεια παραθέτω το κείμενο του Δημήτρη Φιλιππίδη, όπως ακριβώς δημοσιεύτηκε με δική μου πρόσθετη εικονογράφηση, με τίτλο: 


Πώς διαχειριζόμαστε την έρημο…
του Δημήτρη Φιλιππίδη

Κριτική στην Εφημερίδα των Συντακτών
(8-9 Απριλίου 2017)
για το βιβλίο του Αριστείδη Αντονά με τίτλο 
«Archipelago of Protocols»

Δημήτρης Φιλιππίδης
Από το Weak Monumental Square, p.79

Ο Αριστείδης Αντονάς είναι γνωστός για τα ρηξικέλευθα λογοτεχνικά και θεατρικά έργα του και για τις ιδιότυπες προτάσεις του σε διαγωνισμούς αστικού σχεδιασμού. Εχοντας ήδη γνωρίσει εντυπωσιακή διάδοση διεθνώς, το τελευταίο βιβλίο του ετοιμάζεται τώρα για δεύτερη έκδοση. Ο ίδιος, με σπουδές Αρχιτεκτονικής και Φιλοσοφίας, μοιρασμένος ανάμεσα στην Ελλάδα και το εξωτερικό, δραστηριοποιείται σε μια σπάνια σύζευξη ρόλων, που φέρνει σε αμηχανία όσους θελήσουν να βρουν ποιος είναι ο επικρατέστερος.

Από το Shared Terraces p. 25

Ο ίδιος αποκλείει τέτοιου είδους κατατάξεις, λέγοντας ότι τα είδη έκφρασης είναι γι’ αυτόν αλληλένδετα και ότι γράφοντας σχεδιάζει και το αντίστροφο. Εκεί διαφέρει ριζικά από τους τυπικούς «οραματιστές» της εποχής μας.

Η δυσκολία κατάταξης του Αντονά οφείλεται στην ιδιαιτερότητα της πορείας που έχει χαράξει με θαυμαστή συνέπεια, έστω με ενδιάμεσους δισταγμούς και επιφυλάξεις, όπως ο ίδιος παραδέχεται. Η στάση του θέτει ερωτήματα σχετικά με τις προθέσεις του και τις μεθόδους που χρησιμοποιεί, με τη συνειδητή επιλογή εκ μέρους του σχεδιαστικών προτάσεων με ιδιαίτερη οπτική, και με τους λόγους που έχει επιλέξει την Αθήνα ως «πειραματόζωο». Σχετικά με το τελευταίο ζήτημα, ο Αντονάς θεωρεί ότι η Αθήνα της Κρίσης διαθέτει παραδειγματική αξία επειδή δείχνει τι θα συμβεί σε μια εφησυχασμένη Ευρώπη στο άμεσο μέλλον.

Από το  Shared Terraces p. 26-27

Στο βιβλίο του τώρα περιλαμβάνονται πέντε (σχεδιαστικές) προτάσεις για συγκεκριμένα σημεία αστικής κλίμακας της Αθήνας και, επιπλέον, μια έκτη που τις συνοψίζει στο τέλος. Τα παραδείγματα αυτά διέπονται προσχηματικά από μια αυστηρή διαδικασία κανόνων λειτουργίας νομικίστικης μορφής που ονομάζονται «πρωτόκολλα», όρος με τεράστια διάδοση στις μέρες μας. Πρόκειται για όρους παιχνιδιού που συνομολογούνται από όσους συμμετέχουν σε κάθε τέτοιο «σενάριο». Με άλλα λόγια, η πρόταση δεν συνιστά επέμβαση στον αστικό χώρο, όπως συνηθίζεται από πολεοδόμους-αρχιτέκτονες.


Από το "The Trench and the Arcade" p. 133

Από το Shared Terraces p. 30-31

Ο χώρος επίτηδες αφήνεται στην κατάσταση που βρίσκεται, οπότε η πρόταση συνιστά την καταρχήν οργανωτική επέμβαση στην κοινωνική ομάδα που επιλέγει να τον κατοικήσει, προσφέροντας την ελάχιστη δυνατή υλική υποδομή που θα επιτρέψει κάτι τέτοιο. Οπότε κάθε μέλος της ομάδας δεσμεύεται να συμπεριφερθεί ως μέρος συνόλου που διέπεται από συνθήκες ισορροπίας μεταξύ ελευθερίας και δέσμευσης.


Από το Open Air Ofifice
Ετσι στήνεται ένας έλλογος, ιδανικός κοινωνικός πυρήνας σε μικρογραφία, ικανός να διαχειριστεί τον συγκεκριμένο δημόσιο χώρο με συνέπεια και αποτελεσματικότητα.

Κάθε μία από τις προτάσεις συνοδεύεται από ελάχιστο εισαγωγικό κείμενο, ενώ η υπόλοιπη παρουσίασή της γίνεται με πολλές, εξαιρετικής ποιότητας και ευαισθησίας εικαστικές παραστάσεις. Αν και χρησιμοποιεί τα διαθέσιμα εργαλεία σχεδιασμού για να επικοινωνήσει με τον αναγνώστη του, ο Αντονάς δεν ακολουθεί συμβατικούς τρόπους παρουσίασης.

Από το  Bloom' s Room, p. 218-19

Καθώς το βιβλίο του μάλλον κρύβει παρά φανερώνει τις προθέσεις του, ψήγματα μιας εξήγησης υπάρχουν στη συζήτησή του με τον A. Rumpfhuber (ένα από τα έξι ένθετα κείμενα του βιβλίου) και κυρίως σε παλιότερη διαθέσιμη στο διαδίκτυο συνέντευξή του (2015).

Στην τελευταία δήλωνε ότι απεχθάνεται τα πολύχρωμα φωτορεαλιστικά προοπτικά σχέδια που εξαπατούν. Ομολογούσε ότι δυσκολεύεται να χειριστεί σωστά το χρώμα και προτιμούσε την αφαίρεση που προσφέρει η ασπρόμαυρη εικόνα, με κολάζ που αποπνέουν μια εντελώς διαφορετική ατμόσφαιρα, χαρακτηριστική μιας μελαγχολικής στέρησης και απουσίας.Οι παραστάσεις του Αντονά είναι κάτι ανάλογο με τις βυζαντινές εικόνες.
Από το Transformable Vertical Village p.102

Επίσης, υποστήριζε ότι η δουλειά του ξεκινά από αυτό ακριβώς το σημείο: να φανταστεί τι μπορεί να γίνει κάπου, μέσα σε αυτό τον υπαρκτό ερειπιώνα που λέγεται Αθήνα, χωρίς να διαθέτει τα απαραίτητα μέσα. Ακριβώς επειδή στρέφει το ενδιαφέρον του στην κοινοκτημοσύνη των δημόσιων χώρων της πόλης, βρίσκεται κοντά στις σύγχρονες αναζητήσεις για μηδενικό οριακό κόστος, με βάση το «Διαδίκτυο των πραγμάτων», όπως το αναλύει ο Τζέρεμι Ρίφκιν, που ρητά αναφέρεται σε θεσμοθετημένα πρωτόκολλα αυτοδιαχείρισης (και) του χώρου.

Ο Αντονάς δεν είναι όμως οικονομολόγος και οι οραματισμοί του δεν επεξεργάζονται λύσεις για το ξεπέρασμα της κρίσης. Ελεγε το 2015 πως ενδιαφέρεται για ερωτήματα και όχι για τις απαντήσεις.
Από το "The Trench and the Arcade"

Δήλωνε αδυναμία να ακολουθήσει κάποιου είδους πολιτικό ακτιβισμό και αρνιόταν τις βεβαιότητες μιας παρεμβατικής στρατηγικής στον αστικό χώρο, με τους τρόπους που αυτή εφαρμόζεται σήμερα. Σεβόταν εκείνο που υπάρχει γιατί του τροφοδοτούσε τη σκέψη μέσα από μια επαναλαμβανόμενη διαδικασία αλληλεπίδρασης που θυμίζει θεατρική παράσταση.

Όπως δείχνει η τελευταία από τις έξι αποκαλυπτική πρότασή του, η «παράσταση» που στήνεται είναι μια βίαιη σκηνή ανατροπής, ένα προγραμματισμένο happening κοινωνικού πειραματισμού, αβέβαιης όμως κατάληξης. Ο Αντονάς παίζει ένα σαγηνευτικά επικίνδυνο παιχνίδι και το ξέρει. Τον ελκύει όμως η απροσδιοριστία του. Οπως άλλωστε αποδέχεται κι ο ίδιος, τα «πρωτόκολλα» δεν αποτελούν εγγύηση, μπορεί κάλλιστα να οδηγήσουν σε δεσμωτήρια χειρότερα από τα σημερινά.



Μια τολμηρή και πρωτότυπη επέμβαση στην όψη υφιαστάμενου κτιρίου του ΟΤΕ ολοκληρώνεται στην οδό Πειραιώς με μελετητές τον Αριστείδη Αντονά και το ζεύγος Δημήτρης και Σουζάνα Αντωνακάκη. Ελπίζω σύντομα να έχω την χαρά να παρουσιάσω την ολοκληρωμένη επέμβαση.



Monday, April 17, 2017




ΜΑΡΙΑ ΛΟΪΖΙΔΟΥ:

déshabillé

η ανθρώπινη φροντίδα
από τις τελετουργίες των ημερών του Πάσχα
στην εικαστική επέμβαση στου Μέντη
+
ένα κείμενο του Bertolt Brecht


Οι ημέρες του Πάσχα, που πέρασαν είναι ημέρες έντονων συναισθημάτων, για όλους όσους έχουν βιώσει τις τελετουργίες αυτών των ημερών, ιδιαίτερα στην επαρχία. Αναφέρομαι κυρίως στην όλη φροντίδα για την προετοιμασία του «τόπου», του οίκου, των εδεσμάτων, των ενδυμάτων και των υποδημάτων για την υποδοχή των ιερών αυτών ημερών και την μεγιστοποίηση της συναισθηματικής απόλαυσης. 

Από τα ιερά τροπάρια της Μεγάλης Εβδομάδας που συγκινούν, τον στολισμό του επιταφίου, τον εορτασμό της Ανάστασης μέχρι και την κορύφωση της ημέρας του Πάσχα, είναι αποκαλυπτική αυτή η μεγιστοποίηση της φροντίδας 





Μια φροντίδα που στοχεύει στην απόδοση μιας ιερότητας, μέσα από μια σειρά τελετουργίες και απλές ανθρώπινες χειρονομίες. Από τα φρεσκο-ασβεστωμένα σπίτια και τα πεζοδρόμια, μέχρι τα καλοσιδερωμένα υποκάμισα. Από τα καινούργια πασχαλινά παπούτσια μέχρι τα κολλαριστά βενετσιάνικα τραπεζομάντηλα της γιαγιάς στο γιορτινό τραπέζι. Από την βαφή των αυγών με τις χαλκομανίες και την προετοιμασία για τα τσουρέκια, μέχρι την σχολαστική τελετουργία της μαγειρίτσας και το περίτεχνο σούβλισμα του αρνιού, ραμμένο με ειδικές βελόνες κλωστές και σπάγκους. 


Με όλες αυτές τις μνήμες, από ξεχωριστές χειρωνακτικές εργασίες, που επαναλαμβάνονται και φέτος, οι πολλαπλές αυτές εκδοχές της «φροντίδας» που ξαναζωντάνεψαν αυτές τις ημέρες, εδώ στο χωριό, αυθόρμητα και αβίαστα συσχετίζονται εντός μου, με την έκθεση της Μαρίας Λοϊζίδου, που είδα πρόσφατα στην βιοτεχνία του Μέντη, που επαναλειτούργησε από το Μουσείο Μπενάκη σε Κέντρο Διατήρησης Παραδοσιακών Τεχνικών Κλωστοϋφαντουργίας, με τίτλο “déshabillé”. 


Εδώ ο επιμελητής Yves Sabourin μαζί με την εικαστικό, εργάστηκαν ως φροντιστές του χώρου, προτείνοντας εργαλεία κατανόησης της δομής της χειρωνακτικής εργασίας. 







Ξεφυλλίζοντας μάλιστα στην αυλή μας το μικρό βιβλίο που έφερα μαζί μου, που εκδόθηκε με αφορμή αυτή την έκθεση, και ανασύροντας την αίσθηση που μου άφησε η εικαστική αυτή επέμβαση της Λοϊζίδου ένοιωσα ότι υπάρχει μια έντονη συνάφεια με το κλίμα των ημερών, μέσα από αποτυπώματα και ίχνη ζωής που εκπέμπουν μια τρυφερότητα, κάτι σαν χάδι, που σπάνια σήμερα αισθανόμαστε στην εποχή των εντάσεων και των αδιέξοδων. 



Πράγματι αυτό μου έμεινε από την Λοϊζίδου, που είχα την χαρά να την ακούσω να με ξαναγεί την βραδιά των εγκαινίων, με αυτή την ευαίσθητη χροιά της φωνής της, μέσα σε μια ατμόσφαιρα ενός εργαστηρίου με αισθητό τον μονότονο ήχο μηχανημάτων που ξαναλειτουργούν. Μια ηχητική εγκατάσταση ενός εργαστηρίου, επί χρόνια αδρανές, που ξαναζωντανεύει με τα έργα και τις εικαστικές επεμβάσεις της Μαρίας. 

Ξεφυλλίσαμε μαζί το μοναδικό χειροποίητο βιβλίο της πάνω στο μεγάλο τραπέζι με φόντο τις πολύτιμες τρέσες στους τοίχους, 

«ένα βιβλίο συγγραφής υποχρεώσεων μιας καθημερινότητας σε αμφισβήτηση, που αποτελεί ένα προσωπικό αλφάβητο» όπως γράφει η ίδια. 








Ίχνη ζωής, μνήμες παιδικές, μνήμες από την μητέρα, ξαναζωντανεύουν μέσα από την αφήγησή της, τις συσπάσεις του προσώπου της και τις εκφραστικές της χειρονομίες και προκαλούν πραγματική συγκίνηση, όπως άλλωστε επιθυμούμε να εισπράξουμε από την «Τέχνη». 








Και πέρα από το βιβλίο αντίστοιχα σπαράγματα μνήμης και φροντίδας, μικρά ευαίσθητα έργα τοποθετούνται διάσπαρτα στα ράφια του Μέντη, αλλά και στην μικρή αυλή στο πίσω μέρος, από κλωστές, χαρτιά, κουρέλια και υλικά του Μέντη. 




Στον απόηχο της πολυσυζητημένης και εντυπωσιακής Documenta, που άνοιξε δυναμικά λίγες ημέρες μετά και κατέκλυσε την Αθήνα, η έκθεση της Λοϊζίδου, βρίσκεται στον αντίποδα. Με μια μοναδική σεμνότητα, μας επαναφέρει σε μνήμες, από διάσπαρτες εικαστικές επεμβάσεις που ανακαλύπτουμε μέσα στο μοναδικό χώρο του Μέντη που έχει ξαναζωντανέψει. Γιατί η Λοϊζίδου πέρα από τις μνήμες επανα-ενεργοποιεί και κάποιες μηχανές του Μέντη και αναζητά διεξόδους για να αξιοποιηθούν με νέα προϊόντα, χρήσιμα και με εμπορική αξία, όπως οι υπόλευκοι ιμάντες σε διάφορα μεγέθη. 




Ξεφύλλισα πολλές φορές, ξανά και ξανά το μικρό βιβλίο της έκθεσης. Μνήμες μια άλλης εποχής της φροντίδας... 
Δείτε στην συνέχεια κλεφτές εικόνες από την μικρή αυτή έκδοση: 









Ευχαριστούμε Μαρία!


Κάντε ΚΛΙΚ στις εικόνες γιά μεγέθυνση

Υ.Γ. 
Tο κείμενο που ακολουθεί επέλεξε η Λούσυ Τριανταφύλλου από τον συνοδευτικό κατάλογο της έκθεσης της Μαρίας Λοϊζίδου, με ονομασία ‘Déshabillé’ και σχολιάζει: 
Η Μαρία Λοϊζίδου αποκαλύπτει  με αυτό το κείμενο τι σημαίνει φροντίδα, ειλικρίνεια, σθένος και πίστη σε αρχές της ανθρώπινης ύπαρξης. Μήπως δεν είναι κάποιες από αυτές τις αρχές, που βασίζονται και οι δικές της δημιουργίες? 

Text: Bertolt Brecht, “The Jewish wife”
in: Brecth, The Jewish Wife and Other Short Plays, 
English versions by Eric Bentley, 
Grove Press, New York 1965 p.9-18 


[…]’ Well, Fritz, I’m off. I suppose I’ve waited too long, I’m awfully sorry, but… 

She stands there thinking, then starts in a different way. 

Fritz, you must let me go, you can’t keep… I’ll be your downfall, it’s quite clear; I know you aren’t coward, you’re not scared of the police, but there are worse things, They won’t put you in a camp, but they’ll ban you from the clinic any day now. You won’t say anything at the time, but it’ll make you ill. I’m not going to watch you sitting around the flat pretending to read magazines, it’s pure selfishness on my part, leaving, that’s all. Don’t tell me anything… 

She again stops. She makes a fresh start 

Don’t tell me you haven’t changed; you have! Only last week you established quite objectively that the proportion of Jewish scientists wasn’t all that high. Objectively is always the start of it, and why do you keep telling me I’ve never been such a Jewish chauvinist as now? Of course I’m one, Chauvinism I,m one. Chauvinism is catching. Oh, Fritz, what has happened to us? 

She again stops. She makes a fresh start. 

I never told you I wanted to go away, have done for a long time, because I can’t talk when I look at you, Fritz. Then it seems to me there’s no point in talking. It has all been settled already. What’s got into them, d’you think? What do they really want? What am I doing to them? I’ve never had anything to do with politics. Did I vote Communist? But I’m just one of those bourgeois housewives with servants and so on, and now all of a sudden it seems only blondes can be that. I’ve often thought lately about something you told me years back, how some people were more valuable than others, so one lot were given insulin when they got diabetes and the others weren’t. And this was something I understood, idiot that I was. Well, now they’ve drawn a new distinction of the same sort, and this time I’m one of the less valuable ones. 
Serves me right. 

She again stops. She makes a fresh start. 


The Jewish Wife by Bertolt Brecht
Directed by Robin Foote


Yes, I’m packing. Don’t pretend you haven’t noticed anything the last few days. 

‘Nothing really matters, Fritz except just one thing: if we spend our last hour together without looking at each other’s eyes. That’s a triumph they can’t be allowed, the liars who force everyone else to lie. Ten years ago when somebody said no one would think I was Jewish, you instantly said yes, they would. And that’s fine. That was straightforward. Why take things in a roundabout way now? I’m packing so they shan’t take away your job as senior physician. And because they’ve stopped saying good morning to you at the clinic, and because you’re not sleeping nowadays. I don’t want you to tell me I mustn’t go. And I’m hurrying because I don’t want to hear you telling me I must. It’s a matter of time. Principles are a matter of time. They don’t last for ever, any more than a glove does. Thera are good ones which last a long while. But even they only have a certain life. Don’t get the idea that I’m angry. Yes, I am. Why should I always be understanding? What’s wrong with the shape of my nose and the colour of my hair? I’m to leave the town where I was born just so they don’t have to go short of butter. What sort of people are you, yourself included? You work out the quantum theory and the Trendelenburg test, then allow a lot of semi-barbarians to tell you you’re to conquer the world but you can’t have the woman you want. The artificial lung, and the dive-bomber! You are monsters or you pander to monsters, Yes, I know I’m being unreasonable, but what good is reason I n world like this? There you sit watching your wife pack and saying nothing. Walls have ears, is that it? But you people say nothing .One lot listens and the other keeps silent. To hell with that. I If I loved you I’d keep silent. I truly do love you. Give me those underclothes, They’re suggestive. I’ll need them. I’m thirty –six , that isn’t too old, but I can’t do much more experimenting. The next time I settle in a country things can’t be like this. The next man I get must be allowed to keep me. And don’t tell me you’ll send me money; you know you won’t be allowed to. And you aren’t to pretend it’s just a matter of four weeks either. This business is going to last rather more than four weeks. You know that, and so do I. So don’t go telling me ‘After all its only for two ro three weeks’ as you hand me the fur coat I shan’t need till next winter, And don’t let’s speak about disaster, Let’s speak about disgrace. Oh, Fritz […]*