ΔΙΑΛΕΞΕΙΣ 2023




2023
_________________________

Για να διαβάσετε τα κείμενα των  διαλέξεων που ακολουθούν κάντε scroll αμέσως μετά τα ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:

1. Δημήτρης Αντωνακάκης

Αφήσετε τους Αρχιτέκτονες να αναπνεύσουν

Διάλεξη που πραγματοποιήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2022, στο Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μεσογείου, με τίτλο Διάλεξη της Χρονιάς 2022.

φωτο Πέτρος Παττακός 
..........................................................

2. Μυρτώ Κιούρτη

Πολεοδομώντας από το διαμέρισμα

Διάλεξη που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του Συνεδρίου  με τίτλο ΠΟΛΗ  ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ 1974-2004,που πραγματοποιήθηκε στην Αίθουσα  Τελετών  "Λύσανδρος Καυταντζόγλου" της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών  της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ στις 20 &21 Ιανουαρίου 2023.


...........................................................


1.

Δημήτρης Αντωνακάκης

Αφήσετε τους Αρχιτέκτονες να αναπνεύσουν


Διάλεξη που πραγματοποιήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2022, στο Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μεσογείου, στο Μεγάλο Αρσενάλι στα Χανιά, σε τιμητική εκδήλωση  με τίτλο "Διάλεξη της Χρονιάς 2022".


φωτο Πέτρος Παττακός

Πριν από όλα θα ήθελα να ευχαριστήσω εκείνους που πήραν την πρωτοβουλία να μου απευθύνουν αυτή την τιμητική πρόσκληση και να φροντίσουν για όλα τα πρακτικά θέματα που την συνοδεύουν, καθώς και για τα καλά τους λόγια που με φέρνουν σε πολύ δύσκολη θέση.

Ακόμα ήθελα να ευχαριστήσω τον αγαπημένο φίλο Κωστή Μαυρακάκη για όλα όσα κάνει για τον πολιτισμό αυτής της πόλης, πάντα διακριτικά και ουσιαστικά. Τα φιλικά του λόγια σήμερα για το δικό μας έργο, γνωρίζει πολύ καλα ότι στη πραγματικότητα απευθύνονται σε μια μικρή ομάδα ανθρώπων που πίστεψαν ότι αυτές οι μικρές ανταρσίες από τα στερεότυπα που μας καταπιέζουν έχουν νόημα ;ίσως όχι για να αλλάξουνε τον κόσμο αλλά έστω και μόνο για να κλονίσουν μια σειρά από βεβαιότητες που μας ακινητοποιούν.

Χαρά είναι για εμένα που ξανασυναντώ τους φίλους που έκανα εκείνα τα 14 χρόνια που έδεσα τις δικές μου δραστηριότητες με εκείνες του ΚΑΜ.

Χαρά είναι για εμένα που συνεχίζεται μια προσπάθεια που ξεκινήσαμε μαζί πριν… 25 χρόνια ! (δεν μπορώ να το πιστέψω)

Και χαίρω που βρισκόμαστε πάλι μαζί σας σε αυτή την αίθουσα, σε αυτήν έκθεση που στήσανε οι φίλοι συνάδελφοι με το δικό τους τρόπο.

Ίσως αύτη η κραυγή που έδωσα για τίτλο της ομιλίας, που είχαν την ευγένεια να μου ζητήσουν οι οργανωτές της έκθεσης και το ΚΑΜ (το πανελλήνια ανεγνωρισμένο ΚΑΜ που δεν αποτελεί την ουρά μιας δημοτικής επιχείρησης όπου το υποβάθμισε κάποια από τις προηγούμενες δημοτικές αρχές), ίσως λοιπόν αυτός ο δικός μου τίτλος να μην εκφράζει το χαρακτήρα μου, και να μοιάζει ότι έχει στόχο μόνο τις διάφορες θεσμικά και συνταγματικά καθιερωμένες εξουσίες που επηρεάζουν και διαμορφώνουν την καθημερινότητα της δουλειάς μας.

Όμως δεν είναι έτσι, και θα επιχειρήσω να εξηγήσω γιατί.

Η αίσθηση ασφυξίας, που τον τελευταίο καιρό όλο και περισσότερο με ανησυχεί, ίσως να οφείλεται και σε δικές μου προσωπικές δυσκολίες, οι οποίες δεν μας ενδιαφέρουν εδώ, αλλά πιστεύω ότι αυτή η αίσθηση προέρχεται κυρίως από την καθημερινή προσπάθεια που επιχειρώ, συσχέτισης της δουλειάς μας με όλα όσα της είναι απαραίτητα, για να ολοκληρωθεί ένα έργο ευθύνης απέναντι σε εκείνους που το αναθέτουν, και κυρίως απέναντι στην κοινότητα που θα υποχρεωθεί να το αποδεχθεί.

Αυτές τις σκέψεις θα ήθελα σήμερα που μου δίνεται η ευκαιρία να συζητήσω μαζί σας, για την βελτίωση αυτής της σχέσης της καθημερινότητας της δουλειάς μας με την διαδικασία παραγωγής των έργων και την προβολή τους.

Αφήσετε, λοιπόν, τους Αρχιτέκτονες να αναπνεύσουν

Πρέπει να διευκρινίσω αμέσως ότι δεν προτίθεμαι και ούτε θα ήταν δυνατόν να περιγράψω με λεπτομέρειες τα πολύπλοκα προβλήματα που καλλιεργεί το άμεσο κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον καθώς και οι γνωστές σε όλους νέες οικονομικοτεχνικές προδιαγραφές που ώρες- ώρες - ιδιαίτερα για εμάς τους παλιότερους- μοιαζουν να αναφέρονται σε ένα άλλο επάγγελμα από εκείνο που είχαμε μάθει σπουδάζοντας στα χρόνια του 50 στο ΕΜΠ, και σε ένα επάγγελμα που ασκούσαμε μέχρι τα τέλη του περασμένου αιώνα.

Διότι ένα άλλο επάγγελμα έχει προκύψει με την εισβολή του ΗΥ, αλλά και την εκτεταμένη πληροφόρηση- διαφήμιση των συνεχώς ανανεούμενων τεχνολογικών βελτιώσεων, των νέων υλικών και των εφαρμογών τους.

Είναι φανερό ότι αυτή την εισβολή δεν μπορούμε, τουλάχιστον προς το παρόν, να την ελέγξουμε , Εκείνο όμως που οφείλουμε να βελτιώσουμε είναι τις διαδικασίες που επιβάλλονται για την εφαρμογή τους. Και μη περιμένετε να αναφερθώ στην αδυναμία της Διοίκησης να διεκπεραιώνει τα αιτήματά μας και εκείνα των πολιτών . Είναι γνωστά αυτά.

Εκείνο που θα πρέπει να μας απασχολεί είναι η δική μας ευθύνη για όσα συμβαίνουν και η αναζήτηση των τρόπων υπέρβασης σε πρώτη φάση των δυσκολιών και αμέσως μετά η ανατροπή της απρόσωπης γραφειοκρατικής συμπεριφοράς όλων προς όλους, που προέρχεται από τον φόβο της ευθύνης, η οποία πάλι προκύπτει από την ελάχιστη εμπιστοσύνη που έχουμε μεταξύ μας.

Αυτή η μεταξύ μας έλλειψη εμπιστοσύνης οδήγησε στην απώλεια της συλλογικότητας, εξατομικεύοντας τις προσπάθειες μας, απομονώνοντάς μας και ακυρώνοντας κάθε πιθανότητα ουσιαστικής αντίδρασης στον κατήφορο που έχουμε πάρει.

Αυτή η μεταξύ μας έλλειψη εμπιστοσύνης δεν επιτρέπει την έρευνα, απαγορεύει τις παραλλαγές, τις δοκιμές, και αποθαρρύνει τις νεανικές προτάσεις που έχουμε ανάγκη, έστω και μέσα στο πλαίσιο αυτών των ασφυκτικών κανονισμών που σε τακτά χρονικά διαστήματα μας επιβάλλονται.

Ο Braque γράφει στο ημερολογιό του:

«Δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω στη πηγή τα νερά του ποταμού,
μπορείς όμως να αλλάξεις την κοίτη του», 

 Θα το επιχειρήσουμε;

Αρχιτεκτονική κριτική και κοινό

Η συζήτηση μας σήμερα δεν μπορεί παρά να αρχίσει με κάποια σχόλια για την κριτική της αρχιτεκτονικής, την σχέση της με το παραγόμενο έργο και με την ενημέρωση του κοινού.

Είναι μια συζήτηση που δεν αρχίζει τώρα. Αρκετά χρόνια πριν, αλλά και πρόσφατα, απασχολούσε και απασχολεί με διαφωνίες αλλά και συμφωνίες, τους σκεπτόμενους αρχιτέκτονες, που πιστεύω ότι δεν είναι λίγοι. Άλλωστε είναι γνωστό ότι η συνεχής αρχιτεκτονική κριτική κατά την διάρκεια της συνθετικής διαδικασίας αποτελεί προϋπόθεση για την τεκμηριωμένη ολοκλήρωση της αρχιτεκτονικής σύνθεσης.

Είναι επίσης γνωστό ότι το μεγαλύτερο μέρος του δημιουργικού μόχθου του αρχιτέκτονα (γιατί υπάρχει δυστυχώς και ο ασύλληπτος γραφειοκρατικός μόχθος), αυτός ο μόχθος του να κοσκινίζει, να συνταιριάζει, να συναρμολογεί, να διορθώνει, να εξακριβώνει, αυτή η κριτική πάνω στο έργο του κάθε δημιουργού, είναι όπως γράφει ο Elliot « ότι πιο σημαντικό χαρακτηρίζει την συνθετική διαδικασία».

Χρόνια τώρα γίνονται προσπάθειες να διεισδύσουν στα ΜΜΕ αρχιτέκτονες, οι οποίοι να έχουν μια τακτική παρουσία σε κάποιες εφημερίδες ή στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση, για να μπορέσουν να αρθρώσουν ένα σοβαρό κριτικό λόγο, που να ξεπερνά τον χώρο των συναδέλφων αρχιτεκτόνων και ν’ απευθύνεται στο ευρύ κοινό. Έναν κριτικό λόγο που θα ανοίγει έναν διάλογο με την κοινότητα χωρίς να κάνει εκπτώσεις στους «ειδικούς», τους ίδιους τους αρχιτέκτονες και κυρίως στα έργα τους.

Παλιά, για χρόνια, μέχρι και σήμερα σημαντικές εφημερίδες δίνουν κατά καιρούς σε αρχιτέκτονες το χώρο για να διατυπώσουν απόψεις για τον δημόσιο χώρο. Όπως ήταν παλιά: ο Δημήτρης Φατούρος στο Βήμα κι αργότερα ο Γιώργος Σημαιοφορίδης και ο Αντρέας Γιακουμακάτος ή στη Καθημερινη ή Τζένυ Σωτηροπούλου ή στα Νέα η Σουζάνα ,Αντωνακάκη και σποραδικά ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης ή για πολλά χρόνια τακτικά στο Αντί ο Δημήτρης Φιλιππίδης μέχρι να σταματήσει η έκδοσή του με τον θάνατο του Χρήστου Παπουτσάκη. Κι ακόμα σήμερα ο Γιώργος Τριανταφύλλου που συνεχίζει στα Νέα αυτή την μεγάλη προσπάθεια αφύπνισης της κοινής γνώμης και ευαισθητοποίησή της για τα σοβαρά θέματα του δημόσιου χώρου που αφορούν άμεσα την υγεία και την ευτυχία των συμπολιτών μας.

Γνωρίζουμε όλοι ότι υπάρχει σοβαρή ανάγκη για την δημιουργία στις εφημερίδες κριτικής στήλης ή εκπομπές για αρχιτεκτονική που να παρουσιάζονται με ένα λογικό ρυθμό όχι ευκαιριακά, εκπομπές που να τις περιμένει κανείς, όπως ορισμένες από αυτές που ήδη ανέφερα.

Κριτική γραμμένη από αρχιτέκτονες που ασχολούνται με τη θεωρία και την ιστορία της αρχιτεκτονικής και όχι από δημοσιογράφους που λόγω ειδικών ενδιαφερόντων παρουσιάζουν πολλές φορές με καίρια σχόλια αρχιτεκτονικά έργα, όπως ήταν παλιά ο Αντρέας και η Σούλα Αλεξανδροπούλου στο Βήμα, και την Ελευθεροτυπία και έως τις μέρες μας ο Νίκος Βατόπουλος και ο Δημήτρης Ρηγόπουλος στην Καθημερινή ή η Χαρά Τζαναβάρα στην Εφημερίδα των Συντακτών, ίσως και κάποιοι ακόμα που ασχολούνται ευκαιριακά και δεν έτυχε να συναντήσω τα κείμενά τους.

Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι εύκολη η αρχιτεκτονική κριτική, καθώς οι παράγοντες που αποφασίζουν, χρηματοδοτούν, σχεδιάζουν και τελικά κατασκευάζουν τα Αρχιτεκτονικά έργα είναι πολλοί και η κάθε ομάδα έχει τους λόγους της. Μερικές φορές η κριτική θα πρέπει να εξηγεί τον τρόπο που εντάσσονται αυτές οι διαφορετικές μελέτες- προσεγγίσεις στο συνολικό έργο σε ποια σημεία το ερμηνεύουν σωστά και δεν το προδίδουν, επηρεάζοντας άμεσα το τελικό αποτέλεσμα.

Αυτά τα ελαφρυντικά όμως δεν πρέπει να οδηγούν στην ακύρωση της όποιας κριτικής. Υπάρχουν, βέβαια, ορισμένα αιτήματα του προγράμματος, όπως π.χ. ο προορισμός και η χρήση του προς ανέγερση κτηρίου, οι απαιτήσεις σε τετραγωνικά μέτρα που επιβάλλουν το μέγεθος την έκτασή του, οι κανονισμοί που πρέπει να τηρηθούν και οι πάντα αξεπέραστες οικονομικές δεσμεύσεις που οφείλει,- σύμφωνα με τις συμβατικές του υποχρεώσεις - , να λάβει υπόψη του ο αρχιτέκτων του έργου καθώς και εκείνος που θα ασκήσει κριτική γι αυτό, για να είναι τα κριτικά του σχόλια στοιχειωδώς συνεπή και τεκμηριωμένα

Στην κριτική αυτή προσέγγιση επιβάλλεται, όπως λέει ο Ντεριντά στην τελευταία του συνέντευξή,

«η αναζήτηση ενός ήθους, που δεν αφήνεται να πτοηθεί από αυτό, που η κοινή γνώμη, τα ΜΜΕ ή η φαντασίωση ενός εκφοβιστικού αναγνωστικού κοινού, θα μπορούσαν να επιβάλλουν, να απλοποιήσουν ή να απωθήσουν».

Jaques Derida 


Ένα ήθος που οφείλουμε πάση θυσία να διασώσουμε αν υπάρχει ή αν δεν υπάρχει να προκαλέσουμε την αναγέννησή του.

Είναι αυτό το ήθος που βρίσκουμε στο έργο αρχιτεκτόνων  όπως του Δημήτρη Πικιώνη, του Ιωάννη Δεσποτόπουλου ή του Άρη Κωνσταντινίδη. Ένα είδος «προσωρινά περατωμένης εποχής» που οφείλουμε να αναγνωρίσουμε, να προστατεύσουμε, και στο οποίο οφείλουμε να αντισταθούμε, κηρύσσοντας «έναν ανυποχώρητο πόλεμο εναντίον της “δόξας”, εναντίον εκείνων που αποκαλούνται “μιντιακοί αρχιτέκτονες” (παραφράζω τον Ντεριντά), οι οποίοι βρίσκονται στα χέρια πολιτικοοικονομικών, αλλά και συχνά εκδοτικών και ακαδημαϊκών λόμπυ»,

Jaques Derida 


«Αντίσταση» δεν σημαίνει να αποφεύγουμε τα ΜΜΕ, αλλά να βοηθήσουμε να διαφοροποιηθούν και να αναλάβουν τις ευθύνες τους.

Πρέπει να διατηρήσουμε ζωντανή αυτή την αντιπαράθεση ώστε να μην ισοπεδωθούν όλα, ούτε να εκπέσουν σε διαβολές.

Γι’ αυτό δεν πρέπει να παραιτηθούμε από την προσπάθεια να εξηγήσουμε στην κοινή γνώμη εκείνο που πιστεύουμε ότι είναι η ουσία της αρχιτεκτονικής,. Εκείνο που κρύβεται μέσα στα σχέδια που θέλουν πολλοί να πιστεύουν ότι οι άνθρωποι δεν είναι δυνατόν να καταλάβουν, χωρίς ποτέ να δοκιμάσουν να τους εξηγήσουν, επειδή ίσως και οι ίδιοι δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν τι κρύβεται πίσω από τις κατόψεις και τις τομές τους.

Είναι αυτοί που αδιαφορούν για την προσπάθεια να εξηγήσουμε ποια είναι η δουλειά μας, και ποια είναι η σχέση της με εκείνη του πολιτικού μηχανικού ή του τοπογράφου, στους οποίους επιτρέπει η πολιτεία να σχεδιάζουν την αρχιτεκτονική επίλυση κτηρίων χωρίς να έχουν σπουδάσει κάτι αντίστοιχο (απίστευτο μέγεθος υποκρισίας της πολιτείας απέναντι στους πολίτες), για να μην καθυστερήσει ή να μην «δεινοπαθήσει η ακροαματικότητα ή ο βιοπορισμός» εκείνων που απλοϊκοποιούν συστηματικά την ουσία των προβλημάτων, επειδή οι ίδιοι δεν κατανοούν κάθε σοβαρή προσπάθεια ανάλυσης και εμβάθυνσης σε αυτά.


Το κοινό κι εμείς

Πώς να φέρουμε το κοινό κοντά στην προσέγγιση των αρχιτεκτονικών προβλημάτων που επηρεάζουν την Υγεία και την όποια ευτυχία του;

Πώς να το αποσπάσουμε από τα στερεότυπα να του καλλιεργήσουμε την εμπιστοσύνη στο ρόλο του πραγματικού αρχιτέκτονα, εκείνου που αγωνιά για το έργο και για την ευτυχία των μελλοντικών του κατοίκων;

Πώς να εξηγήσουμε εκείνη την «αρχιτεκτονική ποιότητα με βάθος» που αναζητά στη μακρινή Φινλανδία ο Juhani Palasmaa όταν μας λέει:;

«Αυτό που έχει σημασία είναι η συνολική ποιότητα των κατασκευών και όχι τα σπάνια αριστουργήματα, κι επειδή τα «σπάνια» αριστουργήματα προκύπτουν από σπάνιες συνθήκες για τους καθημερινούς αρχιτέκτονες, όπως είμαστε εμείς, έχουμε υποχρέωση να φροντίζουμε την καθημερινότητα της κατασκευής. Μέσα από αυτήν τη φροντίδα σπάνια κάτι ξεχωρίζει. Ξεχωρίζει ένα έργο απόσταγμα δουλειάς χρόνων πολλών, υπομονετικής και επίμονης προσπάθειας που πραγματοποιείται στο σιωπηλό γραφείο του αφοσιωμένου αρχιτέκτονα και όχι εκείνων των ηρώων που προωθούνται από τα ΜΜΕ και προβάλλουν το ρόλο της αρχιτεκτονικής στη λειτουργία της κοινωνίας του θεάματος».

Juhani Palasmaa 

Αυτό όμως δεν είναι απλά ένας τρόπος επαγγελματικής αναρρίχησης, είναι ένας τρόπος ζωής. Ένας τρόπος να πουλάς τη ζωή σου στο δαίμονα της αγοράς, γιατί αυτό προωθεί τους αρχιτέκτονες και όχι την αρχιτεκτονική. Κι αυτό δεν είναι περίεργο με αυτήν τη γενική στροφή της κοινής γνώμης και των ΜΜΕ στους κάθε είδους αστέρες. Γι’ αυτό και η αφοσίωση στην αρχιτεκτονική είναι περισσότερο σήμερα από ποτέ απαραίτητη.

Ας είναι….

Μεσόγειος 


Χάρηκα, όταν πριν 8 χρόνια μας δόθηκε ευκαιρία με την Σουζάνα να μιλήσουμε στη Μασσαλία για το βάφτισμα ενός κέντρου πολιτισμού στα Χανιά: Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μεσογείου. Νιώσαμε τότε - σε ένα από τα σπίτια των αρχιτεκτόνων που βρίσκουμε σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Γαλλίας - τόσο αλληλέγγυοι με όλους όσους ζουν τριγύρω από αυτήν τη φοβερή θάλασσα με τη σπάνια κλίμακα.

Εκεί διαπιστώσαμε πόσο λείπει και σ’ εκείνους η επιστροφή σε μια ζωή απλή και ουσιαστική «προόδου και μεταρρυθμίσεων», γύρω από την Μεσόγειο. Για την συσχέτιση των απαραίτητων μικρών χώρων συνδυασμένων με τους «μεγάλους» στα σπίτια και στην πόλη, όπου η κοινή ζωή μπορεί διαπερνώντας μέσα από τη διάτρηση των ορίων, την αναγκαιότητα των διαδοχικών κατωφλιών και τις διελεύσεις των στενωπών, για να αντικρίσει τα άπειρο βάθος της, προς τον «ατέρμονα χώρο».

«Όλοι μας έχουμε την τάση να πιστεύουμε στις εικόνες περισσότερο απ’ ό,τι στις λέξεις». έγραψε ο Sebald αναζητώντας την ανάδυση της μνήμης.

Τυπολογία

Εκεί, στη Μασσαλία μιλήσαμε για τύπους... Ο Τύπος. Σωστά:

«Δεν πρόκειται για την μετριότητα του μέσου όρου αλλά για μια ανοιχτή ερμηνεία του τύπου όπου οι παραβάσεις δεν αποκλείονται , αλλά λειτουργούν όπως όταν χαρακτηρίζουμε «τύπο» ένα άνθρωπο με τις ιδιορρυθμίες του, που τον κάνουν να ξεχωρίζει από ένα σύνολο..(στο οποίο ανήκει).

Δεν πρόκειται για ένα άψυχο διάγραμμα λειτουργιών ούτε για μια παράθεση τετραγωνικών μέτρων… Η σύζευξη του τύπου και του τόπου με οδηγό τη μελέτη του προγράμματος, (είναι) προϋπόθεση για κάθε υπεύθυνη αντιμετώπιση των δεδομένων ενός αρχιτεκτονικού έργου».
Γράφει η Σουζάνα Αντωνακάκη


Πήγαμε όμως και παρακάτω και μιλήσαμε εκτός από τη γεωμετρία των σχημάτων για την κίνηση. Την κίνηση που διαμορφώνει και υποδεικνύει τους χώρους στάσης. Την κίνηση που νοηματοδοτεί την ανθρώπινη παρουσία και μετατρέπει το γεωμετρικό σχήμα σε υποδοχέα ζωής. Την κίνηση που με το φως της μεσογειακής ημέρας και τις ακτίνες του ήλιου σηματοδοτεί την πορεία αφήνοντας απείραχτες και ήσυχες τις περιοχές στάσης που αναδύονται έξω από τα περάσματα από κατώφλι σε κατώφλι από σκιά σε σκιά. Περιοχές που «παραχωρούνται» από τις μελετημένα προδιαγεγραμμένες κινήσεις.

Και μιλήσαμε για την σκάλα; Τι ρόλο παίζει η σκάλα στα εσωτερικό του χώρου; Η σκάλα..., η «εικονογράφηση» της κίνησης από τη μία στάθμη στην άλλη. Εικόνα «επιτάχυνσης».

Και για την είσοδο; Τί ρόλο παίζει η είσοδος και η σχέση της με το δρόμο στην επεξεργασία του τύπου; Ο χώρος «προ» και «μετά» την είσοδο που τόσο επηρεάζει τη συνολική προσέγγιση του δημόσιου προς τον ιδιωτικό χώρο και το αντίστροφο: του ιδιωτικού χώρου προς τον δημόσιο.

Κι ακόμα για την άρθρωση; Πώς λειτουργεί η άρθρωση συμβάλλοντας στην πολυπλοκότητα του τύπου;

Κι αφού όλα αυτά ληφθούν υπ’  όψη έρχεται η πρώτη προσέγγιση της γεωμετρίας του κτίσματος να ακουμπήσει στη γη.

Άλλα προβλήματα και παραλλαγές απαιτούνται εκεί. Είναι πια η τομή σε ένα απειθάρχητο μεσογειακό έδαφος, που πολλαπλασιάζει τα δεδομένα του τύπου. κι ακόμα η στέγασή , και η οροφή του, που με τις πολλαπλές προσεγγίσεις τους δημιουργούν νέα τυπολογικά χαρακτηριστικά, εμπλουτίζοντας τον τύπο με μυθικές σκιές, με ποίηση.

Πώς να προσεγγίσεις αυτή την πολυπλοκότητα αν δεν έχεις σπουδάσει τα προβλήματά της ; Και πώς να προσεγγίσεις αυτή την πολυπλοκότητα με μια αμετακίνητη και άκαμπτη νομοθεσία.

Ιδέα – Λειτουργία – Διάγραμμα - Χώρος

Ένα αρχιτεκτονικό έργο δεν μπορεί απλά να διαχειρίζεται το χώρο κατανέμοντας με μια λογική συμβατική τις δραστηριότητες. Πρέπει να διατυπώνει μια ιδέα. Κι αυτό που λένε λειτουργία σχεδιάζοντας ένα διάγραμμα μ2 και αφαιρώντας από την λέξη όλη την ποιότητα των επαναλαμβανόμενων κινήσεων που συγκροτούν την καθημερινότητα ή αλλιώτικα την ιερότητα τις στιγμής. Γιατί η διαχείριση του χώρου δεν είναι μονάχα θέμα τεχνικοοικονομικό, δεν αρκείται στα διαγράμματα.

Ξέρετε -το έχω ξαναπεί αυτό-, το χώρο πρέπει να τον διαχειριζόμαστε με τρυφερότητα, όπως και τους ανθρώπους . Είναι τότε που αποδίδει τον καλλίτερο εαυτό του. Οφείλουμε να τον πάρουμε στα χέρια μας στοργικά , να τον προστατεύουμε οργανώνοντας τις διάφορες περιοχές του , χωρίς να τον σπαταλάμε, να τον φωτίσουμε εκεί που χρειάζεται κρατώντας κάποιες σκιερές γωνιές , εκεί που θα μας φιλοξενήσει στις ώρες μας τις πιο κρυφές.

Τα εμπόδια –και μπορεί να είναι ποικίλα- προσθέτουν στη γοητεία του. Ας αφήσουμε το χώρο να έχει τα μυστικά του. Ας επιδιώξουμε περιοχές έντασης και χαλαρότητας περιοχές πολλαπλών διαφορετικών αναγνώσεων, από αυτές αναρτάται η μνήμη και καρφώνονται τα σημάδια της για να μας συντροφεύουν στις δύσκολες μοναχικές στιγμές της ζωής μας.

Το κάθε ολοκληρωμένο έργο προσθέτει νέες εμπειρίες, με παραλλαγές του χώρου. Συχνά, παραλλαγές πάνω στο ίδιο θέμα μεταβάλλουν, και εξελίσσουν τις απόψεις μας, ανανεώνοντάς τις.

Τα διατηρητέα

Γι’ αυτό κάθε φορά που βρισκόμαστε αντιμέτωποι μ’ ένα έργο μας τελειωμένο, παρουσιάζοντάς το αισθανόμαστε την ανάγκη να κάνουμε ένα νέο απολογισμό. Ξαναδοκιμάζουμε απάνω του εκείνα που έχουμε σκεφτεί, αναρωτιόμαστε μήπως οι πιέσεις στη διάρκεια της διαδικασίας υλοποίησης ακύρωσαν τις αρχές που οφείλαμε να ακολουθήσουμε ξεκινώντας το σχεδιασμό του έργου.

Είναι η καθημερινή κριτική των έργων μας που ανανεώνει τις προθέσεις μας και διαμορφώνει μέσα από τις καθημερινές δυσκολίες το ύφος της δουλείας μας. Τα κτήριά μας είναι τα παιδιά μας . Είναι σημαντικότερα από εμάς γιατί θα συνεχίσουν να υπάρχουν όταν εμείς δεν θα είμαστε εδώ . 




Αυτός είναι ο λόγος που μου προκαλεί τόση οδύνη η ταπεινωτική εικόνα της καταστροφής ενός έργου μας, όπως ήταν για εμένα το έργο της πλατείας Κολωνακίου (9) ή η εξευτελιστική η εικόνα του ξενοδοχείου Λυττος,(10) που είχαμε σχεδιάσει και επιβλέψει έξω από το Ηράκλειο. πριν χρόνια και το οποίο σύλησε ένας διάσημος «συνάδελφος» που τον τιμούν συχνά χωρίς να ξέρουν.

Ας είναι…

Αναπλάσεις Ι

Ξέρετε… όταν παρεμβαίνουμε σ’ ένα κτίσμα – ίσως και σ’ ένα τοπίο αστικό ή φυσικό –όταν αλλάζει η χρήση του και επιμένουμε ταυτόχρονα να κρατήσουμε τη δομή του που είναι η ψυχή που εμφύσησε ο δημιουργός του, ποια είναι τα όρια αυτής της παρέμβασης πέρα από τα οποία η δομή του παύει να υπάρχει;

Πότε σβήνει και χάνεται εκείνο που ήταν αυτό το κτήριο πριν την παρέμβαση; ως ποιο βαθμό παραμόρφωσης παραμένει ένα δημόσιο αντικείμενο αναγνωρίσιμο μέσα από τις αλλαγές της χρήσης, και την επεξεργασία των υλικών;

Πως θα μπορούσε το κτήριο να διατηρήσει τη ταυτότητά του, ταυτότητα που του έδωσε ο δημιουργός και ταυτόχρονα να καθρεφτίζει το σεβασμό και το ήθος– (όταν υπάρχει) - εκείνου που παρεμβαίνει, όταν δεν επιχειρείται συνειδητά η ταύτισή του με τα στερεότυπα, η υποβάθμισή του με την υποταγή στις νέες τεχνολογίες που δεν υπήρχαν εκείνα τα χρόνια , - όταν αρχικά σχεδιάστηκε και χτίστηκε-, και όταν «σήμερα» τις επιβάλλει η νέα χρήση και τα νέα οικοδομικά δεδομένα, η μόδα.

Ο αρχιτέκτων που αναλαμβάνει την ανάπλαση ενός κτηρίου, είτε γιατί άλλαξε η χρήση του, είτε γιατί καταρρέει, δεν είναι εύκολο -και ίσως δεν θέλει ή δεν μπορεί- να εκφράσει συστηματικά τις απόψεις του αφήνοντας τον επισκέπτη να βιώσει το χώρο παρασύροντάς τον μέσα από την επεξεργασία και τη διακριτική του παρέμβαση, να αναγνωρίσει εκείνο που υπήρχε πριν.

Κι αυτή η εμπειρία πόσο δύσκολο να συντελεσθεί σε άμεση, αδιαμεσολάβιτη, επικοινωνία του επισκέπτη με το κτήριο, μέσα από τα περάσματα από τον ένα χώρο στον άλλο, με τη βοήθεια του φωτισμού και την οργάνωση των εμποδίων για την κίνηση και την στάση στη διάρκεια της επίσκεψης ή της κατοίκησης των χώρων, κάνοντας εμφανείς τις παρεμβάσεις, όσο γίνεται προσεκτικά συσχετισμένες με το ύφος και το ήθος του αρχικού έργου.

Αναπλάσεις ΙΙ

Η αρχιτεκτονική δεν αρχίζει από εμάς και τους συγχρόνους μας και τα έργα που άφησαν δεν είναι μια κληρονομιά για πούλημα, αλλά για αξιοποίηση ζωής. Μας συμφέρει να νοιώθουμε ότι συνεχίζουμε κάτι που έχουν ξεκινήσει κάποιοι άλλοι από πολύ παλιά. Είναι ωραίο να αισθανόμαστε ότι αποτελούμε την συνέχεια εκείνων. Όχι για να τους αντιγράψουμε, αλλά για να σκεφτούμε τα ουσιώδη, που έχει παραμερίσει με επιπολαιότητα η σύγχρονη ζωή μιλώντας για πολιτισμό και παράδοση, χωρίς να εμβαθύνει στο νόημά τους.

Τι είναι η παράδοση; Μια παλινόστηση στην παιδική μας ηλικία

«Εκεί όπου για μας εφύτρωσε το φως πριν από την ανάσα»

Γράφει ο Paul Celan 


Θέλουμε από την ανάπλαση να προκύψει η δική μας προσέγγιση στην ανάδειξη του ουσιώδους που ενυπάρχει σε ένα έργο το οποίο έχει σχεδιασθεί με συνείδηση και συνέπεια και μας παραδίδεται για ανάπλαση ή για να το συμπληρώσουμε με πρόσθετους χώρους με έπιπλα καθημερινής χρήσης.

Η διακριτική παρέμβαση έρχεται μετά τη σοβαρή μελέτη και κατανόηση αυτού του «ουσιώδους» που κάθε έργο τέχνης ενσωματώνει και όχι με την πρόθεση να κάνουμε το δικό μας εισβάλοντας στο ανυπεράσπιστο κτήριο με ένα βίαιο τρόπο επιχειρώντας να ανατρέψουμε τις ισορροπίες ακυρώνοντας εκείνο που μας παρέδωσαν με μια ανιστόρητη αδιαφορία.

Κι αυτό γιατί ένα αρχιτεκτονικό έργο όπως και μια ανάπλαση δεν αρκείται στην ενδιαφέρουσα δομή του. Απαιτεί συνεχείς προσθετικές παρεμβάσεις επεξεργασίας, οι οποίες συμπληρώνουν και αναδεικνύουν τη δομή στο μέτρο που εξυπηρετούν τις νέες χρήσεις και καλύπτουν τις σύγχρονες τεχνολογίες, εξυπηρετήσεις για το ανθρώπινο ον στην σωματική και υλική του υπόσταση.

Κι αυτός ο αρχιτέκτονας που αποφασίζει ν’ αντιμετωπίσει το ανυπεράσπιστο κτήριο με τη λογική ότι θα μπορούσε να είχε γίνει κι αλλιώς, αδιαφορώντας για την αρχική ιδέα, την δομή και την επεξεργασία κάθε λεπτομέρειας κινδυνεύει να το γελοιοποιήσει καταστρέφοντας ένα χαρακτηριστικό εξαιρετικό δείγμα μιας ιστορικής εποχής.

Σε χαρακτηριστικές περιπτώσεις (δέστε το κτήριο της Εθνικής Πινακοθήκης στην Αθήνα έργο των Μυλωνά –Φατούρου) προκύπτει ένα νέο κτήριο που δεν έχει καμιά σχέση με εκείνο στο οποίο οι αρχικοί δημιουργοί είχαν επιχειρήσει να ενσωματώσουν στη δομή και την κατασκευή του το ιδιαίτερο ύφος τους και τις αρχές τους. Θα ήταν πιο έντιμο θεωρώντας ότι το υπάρχον κτήριο είχε εκπληρώσει τον προορισμό του, να είχε γίνει ένα καινούργιο κτήριο μετά την κατεδάφιση του παλιού. 


Δεν γνωρίζω ποιά θα ήταν μια στρατηγική που θα υποχρέωνε την όποια εξουσία να ενδιαφερθεί ουσιαστικά για την αρχιτεκτονική , τον αστικό δημόσιο χώρο και το περιβάλλον, όχι με λόγια αλλά με έργα, σε όλη την Ελληνική επικράτεια.

Δυστυχώς η δημόσια Διοίκηση αδιαφορεί για το περιβάλλον, τον δημόσιο χώρο, και την αρχιτεκτονική της πόλης, και αγνοεί την άμεση σχέση αυτής της κατάστασης με την υγεία των συμπολιτών μας, όπως προκύπτει από όσα έχω μέχρι τώρα έχω εξιστορήσει, αλλά και από την ισχνή παρουσία των πραγματοποιημένων δημόσιων έργων σε αυτή την έκθεση, και δεν νιώθει ότι δεν είναι μόνο η παράδοση και η πολιτιστική “κληρονομιά”, που κρατούν ένα τόπο ζωντανό, αλλά και η δική του, καθημερινή δράση, η καθημερινή του ποιητική δραστηριότητα.

Δυστυχώς το ΤΕΕ. που μας εκπροσωπεί στην Πολιτεία δεν θέλει να αντιληφθεί ότι και το παραμικρό κτίσμα έχει ανάγκη την φροντίδα του αρχιτέκτονα, και ότι αυτό έχει σχέση με την ευθύνη μας απέναντι στις και στους συμπολίτες μας, και δεν δέχεται να αποδεχθεί αυτή την προφανή πραγματικότητα που γνωρίζει καλά και προσπαθεί με επίσημο τρόπο να θεσμοθετήσει την ικανότητα των ανειδίκευτων πολίτικών μηχανικών και τοπογράφων να υπογράφουν αρχιτεκτονικές μελέτες χωρίς τις απολύτως απαραίτητες σπουδές,

Και επειδή δυστυχώς ο σύλλογος Αρχιτεκτόνων χωρίς την συμπαράσταση όλων μας (δέστε στις τελευταίες εκλογές από τους 17.250 αρχιτέκτονες πήγαν να ψηφίσουν μόνο περίπου 2.000) δεν έχει την αντοχή και την δύναμη να αντιδράσει αποτελεσματικά σε αυτόν τον παραλογισμό, μοιάζει, ότι δεν μένει άλλος τρόπος από την δουλεία των μικρών ομάδων των ατόμων, των λίγων, που δεν καλύπτονται από επίσημα συλλογικά όργανα (με τις γνωστές τους κομματικές και άλλες προεκτάσεις), ομάδες που δεν έχουν να δώσουνε λογαριασμό παρά μονάχα στην συνείδησή τους και που αποφασίζουν να προχωρήσουν προσφέροντας πάλι δουλειά και χρόνο.,

Τότε η κάθε τους πρόταση θα είναι μία πράξη απελευθέρωσης που θα υπερβαίνει τις δεσμεύσεις που επιβάλλει η καθημερινότητα της ζωής οδηγώντας στην μεταμόρφωσή τους και η μεταξύ τους αλληλεγγύη θα τους δώσει την δύναμη να συνεχίσουν όσο αντέχουν.

Η έκθεση Ι

Όμως…ας προσγειωθούμε

«τη ζωή μας πρέπει να την παίρνουμε στα σοβαρά, όπως να πούμε κάνει ο σκίουρος“, .είναι απόσπασμα από ένα ποίημα που άρεσε στο Χρήστο Παπουτσάκη 

Δεν ξέρω, μετά από όλα αυτά με τα οποία σας ζάλισα, με το πάθος και τις εμμονές μου, αν προσέξατε στην αρχή της ομιλίας μου ότι αναφέρθηκα στο ότι η έκθεση στήθηκε και αυτή τη φορά από τους φίλους συνάδελφους με το δικό τους τρόπο.

Θέλω λοιπόν αυτή τη φορά , να σας θυμίσω και να ξανα- συζητήσω εδώ μαζί σας αυτό τον τρόπο που διαφέρει ριζικά από εκείνον που είχαμε μαζί αποφασίσει για την 4η triennale πριν 25χρόνια, και ΄να δικαιολογήσω γιατί επιμένω σε αυτόν.

Ήδη το 1928 ο Mies van der Rohe είχε διακηρύξει ενόψει της διεθνούς έκθεσης της Βαρκελώνης ότι:

«Οι οικονομικές τεχνολογικές και πολιτισμικές συνθήκες έχουν αλλάξει ριζικά. Τόσο η τεχνολογία όσο και η βιομηχανία αντιμετωπίζουν εντελώς νέα προβλήματα… Είμαστε σε μια περίοδο μετάβασης – μας μετάβασης που θα αλλάξει τον κόσμο. Ευθύνη των μελλοντικών εκθέσεων θα είναι να εξηγήσουν και να συνδράμουν σε αυτή την μετάβαση… Σήμερα κρίνουμε μια έκθεση από το τι κατορθώνει στο πολιτισμικό επίπεδο».


Αν αυτά ίσχυαν το 1928 πόσο μάλλον ισχύουν σήμερα με την τεχνολογία να προηγείται και την βιομηχανία να την ακολουθεί λαχανιασμένη.

Πιστεύω ότι το πολιτισμικό επίπεδο επηρεάζεται από την συντονισμένη και δημιουργική συνεργασία των κοινωνικών ομάδων.

Αυτή η προσπάθεια ουσιαστικής συνεργασίας πρυτάνευε τότε μέσα από δύσκολες διαπραγματεύσεις με τον ΣΑΧ αλλά σε ένα κλίμα αλληλοκατανόησης, από την 1η έκθεση έως την 4η, οι οποίες οδήγησαν τελικά στον ασυνήθιστο τρόπο οργάνωσης της έκθεσης του οποίου τις λεπτομέρειες αξίζει τον κόπο να συζητήσω μαζί σας και να σας θυμίσω γιατί και πως αυτές οι triennale σε κάθε διαδοχική επανάληψη βελτιώνονταν, σε ένα πάντα αισιόδοξο πλαίσιο.

Σε όλο αυτό το διάστημα μου έκανε εντύπωση το κέφι που είχε συντηρηθεί τα 10 εκείνα προηγούμενα χρόνια μέσα από τόσες δυσκολίες, μια δυναμική που θα μπορούσε να μετατρέψει τα Χανιά σε ένα πόλο πολιτισμού που θα παρήγαγε πολιτισμό για όλη την Κρήτη προσβλέποντας στις Μεσογειακές συνεργασίες που ήταν το όραμά μας.

Ένα όραμα ρεαλιστικό αφού χωρίς ουσιαστική συμπαράσταση, είχαμε εξασφαλίσει συνεργασίες:
  • με τις ξένες πρεσβείες την Νορβηγική, την Φινλανδική, την Ελβετική, την Ιαπωνική, την Γαλλική μέσω του γαλλικού Ινστιτούτου, και την Γερμανική μέσω του Ινστιτούτου Goehthe
  • με τα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, της Πάτρας της Θεσσαλίας και της Θράκης, του Πολυτεχνείου της Αθήνας και της Κρήτης και ακόμα του ΤΕΕ δυτικής Κρήτης και των αρχιτεκτονικών συλλόγων της χώρας
  • και τέλος με τις και τους πολίτες και τους πνευματικούς ανθρώπους της Κρήτης, Αξιομνημόνευτο παράδειγμα η δωρεά του θαυμάσιου Πιάνου της Αλίκης Βατικιώτη στο ΚΑΜ. εκείνης της εποχής, δωρεά του συζύγου της Steven Farrant, υποδεικνύοντας ότι ο πολιτισμός δεν έχει όρια και ότι οι τέχνες επικοινωνούν. Ναι…
Πρέπει να γίνει συνείδηση αγαπητοί φίλοι, ότι το ΚΑΜ είναι πρώτα από όλα υπόθεση της πόλης των Χανίων , της Κρήτης, Υπόθεση όλων μας .Κι ότι αντικατοπτρίζει την έκφραση ενός πολιτισμού που παράγεται εδώ. Και να πιστέψουμε ότι μπορούμε να κρατήσουμε το ΚΑΜ ανεξάρτητο και ζωντανό χωρίς το καπέλο της ΚΕΠΕΔΗΧ, αποδεικνύοντας ότι ο πολιτισμός γεννιέται και συντηρείται σ’ ένα τόπο, όταν αυτός ο τόπος – οι άνθρωποι δηλαδή που τον ζωντανεύουν, πιστεύουν στις δυνάμεις τους και υπερασπίζονται τις αξίες τους.

Ας είναι…

Ας γυρίσουμε όμως στο στόχο της έκθεσης ΙΙ

Ποιος είναι άραγε ο στόχος μιας έκθεσης σύγχρονης αρχιτεκτονικής και μάλιστα όταν πραγματοποιείται στον τόπο που κατασκευάστηκαν τα έργα που θα φιλοξενήσει;

Είναι πριν απ’ όλα μια απόδειξη της κατανόησης, της αποδοχής και του σεβασμού στον αρχιτέκτονα και στο έργο του από ένα μέρος της κοινότητας που τον εμπιστεύτηκε, και βέβαια ή κατανόηση– εάν υπάρχει – από την όποια Δημόσια εξουσία για τα δικά της κτήρια και τον υπαίθριο δημόσιο χώρο στις πόλεις της Κρήτης που έτυχε να διαμορφώσει.

Είναι ακόμα η έκθεση αυτή ο καθρέφτης της φροντίδας για την συντήρησή και την αξιοποίηση της παρουσίας όσων έργων έρχονται από το παρελθόν και απαιτούν την συντήρηση, την αξιοποίηση και την αποκατάστασή τους, με τον προσήκοντα πάντα σεβασμό. 

Είναι τέλος η κατά το δυνατόν κάλυψη του κενού της ενημέρωσης που επιχειρεί αυτή η έκθεση, για την σε όλους τους τομείς της Αρχιτεκτονικής δραστηριότητας στον ιδιωτικό αλλά και ιδιαίτερα στον δημόσιο τομέα,που εικονογραφεί τις επιλογές της Διοίκησης για την φροντίδα του δημόσιου χώρου. Η προσεκτική οργάνωση αυτών των ανά τριετία - όπως θα θέλαμε – εκθέσεων, δύναται να προσφέρει την δυνατότητα στο κοινό, με την προσεκτική προετοιμασία και οργάνωσής τους να ασκεί τεκμηριωμένη κριτική για όλα όσα έχουν γίνει και για όσα, ενώ θα έπρεπε, δεν έγιναν, ώστε να πιέζει για την πραγματοποίησή τους.

Πώς;;;

Για να πετύχει λοιπόν αυτός ο στόχος απέναντι στο κοινό που θα την επισκευθεί,  πρέπει οι υπεύθυνοι επιμελητές :

1. να οργανώσουν το προς έκθεση υλικό σε ενότητες που θα επιτρέψουν στον επισκέπτη να συγκρίνει τα έργα σε ένα ενιαίο κάθε φορά πλαίσιο, και να τον βοηθήσει να αντιληφθεί τις επιλογές, να κατανοήσει τις προθέσεις και τελικά αξιολογώντας κριτικά τα έργα να επικοινωνήσει φιλικά με αυτά, ορισμένα από τα οποία αποτελούν την καθημερινότητα του περιβάλλοντός του.

2. να εφοδιάσει το κοινό με στοιχεία που θα του επιτρέψουν να ασκήσει μια τεκμηριωμένη κριτική προς την πολιτεία για την ασήμαντη παρουσία σε αυτήν την έκθεση δημόσιων κτηρίων και δημόσιου χώρου, που εικονογραφεί την αδιαφορία της για την εικόνα της Πόλης, μήπως κάποτε ξυπνήσει η ωραία του Δάσους.

3. να ενεργοποιήσει τους αρχιτέκτονες ως ένα είδος συνεχιζόμενης εκπαίδευσης - καθώς τους αποσπά από την τριβή της καθημερινότητας - και τους δίνει την δυνατότητα να σκεφτούν ξανά πάνω στην ουσία της δουλειάς τους, την σχέση τους με την κοινότητα, τις αρχιτεκτονικές επιδιώξεις τους, τους μελλοντικούς τους στόχους. Πρώτα αυτούς που μετέχουν με τα έργα τους αλλά επίσης και το σύνολο των συναδέλφων που δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να συμμετάσχουν, αναβάλλοντας για μια άλλη φορά την συμμετοχή τους, αλλά ακόμα και εκείνους τους συναδέλφους που ενταγμένοι στους δημόσιους φορείς ασκούν τον έλεγχο και ορίζουν τις διαδικασίες αποδοχής και έγκρισης των έργων.

Για όλους μας η προσεκτική μελέτη αυτής της έκθεσης λειτουργεί ως Επίκληση Αλληλεγγύης και Συλλογικότητας ανάμεσα στους συναδέλφους, που ελπίζουμε ότι την περιμένουν ως μια γόνιμη στιγμή συνεχιζόμενης εκπαίδευσης στην σταδιοδρομία τους, ταυτόχρονα, διδασκαλίας και κυρίως μαθησης.

Η 4η triennale ήταν η τελευταία που πρόλαβα να οργανώσω, μια και η 5η που είχα αρχίσει να προετοιμάζω έπεσε στο κενό μετά την αναπάντεχα απομάκρυνσή μου από το ΚΑΜ το 2011. 


Το 1997 στο ξεκίνημα των δραστηριοτήτων του ΚΑΜ. Είχα δηλώσει ότι στο μέτρο που παραμένω καλλιτεχνικός διευθυντής δεν έχω σκοπό να παραμείνω απλός παρατηρητής και διεκπεραιωτής αυτής της triennale, που τότε, για πρώτη φορά θα άνοιγε τις πύλες της στο κοινό της Κρήτης, και που για πρώτη φορά είχαμε από κοινού συμφωνήσει ότι πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος να γίνεται αρχιτεκτονική κριτική τεκμηριωμένη για τα εκτιθέμενα έργα, καθώς η κριτική είναι το απαραίτητο άλλο σκέλος της αρχιτεκτονικής σύνθεσης. Το ερώτημα που είχε τότε τεθεί ήταν το ΠΟΤΕ σε πια στιγμή θα γινόταν κριτική και από ποιούς.

Και τότε καταλήξαμε ότι η κρίση για να έχει νόημα πρέπει να γίνεται με την αποδοχή κατ’ αρχήν όλων των έργων που πρότειναν οι συνάδελφοι με μια σύντομη περιγραφή για να είναι δυνατή η συγκριτική θεώρηση τους ώστε να οριστούν οι ομαδοποιήσεις και να συγκεκριμενοποιηθεί ο αριθμός τους ώστε να συσχετισθεί με τον διαθέσιμο χώρο στο Μεγάλο Αρσενάλι.

Η επιτροπή οργάνωσης της 4ης Triennale με βάση αυτή την στοιχειώδη περιγραφή ομαδοποίησε κατέταξε και εκτίμησε τον απαιτούμενο χώρο για αυτά τα 132 έργα σε σχέση με τις πινακίδες που είχαν ζητηθεί για κάθε ενότητα- κατοικία , ειδικά κτήρια, δημόσια κτήρια, δημόσιος χώρος… κλπ.

Η επιτροπή εκ των προτέρων γνωστή, επελέγη έτσι ώστε να εκπροσωπούνται σε αυτήν όσο είναι δυνατόν οι διαφαινόμενες αρχιτεκτονικές τάσεις και ηλικίες στην περίπτωσή μας ήταν οι: Νίκος Κτενάς, Δημήτρης Παπαλεξόπουλος, Ντίνος Σπυριδονίδης, Δημητρης Φατούρος.

Η επιτροπή δεν θα αναζητούσε την «καλλίτερη» αρχιτεκτονική πρόταση, αλλά το κάθε μέλος με δική του ευθύνη θα επέλεγε 9 προτάσεις που θα εξέφραζαν κατά την γνώμη του τον χαρακτήρα και το πνεύμα της έκθεσης, με την υποχρέωση να παρουσιάσει σε μια συνάντηση όπως η σημερινή τα επιχειρήματα με τα οποία έκανε τις επιλογές του. Τέλος.

Προσθέσαμε τότε σε αυτή την κρίση, εκτός από τους 4 κριτές των οποίων φυσικά κάποιες επιλογές θα συνέπιπταν, μια ακόμα κριτική ματιά, που προέκυψε από την ψήφο των ίδιων των αρχιτεκτόνων που αποφάσισαν να εκτεθούν. Έπρεπε και αυτοί ο κάθε ένας ξεχωριστά να επιλέξει 9 έργα με τον ίδιο στόχο και με το δικό του σκεπτικό. Από το σύνολο αυτών των απόψεων προέκυψε η επιλογή άλλων 13 έργων από τα οποία μάλιστα τα 9 συνέπεσαν με εκείνα των κριτών.

Θυμήθηκα και βρήκα όλη την διαδικασία που κατέληξε στην συγκέντρωση των 132 έργων που προτάθηκαν τότε από 67 γραφεία, και την κατάταξή τους σε 7 ομάδες που χωρίστηκαν μετά στα 3 και κατανεμήθηκαν: στο Ισόγειο, στον όροφο και στο πατάρι του ΚΑΜ ώστε να χωρέσουν όλα. Τότε αποφασίστηκαν από κοινού οι διαστάσεις της πινακίδας και ποιά έργα θα παρουσιάζονταν σε οριζόντιες ή σε κατακόρυφες πινακίδες ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των έργων που είχαν προταθεί, ώστε να αποφασιστεί η θέση τους στο κτήριο.

Ταυτόχρονα έγιναν οι συνεννοήσεις με τους 4 συναδέλφους που θα έκαναν τις προσωπικές τους εκτιμήσεις αποτίμησης της έκθεσης και τις επιλογές τους για τα αντιπροσωπευτικά της έργα.

Στο τέλος των εκδηλώσεων που έγιναν και τον διάλογο που ακολούθησε, μετά την ατομική κριτική κατάθεση και τις γραπτά τεκμηριωμένες επιλογές ενός εκάστου των 4 συναδέλφων που είχαν αναλάβει να ξεχωρίσουν τα 9 έργα που ο κάθε ένας θεωρούσε ότι αντιπροσώπευαν ικανοποιητικά την γενική εικόνα της έκθεσης, συγκεντρώθηκαν τα έργα που προέκυψαν από τις επιλογές που ζητήσαμε να προτείνουν όλα τα γραφεία που συμμετείχαν στην έκθεση, από τα οποία προέκυψαν τα πρώτα 13, τα 9 από τα οποία μάλιστα συνέπεσαν με εκείνα των 4 συναδέλφων. Έτσι προέκυψαν 27 έργα από τα 132 που είχαν εκτεθεί.

Αυτή η μικρή ευκίνητη, αντιπροσωπευτική της μεγάλης έκθεσης, ομάδα έργων διαμορφώθηκε καθώς επρόκειτο να ταξιδέψει στις διάφορες πόλεις της Κρήτης, αλλά και στις πόλεις που διέθεταν αρχιτεκτονικές σχολές ή τοπικούς πολιτισμικούς θεσμούς. Τελικά τα 27 έργα εκτέθηκαν αργότερα μόνο μια φορά λόγω οικονομικών δυσκολιών, στο κέντρο πολιτισμού της Λαμίας όπου απέσπασαν εξαιρετικά σχόλια.

Είναι γεγονός ότι η παρουσίαση ενός αρχιτεκτονικού έργου στο σκληρό φως της δημοσιότητας, «αφυδατωμένο» καθώς απουσιάζει η δυνατότητα επίσκεψης στους ίδιους τους χώρους του , είναι πάντα ένα πρόβλημα. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν δεν συνδέεται με άλλα έργα κάποιου γνωστού δημιουργού, οπότε είναι άγνωστη η βιωμένη πραγματικότητα που επιχειρεί.

Καθώς, όπως γράφει ο Πάλασμαα:

Ένα αρχιτεκτονικό έργο δεν βιώνεται ως μια συλλογή
αλλά ως μια ολοκληρωτική σωματοποιημένη υλική και πνευματική παρουσία. μεμονωμένων οπτικών εικόνων 


και συνεχίζει:

όλες οι αισθήσεις, συμπεριλαμβανομένης και της όρασης μπορούν να θεωρηθούν επεκτάσεις της Αφής …και ίσως είναι αυτός ο βιωμένος χώρος όπου: η οπτική κατάσταση της υλικότητας, της απόστασης και του χωρικού βάθους δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την συνέργεια της απτικής μνήμης …»  Τζωρτζ Μπερκλυ 

Το κενό αυτό, όπου «Το μάτι είναι το όργανο της απόστασης και του διαχωρισμού ενώ η αφή είναι η αίσθηση της εγγύτητας της οικειότητας και της τρυφερότητας» πρέπει να επιχειρεί να καλύψει η βαφτισμένη triennale που οργανώνει το ΚΑΜ, όποτε μπορεί και όποτε του προσφέρονται οι δυνατότητες, οργανώνοντας επισκέψεις στη διάρκεια της έκθεσης στα κτήρια που είναι προσιτά, καλλιεργώντας ταυτόχρονα μια εξωστρεφή ματιά προς ότι συμβαίνει στην υπόλοιπη Ελλάδα και ίσως κάποτε και στη Μεσόγειο .

Κι αυτό πιστεύω δεν γίνεται χωρίς την υπεύθυνη παρουσίαση των αρχιτεκτονικών έργων από τους αρχιτέκτονές τους αλλά και από εκείνους τους ανεγνωρισμένους συναδέλφους που θα έπρεπε να είχαν κληθεί για να ασκήσουν την όποια κριτική αποτίμηση της έκθεσης. Αποτίμηση που δεν επιχειρεί να μοιράσει διακρίσεις, βραβεία κι άλλα παρόμοια που κατά την γνώμη μου τουλάχιστον, δεν σημαίνουν πολλά πράγματα για το σύνολο εκείνων που εκθέτουν, αν δεν συνοδεύονται από ειλικρινή ανεπηρέαστα και τεκμηριωμένα κριτικά σχόλια.

Σχόλια που θα επιτρέπουν στους αρχιτέκτονες που θα τα εισπράξουν να συνειδητοποιήσουν – αν δεν το έχουν κάνει μέχρι τότε - ότι με το κάθε έργο τους γράφουν μαζί με την δική τους ιστορία και την ιστορία της χώρας τους πέρα από τα κέρδη και τις ζημιές της καθημερινότητας .

«Την ειλικρίνεια την θέλω γραπτώς» όπως έλεγε ο Ηλίας Πετρόπουλος.


Το ίδιο αίσθημα πρέπει να μεταφέρει η έκθεση με παράλληλες εκδηλώσεις και στους συναδέλφους που έχουν ενταχθεί στις διάφορες υπηρεσίες, οι οποίοι πρέπει να ενθαρρύνουν ως ελέγχοντες τις προτάσεις που κάτι αναζητούν, διευκολύνοντας την αναζήτηση και την έρευνα, με θάρρος σοβαρότητα και γενναιοδωρία.

Πώς;

Πωώς όμως θα γίνει αυτό; Με ποιες διαδικασίες αυτή η έκθεση δεν θα είναι μια συνηθισμένη έκθεση που προκύπτει από μια τυπική πρόσκληση στην οποία θα καλούνται να υποβάλλουν τις προτάσεις τους όσοι επιθυμούν να εκθέσουν σε κάποια επιτροπή συναδέλφων, οι οποίοι θα κρίνουν με τα δικά τους κριτήρια αποκλείοντας ενδεχομένως με τα ελάχιστα στοιχεία που θα συνοδεύουν την αίτηση συμμετοχής κάποιες αξιόλογες προτάσεις που δεν παρουσιάστηκαν όσο καλά θα έπρεπε; Ας μη ξεχνάμε ότι μια παρουσίαση αρχιτεκτονικού έργου απαιτεί κόστος και χρόνο απασχόλησης που προσφέρουν οι αρχιτέκτονες που εκθέτουν στους οποίους οφείλουμε την ευγνωμοσύνη μας για αυτή την δημόσια προσφορά τους.

Έχουμε συνηθίσει εμείς οι αρχιτέκτονες να δίνουμε συνεχώς εξετάσεις αδιαμαρτύρητα, μεταθέτοντας τις ευθύνες των επιλογών και των τελικών αποφάσεων σε επιτροπές που συχνά συγκροτούνται με γραφειοκρατικές διαδικασίες. Επιτροπές Αρχαιολόγων, επιτροπές αρχιτεκτονικού ελέγχου στα πολεοδομικά γραφεία, κριτικές επιτροπές στους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς. Παντού εξετάσεις αν το έργο μας εγκρίνεται με παρατηρήσεις ή όχι ή αν απορρίπτεται.

Ποιοί όμως επιλέγουν αυτές τις επιτροπές; Ποιά προσόντα απαιτούνται για την συμμετοχή σε αυτές, ώστε να δεχόμαστε αδιαμαρτύρητα τα ενδεχομένως λογικά τεκμηριωμένα επιχειρήματά τους;

Και ας δεχθούμε ότι έχουν νόημα αυτές οι επιτροπές καθώς οι άθλιες συνθήκες άσκησης της αρχιτεκτονικής στον τόπο μας, που επιτρέπουν όπως ήδη ανέφερα σε πολιτικούς μηχανικούς και τοπογράφους να χτίζουν μέχρι και διώροφα, έχοντας παρακολουθήσει ελάχιστα μαθήματα αρχιτεκτονικής σε κάποια εξάμηνα, μαθήματα που έχουν στόχο να τους μάθουν πώς να συνεργάζονται με αρχιτέκτονες και όχι να τους διδάξουν την αρχιτεκτονική σύνθεση, προϋπόθεση της αρχιτεκτονικής δημιουργίας, την οποία διδάσκονται οι αρχιτέκτονες όχι σε ένα ή δύο εξάμηνα αλλά σε όλη τη διάρκεια των σπουδών τους. Τι έχουμε κάνει για να ενημερώσουμε τους πολίτες για αυτή την απάτη που συντηρεί η Πολιτεία;

Δεν φτάνουν όλες αυτές οι διαδικασίες κρίσης που υφιστάμεθα έχουμε επιπλέον να αντιμετωπίσουμε πολυποίκιλους αφόρητους και συχνά ανόητους κανονισμούς που πολλές φορές έχουν συνταχθεί από ανθρώπους που δεν έχουν ποτέ αντιμετωπίσει το χτίσιμο ενός έργου μέσα σε ένα δύστροπο πολλές φορές περιβάλλον που δεσμεύεται από υπερβολικές διατάξεις που επιχειρούν να απαγορεύσουν τις παρανομίες παρά να εμπνεύσουν δημιουργικές εκλάμψεις.

Και πέρα από όλα αυτά διατυπώνονται κανονισμοί οι οποίοι πολλές φορές προέρχονται από την ΕΕ . Όμως εκεί ισχύουν άλλες διαδικασίες εγκρίσεων. Άλλη νοοτροπία. Άλλες κλιματικές συνθήκες. Ποιές επιτροπές αποδέχονται και εισηγούνται να ισχύσουν στην Ελλάδα αυτά που ισχύουν στην Ολλανδία; Με ποια λογική; Με ποια προσόντα επιλέγονται τα μέλη αυτών των επιτροπών;

Δεν έχουμε δυστυχώς ασχοληθεί ποτέ σοβαρά ως σώμα αρχιτεκτόνων με αυτά τα θέματα γιατί θέλουν αφοσίωση και πολύ χρόνο και απαιτούν δαπάνες που το ΤΕΕ δεν είναι καθόλου πρόθυμο να πληρώσει αφού άλλωστε κανείς δε του το έχει ζητήσει…

Θα μπορούσα να συνεχίσω την παρουσίαση όλων αυτών των δυσοίωνων και δυσάρεστων προβλημάτων, αλλά νομίζω αρκετά, Στους κύκλους μας και όχι μόνο είναι γνωστά αυτά. Κι όμως ερχόμαστε στις μεταξύ μας σχέσεις, για αυτή την έκθεση και προσθέτουμε πάλι εξετάσεις!

Πάλι έλεγχο από κάποια επιτροπή, η οποία θα κρίνει εάν κάποιο έργο αξίζει να εκτεθεί ή όχι στην έκθεση αυτή που σήμερα κλείνει, αποδεικνύοντας έτσι ότι δεν εμπιστευόμαστε την κρίση των ίδιων των συναδέλφων μας που αποφασίζουν παρ’ όλες τις δυσκολίες που ήδη ανέφερα, να εκθέσουν κάποιο έργο τους, στην κρίση του κοινού και των συναδέλφων του.

Και μόνο ο διαθέσιμος χώρος θα ήταν δυνατόν να περιορίσει τον αριθμό των πολλαπλών προτάσεων από τον καθένα μας για να χωρέσουν όλοι. Αυτά όμως είναι λεπτομέρειες που οφείλει να επιλύει με συναίνεση η ομάδα των συναδέλφων που παίρνει την δύσκολη απόφαση να «τρέξει» την έκθεση αναλαμβάνοντας και την ευθύνη επίλυσης αυτών των δύσκολων προβλημάτων, για τα οποία όμως υπάρχουν λύσεις .

4η triennale 



Μετά από όλα αυτά πρέπει να πω ότι:

Εκτιμώ βαθύτατα την απόφαση όλων όσων συμμετείχαν με έργα τους στην έκθεση, διακινδυνεύοντας την-καλοπροαίρετη ή όχι - κρίση της επιτροπής προεπιλογής, των συναδέλφων τους και του κοινού που είναι ο τελικός αποδέκτης όλων των προσπαθειών μας.

Ανεξάρτητα από την διαφωνία μου για την διαδικασία οργάνωσης της έκθεσης, την οποία επιχείρησα να τεκμηριώσω με όσα ήδη έχω διατυπώσει, πρέπει να αναγνωρίσω ότι και μόνο το γεγονός ότι κάποιοι συνάδελφοι ενεργοποίησαν το ΚΑΜ, ανέλαβαν την ευθύνη και πραγματοποίησαν αυτή την έκθεση δεν είναι μικρό εγχείρημα για το οποίο τους ευχαριστώ προσωπικά.

Και ακόμα τους ευχαριστώ που μου έδωσαν την ευκαιρία να ξαναθυμίσω πράγματα που ίσως δεν ήξεραν, ώστε την επόμενη φορά να τα ξανασκεφτούν εκείνοι που σε 3 χρόνια με προσωπικό κόπο θα αναλάβουν την οργάνωση παρόμοιας πρωτοβουλίας που αφορά όλους, αλλά και όσοι αποφασίσουν να συμμετάσχουν σε αυτές, ελέγχοντας και διαμορφώνοντας από κοινού τους όρους αυτής της υπεύθυνης δημόσιας εκδήλωσης.

Ίσως έτσι- έστω και στο λίγο χρόνο επίσκεψης μιας τέτοιας έκθεσης που θα έχει προκύψει με την από κοινού κατάθεση εμπιστοσύνης μεταξύ επιτροπής πρωτοβουλίας και όσων συμμετέχουν - θα δοθεί η δυνατότητα σε όλους, συμμετέχοντες και μη, να πάρουν βαθιές ανάσες ελευθερίας, για να επιστρέψουν πιο αισιόδοξοι στην δύσκολή και τόσο απαιτητική καθημερινότητά μας, ο καθ’ ένας από το πόστο του, ελέγχων ή ελεγχόμενος.

ΕΞΟΔΟΣ

Να εκθέτεις σημαίνει να εκτίθεσαι να διακινδυνεύεις
γράφει ο Οκτάβιο Παζ

Αυτός ήταν τίτλος της αφίσας που συνόδευε την τελευταία έκθεση που οργανώσαμε όλοι μαζί το 2007 εδώ στον ίδιο χώρο. Τον υπενθυμίζω για να επισημάνω το γεγονός ότι η απόφαση των συναδέλφων που επιθυμούν να παρουσιάσουν το έργο τους στην κρίση του κοινού και των συναδέλφων τους, δεν θέλω να πιστεύω και δεν πιστεύω ότι προκύπτει από την διάθεση αυτοπροβολής.

Θεωρώ ότι είναι μια πράξη ευθύνης την οποία δεν έχω το δικαίωμα να κρίνω. Οφείλω να την αποδεχτώ στο όνομα της αποκατάστασης αυτής της κοινής εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης, που ήδη ανέφερα, και που πρέπει το ΚΑΜ, ως δημόσιος φορέας να καλλιεργεί.

Αυτή και μόνο η σκέψη, πιστεύω ότι απαγορεύει ακόμα και την πρόθεση μιας κρίσης από μια οιαδήποτε επιτροπή, η οποία θα απαγορεύσει την έκθεση του έργου ενός συναδέλφου, που ο ίδιος κρίνει ότι μπορεί να συμβάλει στην κοινή προσπάθεια βελτίωσης του φυσικού ή του αστικού περιβάλλοντος.

Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.

φωτο Πέτρος Παττακός



2. 

Μυρτώ Κιούρτη

Πολεοδομώντας από το διαμέρισμα



Διάλεξη που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του Συνεδρίου με τίτλο ΠΟΛΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ 1974-2004, που πραγματοποιήθηκε στην Αίθουσα Τελετών "Λύσανδρος Καυταντζόγλου" της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ στις 20 &21 Ιανουαρίου 2023. Οργανώθηκε από το Εργαστήριο Ιστορίας & Θεωρίας της  Σχολής στο πλαίσιο του Προγράμματος Ενίσχυσης Βασικής Έρευνας 2020.


Πολύ συχνά οι αρχιτέκτονες νιώθουμε ότι στην Αθήνα υπάρχει έλλειμμα δημόσιας αρχιτεκτονικής και πολεοδομικού σχεδιασμού.

Στην εισήγησή μου σήμερα θα υποστηρίξω ότι αυτό δεν ισχύει αναγκαστικά και πως αντιθέτως η αρχιτεκτονική του δημόσιου βίου στην Αθήνα είναι ιδιαίτερη, πρωτοποριακή και γι' αυτό αξίζει να την αναδείξουμε ως τέτοια.


Σύμφωνα με το λεξικό του Τριανταφυλλίδη διαμέρισμα σημαίνει ενιαίο σύνολο από επιμέρους χώρους που ανήκουν σε ευρύτερη οικοδομή και ταυτόχρονα υποδιαίρεση μιας χώρας, περιοχής, επαρχίας ή πόλης.

Το ρήμα διαμερίζω αντίστοιχα σημαίνει χωρίζω σε μικρότερα μέρη, σε μερίδια.

Στην πραγματικότητα στην Ελλάδα ο αστικός σχεδιασμός δεν παράγεται αποκλειστικά από το όλον προς το μέρος αλλά αμφίδρομα και από το μέρος προς το όλον.

Αυτό οφείλεται στο σύστημα διασποράς της γαιοκτησίας που υπάρχει στην Ελλάδα.

Ο ιστορικός Γιώργος Δερτιλής έχει εξηγήσει πως η διασπορά της γαιοκτησίας στην χώρα μας οφείλεται καταρχήν στην γεωγραφία της.

Τα διάσπαρτα νησιά, η μεγάλη ακτογραμμή και η συνεχής εναλλαγή ανάμεσα σε βουνά και πεδιάδες είναι φυσικά εμπόδια που ιστορικά απέτρεψαν την ενοποίηση μεγάλων εκτάσεων καλλιεργήσιμης γης.

Η διασπορά της γαιοκτησίας οφείλεται και σε ένα ιστορικό πολιτικό γεγονός. Η αποχώρηση των Οθωμανών συνοδεύτηκε από των διαμοιρασμό των γαιών που ανήκαν στους Οθωμανούς γαιοκτήμονες. Αργότερα, η μεγάλη αγροτική μεταρρύθμιση του Ελευθερίου Βενιζέλου ολοκλήρωσε αυτή την διασπορά της αγροτικής ιδιοκτησίας.

Διασπορά γαιοκτησίας όμως σημαίνει διασπορά εξουσίας.

Αφού στην Ελλάδα δεν είχαμε φέουδα στον βαθμό που υπήρχαν στην Ευρώπη, δεν είχαμε ούτε τόσο ισχυρούς φεουδάρχες. Δεν είχαμε επίσης ποτέ μεγάλη βιομηχανία. Κατά συνέπεια δεν αποκτήσαμε ποτέ ισχυρό κράτος.

Η διασπορά της εξουσίας στην Ελλάδα αποτυπώνεται στον σχεδιασμό της πόλης. Η Αθήνα δεν είναι μια τελείως άναρχη πόλη. Από τις θέσεις εξουσίας που υπάρχουν έχουν παραχθεί πολεοδομικά σχέδια.

 (Εικόνα 01) 

Όμως επειδή η ισχύς αυτών των θέσεων είναι περιορισμένη κάθε σχέδιο παραμορφώνεται κατά την εκτέλεσή του, γιατί οι πολλοί τους οποίους το σχέδιο αφορά έχουν την ισχύ να το επηρεάσουν. 



 (Εικόνα 02)

Το ίδιο εξάλλου ισχύει και με τον νόμο. Στην Ελλάδα υπάρχει νομικό πλαίσιο και μάλιστα πολυσχιδές, όμως επειδή δεν υπάρχει ισχυρός ελεγκτικός μηχανισμός ο νόμος εφαρμόζεται μερικώς.

Λόγω των παραπάνω δεδομένων οι αρχιτέκτονες συχνά πιστεύουμε πως η Ελληνική κοινωνία τορπιλίζει κάθε μας πρόταση.

Όμως αυτό δεν είναι ακριβώς έτσι. Οι Έλληνες αρχιτέκτονες έχουμε διαχρονικά μια πολύ πιο βαθιά επίδραση στην κοινωνία μας σε σύγκριση με αρχιτέκτονες άλλων χωρών.

Οι αρχιτέκτονες στην Ελλάδα δεν επικρατούν με σχέδια μεγάλης κλίμακας που επιβάλλονται εκ των άνω αλλά με μικρά έργα που λειτουργούν ως παραδείγματα τα οποία αντιγράφουν οι μη αρχιτέκτονες χωρίς ποτέ να το παραδέχονται ανοιχτά.

Όπως έλεγε γλαφυρά και μια οικογενειακή μας φίλη πολιτικός μηχανικός: Να κλέψουμε και καμία ιδέα.

Με τον τρόπο αυτό επικράτησε στην Ελλάδα ο νεοκλασικισμός. 

(Εικόνα 03)

Λίγοι αρχιτέκτονες σχεδίασαν έργα σχετικά μικρής κλίμακας τα οποία αντιγράφηκαν παραφρασμένα και κατέκλυσαν την επικράτεια. 

(Εικόνα 04)

Ο Μάνος Μπίρης έχει περιγράψει το φαινόμενο ως «πάνδημο ελληνικό νεοκλασικισμό».

Μέσα από το ίδιο τρίπτυχο:
Σχέδιο που αποδομείται κατά την υλοποίηση
Νόμος που εφαρμόζεται μερικώς και
Παράδειγμα που αντιγράφεται παραφρασμένο
διαμορφώθηκε και η Μοντέρνα Αθήνα. 

(05)

Ο Kenneth Frampton έχει πει ότι η Αθήνα είναι η κατεξοχήν Μοντέρνα πόλη.

Η κυριαρχία του Μοντέρνου φαίνεται και αν συγκρίνει κανείς την Αθήνα με άλλες πόλεις, όπως για παράδειγμα το Λονδίνο το οποίο ακόμα και σήμερα σε συντριπτικό βαθμό χτίζεται σε νέο-βικτωριανό στυλ. 

(Εικόνα 06)

Στις Ηνωμένες Πολιτείες ο Μοντερνισμός υποχώρησε μετά την δεκαετία του ’80. Γι’ αυτό και οι Αμερικανοί κάνουν λόγο για mid-century modernism. 

(Εικόνα 07)

Αντιθέτως στην Ελλάδα ο Μοντερνισμός υιοθετήθηκε με πολύ πιο επιτυχή τρόπο από ό,τι συνέβη σε άλλες χώρες. 

(Εικόνα 08)

Οι αρχιτέκτονες μετά το ’60 ανέδειξαν διεθνώς τον προβληματικό τρόπο εφαρμογής του Μοντέρνου σε πολλές νέες πόλεις ανά τον κόσμο. 

(Εικόνα 09)

Οι Venturi και Scott Brown στιγμάτισαν τις ομοιόμορφες Μοντέρνες πόλεις προκρίνοντας την πολυπλοκότητα και την αντίφαση ως επιθυμητές αστικές ιδιότητες.

Ο Eisenman μέσω του στοχασμού του Derrida οραματίστηκε την αποδόμηση των απόλυτων σχημάτων του Μοντέρνου. 

(Εικόνα 10)

Ο Frampton αμφισβήτησε τον κεντρικά σχεδιασμένο τρόπο παραγωγής της πόλης και πρότεινε μια αρχιτεκτονική τοπική και χειρωνακτική.

Ο Habraken απέρριψε τον ολοκληρωτικό σχεδιασμό μεγάλης κλίμακας και παρότρυνε τους αρχιτέκτονες να συνεργαστούν με τους πολίτες. 

(Εικόνα 11)

Η στάση των αρχιτεκτόνων συντονίζεται με αιτήματα της κοινωνίας μετά τον Μάη του’68: την αμφισβήτηση της συγκεντρωμένης εξουσίας, την διεκδίκηση του αυτοπροσδιορισμού, της διαφορετικότητας και της αυτοέκφρασης. 

(Εικόνα 12)

Τα οράματα όμως των αρχιτεκτόνων μετά το ’60 προσκρούουν στην ιδιοκτησιακή συνθήκη και καταλήγουν σε αδιέξοδο.

Δεν μπορείς να έχεις πολυπλοκότητα, αντίφαση, αποδομημένους σχηματισμούς, μικρής κλίμακας, τοπική οικοδομική παραγωγή και δημιουργική έκφραση της ατομικότητας των κατοίκων όταν σε μεγάλες εκτάσεις γης που ανήκουν σε λίγους, αρχιτεκτονικά γραφεία με λίγους επικεφαλής star αρχιτέκτονες συνεχίζουν να σχεδιάζουν φαραωνικής κλίμακας έργα. 

(Εικόνα 13)

Το αδιέξοδο εντοπίζει ο Tafuri και καλεί τους αρχιτέκτονες να απέχουν από την οικοδομική παραγωγή.

Οι μεταμοντέρνοι αρχιτέκτονες αναγκάζονται συχνά να παράγουν μια αρχιτεκτονική που αναπαριστά την συνθετότητα που θα προέκυπτε αν η πόλη δεν σχεδιαζόταν από τους λίγους για τους πολλούς. 

(Εικόνα 14)

Στην Ελλάδα οι αντίστοιχες μεταμοντέρνες αναζητήσεις εκφράζονται μετά το '70 με δύο τρόπους, έναν εξαιρετικά γόνιμο και έναν ολέθριο.

Η προβληματική εκδοχή παρήχθη από τους αρχιτέκτονες που κατασκεύασαν στην Ελλάδα μεταμοντέρνα κτίρια. Ενδεικτική είναι η περίπτωση του Πορφύριου. 

(Εικόνα 15)

Όπως ανέφερα και παραπάνω η Ελληνική πόλη χτίζεται μέσα από την παραφρασμένη αντιγραφή του παραδείγματος των αρχιτεκτόνων.

Το μοντέρνο χαρακτηρίζεται από αυτοπειθαρχία και αφαίρεση. 

(Εικόνα 16)

Έτσι η παραφρασμένη αντιγραφή του μοντέρνου παραδείγματος παρήγαγε μια καλή αστική συνθήκη που ισορρόπησε ανάμεσα στην ομοιομορφία και την ετερογένεια. 


(Εικόνα 17)

Όπως οι Έλληνες μηχανικοί και εργολάβοι έχτισαν την μοντέρνα Αθήνα αντιγράφοντας τις πολυκατοικίες του Ζενέτου και του Βαλσαμάκη, 

(Εικόνα 18)

από το ’80 και μετά αντιγράφουν τα μεταμοντέρνα παραδείγματα. 

(Εικόνα 19)

Αυτό είχε καταστροφικά αποτελέσματα για την ελληνική πόλη. Διότι αντιγράφοντας το μεταμοντέρνο παράδειγμα διέλυσαν την συνέχεια του αστικού μετώπου. 

(Εικόνα 20)

Οι τραγικές πολυκατοικίες με τα γύψινα αετώματα, τα μπαλούστρα στα κάγκελα, την ακατάσχετη πολυλογία στα μπαλκόνια είναι αποτέλεσμα της παραφρασμένης αντιγραφής των παραδειγμάτων που κατασκεύασαν αστόχαστα οι μεταμοντέρνοι αρχιτέκτονες. 

(Εικόνα 21)

Η Αθήνα ήταν ήδη μια πόλη με πλούσιες παραλλαγές που έφτιαχναν οι μη αρχιτέκτονες πατώντας πάνω στον κανόνα των αρχιτεκτόνων. Ο κανόνας αυτός δεν χρειαζόταν περισσότερη ελευθεριότητα αλλά ακριβώς το αντίθετο ακόμα περισσότερη πειθαρχία. 

(Εικόνα 22)

Την ίδια ώρα οι μεταμοντέρνες ανησυχίες οδηγούν και σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα κατεύθυνση η οποία εν εκφράστηκε με κτίρια αλλά με τα κείμενα του Δημήτρη Φιλιππίδη και του Παναγιώτη Τουρνικιώτη.

Ο Δημήτρης Φιλιππίδης κάνει το διδακτορικό του στο Michigan την εποχή που η Αμερικανική συγκλονίζεται από τον σεισμό του μεταμοντέρνου. 

(Εικόνα 23)

Γυρνώντας στην Ελλάδα ξεκινά ένα κοπιώδες αρχιτεκτονικό εγχείρημα. Κατασκευάζει το νέο αφήγημα της Ελληνικής πόλης έχοντας αντιληφθεί ότι τα διεθνή μεταμοντέρνα πολεοδομικά οράματα εδώ έχουν ήδη εν μέρει υλοποιηθεί. 

(Εικόνα 24)

Εξηγεί ότι η Αθήνα χαρακτηρίζεται από μείξη χρήσεων σε αντίθεση με το ολέθριο zoning της μοντέρνας πολεοδομίας. Έχει την σωστή πυκνότητα που της δίνει ζωντάνια και ισορροπεί ανάμεσα σε σχεδιασμό μεγάλης κλίμακας και μια παρα-πολεοδομία ή παρα-αρχιτεκτονική που στέκεται δίπλα στην επίσημη υψηλή αρχιτεκτονική και συνδιαλέγεται μαζί της. 

(Εικόνα 25)

Ο Παναγιώτης Τουρνικιώτης κάνει ένα διδακτορικό στην Γαλλία με την φιλόσοφο Francoise Choay και ένα δεύτερο στην πολεοδομία. Επιστρέφει στην Αθήνα και όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά λέει: σχεδιάζει αρχιτεκτονική γράφοντας κείμενα. 

(Εικόνα 26)

Αντί για την «κειμενικότητα» της αρχιτεκτονικής που ψάχνει ο Eisenman και η οποία αναλώνεται σε μια εικονογράφιση της έννοιας της αποδόμησης 

(Εικόνα 27) 

ή αντί του νοήματος που αναζητούν οι Venturi και Scott Brown γυρνώντας σε μορφές του παρελθόντος

 (Εικόνα 28) 

ο Τουρνικιώτης καλλιέργησε την κριτική σκέψη μιας γενιάς αρχιτεκτόνων που χτίζουν.

Πρώτος μιλά για μια στοχαστική ιστορία της αρχιτεκτονικής που μοιάζει με ψυχανάλυση, γιατί ωθεί τους αρχιτέκτονες να αναρωτιούνται κάθε φορά γιατί χτίζουν αυτό που χτίζουν.

Ενώ εκ πρώτης ασκεί κριτική στο Μοντέρνο στην πραγματικότητα εμβαθύνει σε αυτό 

(Εικόνα 29) 

και πλάθει μια πολυσχιδή σχέση ανάμεσα στην Ελληνική αρχιτεκτονική και τον Μοντερνισμό. 



(Εικόνα 30)

Από την δεκαετία του 2000 και μετά η ελληνική αρχιτεκτονική κατακτά μια μορφή αυτογνωσίας που αποτυπώνεται σε τρεις εμβληματικές ελληνικές συμμετοχές στην Biennale της Βενετίας.

Το 2002 στο “Athens: Absolute Realism” ο Τάσος Κουμπής, ο Θανάσης Μουτσόπουλος και ο Richard Scoffier παρουσίασαν στο διεθνές κοινό την ελευθεριακή ελληνική αστική συνθήκη.

Το 2006 ο Λόης Παπαδόπουλος, ο Ηλίας Κωνσταντόπουλος, η Κατερίνα Κοτζιά και η Κορίνα Φιλοξενίδου ερμηνεύουν το Αιγαίο ως διάσπαρτη πόλη και διερευνούν το απολαυστικό βίωμα μιας μητροπολιτικής συνθήκης που είναι αποκεντρωμένη, ζωντανή και πυκνή.

Το 2012 ο Πάνος Δραγώνας και η Άννα Σκιαδά στην έκθεση “Made in Athens” εστιάζουν στην πολυκατοικία και αναδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο διαπλέκεται με εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πολιτισμικές συνιστώσες.

Σήμερα αν εξαιρέσει κανείς τις μεμονωμένες περιπτώσεις προβληματικής αναβίωσης της Ville Radieuse όπως συμβαίνει στο Ελληνικό 

(Εικόνα 31) 

ή τις εξίσου προβληματικές για την πόλη -κατά την γνώμη μου- εκδοχές ενός βιομορφικού μεταμοντερισμού, 

(Εικόνα 32) 

μια νέα γενιά Ελλήνων αρχιτεκτόνων έχει επίγνωση της ιδιοτυπίας της ελληνικής πόλης και εργάζεται προς την εξέλιξή της. 

(Εικόνα 33)

Αναρίθμητα αρχιτεκτονικά γραφεία αναδιαμορφώνουν τον αστικό ιστό που πάλλεται από ζωή προκαλώντας ολοένα και περισσότερο το διεθνές ενδιαφέρον. 




(Εικόνες 34, 35,36)

Στη συνεδρία με θέμα «Διαμέρισμα» στο πλαίσιο ενός συνεδρίου για την πόλη, ο Κώστας Τσιαμπάος, επιχειρεί να οργανώσει την συζήτηση προς μια τέτοια προσέγγιση.

Πιστεύω πως υπάρχουν δύο κατευθύνσεις που αξίζει να διερευνήσουμε.

Η μια αφορά το πώς ισορροπούμε ακόμα καλύτερα την επιθυμητή έκφραση της ατομικότητας με την μεγάλη συλλογικότητα. 



(Εικόνες 37,38,39)

Η δεύτερη έχει να κάνει με το πώς εκμεταλλευόμαστε την ιδιοτυπία της ελληνικής πόλης ώστε να προτείνουμε στο διεθνές στερέωμα μια δημόσια αρχιτεκτονική που είναι πιο πρωτοποριακή πολιτειακά και επιδραστική κοινωνικά σε σύγκριση με τον σχεδιασμό μεγάλης κλίμακας δημοσίων κτιρίων. 

(Εικόνα 40)

Θα αναφέρω ένα παράδειγμα από την ιστορία της ελληνικής αρχιτεκτονικής:

Το 1930 ο Γεώργιος Κοντολέων σχεδιάζει μια Σχολή Χορού. 

(Εικόνα 41)

Εξωτερικά το ογκοπλαστικό παραπέμπει σε δημόσιο κτίριο. Εσωτερικά όμως συμβαίνει κάτι πρωτοποριακό γιατί εδώ διδάσκει αλλά και κατοικεί η χορογράφος Κούλα Πράτσικα.

Οι ιδιωτικοί χώροι της κατοίκησης ελαχιστοποιούνται στον δεύτερο όροφο. Στον πρώτο όροφο αντί για το συμβατικό σαλόνι συναντάμε την αίθουσα χορού.

Στο βιβλίο «Κτίζειν, κατοικείν, σκέπτεσθαι» ο Martin Heidegger ισχυρίζεται πως το «κατοικώ» και το «είμαι» ταυτίζονται ως έννοιες.

Ο τρόπος με τον οποίο «κατοικώ» μέσα στον κόσμο, λέει ο φιλόσοφος, δηλώνει το ποιος στ’ αλήθεια «είμαι».

(Εικόνα 42)

Η Κούλα Πράτσικα κατοίκησε σε αυτό το κτίριο όχι ως σύζυγος, μητέρα ή οικοδέσποινα αλλά ως χορογράφος, πραγματώνοντας μέσω της αρχιτεκτονικής τον Εαυτό της.

Το υβριδικό αυτό έργο επηρέασε βαθύτατα την ελληνική κοινωνία. Σε μια εποχή όπου οι κοπέλες της «καλής κοινωνίας» προετοιμάζονταν για άλλους ρόλους και όχι για να γίνουν «χορεύτριες» με όλους τους αρνητικούς συνειρμούς που έφερνε την δεκαετία του ’30 η λέξη, η Κούλα Πράτσικα κέρδισε την εμπιστοσύνη των καλών οικογενειών της εποχής, που ένιωθαν πως έστελναν τις κόρες τους όχι σε μια «Σχολή χορού», αλλά στο ιδιόρρυθμο «σπίτι της θείας Κούλας» όπως χαρακτηριστικά την προσφωνούσαν όλοι.

Ως προς την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διαπλοκή του ιδιωτικού και του δημόσιου βίου ας μην ξεχνάμε πως ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους του δυτικού πολιτισμού ο Πλάτωνας συνέλαβε και έγραψε το Συμπόσιο όχι σε κάποιο δημόσιο κτίριο αλλά στην τραπεζαρία ενός σπιτιού τρώγοντας με τους συντρόφους του.

Το 1551 o Thomas More, γράφει την Ουτοπία, το κλασικό έργο αναφοράς των πολεοδόμων του Δυτικού κόσμου μέχρι σήμερα. Το βιβλίο αποτελεί επανερμηνεία της Πολιτείας του Πλάτωνα, και προλογίζεται από τον Έρασμο. 

(Εικόνα 43)

Στην Ουτοπία, ένα νησί χαμένο στους ωκεανούς, μια σύγχρονη Ατλαντίδα, ο More φαντάζεται πώς καλλιεργημένοι και χειραφετημένοι πολίτες δημιουργούν τον παράδεισο επί της γης.

Η Ουτοπία του More δεν έχει σχεδιαστεί από κανέναν πολεοδόμο και δεν έχει δημόσια κτίρια.

Αποτελείται από απλές, σεμνές λευκές πολυκατοικίες με μεγάλα ανοίγματα και οριζόντια δώματα.

Οι κάτοικοι τρώνε κάθε μέρα μαζί στα ισόγεια των κτιρίων αυτών σε χώρους που μοιάζουν με εστιατόρια. Τα πρωινά εργάζονται και τα απογεύματα μικρές παρέες μαζεύονται σε διαμερίσματα για να παράγουν και να απολαύσουν πολιτισμό: ζωγραφίζουν, παίζουν μουσική, φιλοσοφούν, ή απαγγέλουν ποίηση.

Το όραμα είναι τόσο ριζοσπαστικό που ο βασιλιάς Ερρίκος ο 8ος θα αποκεφαλίσει τον φιλόσοφο.

Σύσσωμοι οι Ευρωπαίοι ανθρωπιστές ανακηρύσσουν τον Thomas More ουμανιστή και άγιο.

Μετά την κατάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, στο κενό εξουσίας πάνω στο οποίο θεμελιώθηκε η σύγχρονη Αθήνα λάτρεις της αρχαίας Ελληνικής δημοκρατίας και του Ουμανισμού εφάρμοσαν ριζοσπαστικές για την εποχή πολιτικές.

Η πρωτοποριακή αυτή πολιτειακή συνθήκη, το καθεστώς διασποράς της γαιοκτησίας και οι αξίες της Νεωτερικότητας όπως επιτυχώς εφαρμόστηκαν από τους Έλληνες μοντέρνους αρχιτέκτονες στον 20ο αιώνα έχουν οδηγήσει κατά την γνώμη μου σε μια Αθήνα με εν δυνάμει χαρακτηριστικά της Ουτοπίας.

Στο χέρι μας είναι να την εξελίξουμε.




No comments :

Post a Comment