ΤΟ ΙΕΡΟ ΤΗΣ ΒΡΑΥΡΩΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΟΠΙΟ ΤΗΣ
στην μνήμη του Χαράλαμπου Μπούρα
Με το ιερό της Βραυρώνος και το τοπίο της έχω εδώ και πολλά χρόνια μια παράξενη και υπόγεια σχέση που δεν μπορώ να τη προσδιορίσω με ακρίβεια. Μια έλξη που συνδέεται με το αττικό τοπίο, τον μεταβαλλόμενο αρχαιολογικό χώρο που συχνά αναδύεται μέσα από τα ύδατα, την λατρεία της Αρτέμιδος, τις τελετουργίες και τα ευρήματα στο Μουσείο και κυρίως με τον δάσκαλό μου στην Σχολή Αρχιτεκτονικής Χαράλαμπο Μπούρα.
Διαβάζοντας προσεκτικά τα κείμενα στον Τιμητικό Τόμο για τον Δημήτρη Φιλιππίδη, ξεχώρισα το κείμενο του Χαράλαμπου Μπούρα που εκπέμπει μια ξεχωριστή αγάπη για αυτό το μνημείο. Ο Χ. Μπούρας γράφει και αναλύει το μνημείο με έναν άμεσο προσωπικό λόγο, που καθιστά το κείμενο ζωντανό και ευχάριστο, ενισχύοντας την τεκμηριωμένη επιστημονική προσέγγιση. Μου θύμισε την εποχή της μεγάλης εκδρομής του δευτέρου έτους της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ το 1972-73, σχεδόν σε όλη την Ελλάδα που μας είχε μαγέψει με τον χειμαρρώδη και συναρπαστικό του λόγο, αναλύοντας την ουσία και τα κύρια χαρακτηριστικά των αρχαιολογικών χώρων που επισκεφτήκαμε.
Ο Χ. Μπούρας πραγματοποίησε την μελέτη για την αναστήλωση της άρτι ανεσκαμμένης στοάς στο ιερό της Αρτέμιδος Βραυρωνίας, με τα 107 σχέδια, από τον Οκτώβριο του 1960 και κατέθηκε τον Οκτώβριο του 1962. Σύμφωνα με τον Μανόλη Κορρέ «τότε ο Μπούρας, ως Διευθυντής Αναστηλώσεων, βρισκόταν κάθε μέρα στο γραφείο του, στο Υπουργείο Παιδείας, και στην Βραυρώνα πήγαινε για να εργαστεί τα απογεύματα».
Επέλεξα σήμερα δύο χρόνια μετά τον θάνατό του (27 Ιουλίου 2016) να παρουσιάσω αυτό το κείμενο από τον Τιμητικό Τόμο, τιμώντας την μνήμη του και δίνοντας την ευκαιρία να απολαύσετε ένα ακόμη ξεχωριστό επιστημονικό του άρθρο.
Στήν Βραυρῶνα, τήν μικρή
κοιλάδα τῆς ἀνατολικῆς ἀκτῆς, σέ ἕνα τόπο πού κράτησε τό ὄνομά του ἐπί 2500
χρόνια καί τό τοπίο του σχεδόν ἀμετάβλητο ἀπό τήν ἀρχαιότητα, αἰσθανόμαστε ἀκόμα
καί σήμερα τήν παρουσία τῆς θεᾶς. Αὐτό, ἄν καί δύσκολα προσεγγίζομε τούς ἀρχαίους
θρησκευτικούς συσχετισμούς καί τήν λογική τῆς λατρείας τῶν τότε θεῶν.
Ἡ Ἄρτεμις, ἀδελφή τοῦ Ἀπόλλωνα,
ἦταν ἡ θεά τῆς ζωῆς, τῆς κινήσεως καί τοῦ ὑπαίθριου βίου. Ἦταν ἠ ἀθλητική
παρθένος πού ἀγαποῦσε τήν ἄγρια φύση, τά τόξα, τά βέλη καί τά θηράματα, πού
ταυτιζόταν μέ τήν σελήνη καί τίς μικρασιατικές θεότητες, πού προστάτευε τήν
μητρότητα, τήν γυναικεία χειροτεχνία καί τά μικρά παιδιά καί συνδεόταν μέ τούς
πανάρχαιους μύθους τῶν Ἑλλήνων καί την ἡρωῒδα τῶν τραγωδιῶν τοῦ Εὐριπίδη1.
Στήν Βραυρῶνα2 ὅλα
ἀυτά ἀναγνωρίζονται ἀποσπασματικά χάρη στά φιλολογικά τεκμήρια, τά κατάλοιπα τῆς
ἀρχαίας τέχνης καί τῆς ἀρχιτεκτονικῆς καί κυρίως χάρη στό φυσικό περιβάλλον. Ὁ
τόπος ἦταν ὁ πιό κατάλληλος γιά τήν λατρεία τῆς Ἄρτεμης3. Τό ὑγρό
λειβάδι μέ τήν πλούσια βλάστηση, ἡ πηγή καί τό ρυάκι πρός τόν Ἐρασῖνο ποταμό, ἕνα χαμηλό ἔξαρμα μέ σπηλιές,
τό ὁποῖο εἶχε ὀχυρωθεῖ ὡς ἀκρόπολη καί στό βάθος οἱ κατάφυτοι ἄλλοτε χαμηλοί
λόφοι. Περιβάλλον κλειστό καί γαλήνιο, ἀνοικτό μόνον πρός τά ἀνατολικά, πρός ἕνα
ὅρμο τοῦ Εὐβοϊκοῦ κόλπου.
Ο αρχαιολογικος χώρος και ο όρμος του Ευβοϊκού κόλπου αριστερα της εικόνας |
Δέν εἶναι λοιπόν τυχαῖο ὅτι ἐδῶ
οἱ ἀρχαϊκοί κάτοικοι τῆς Ἀττικῆς δημιούργησαν ἕνα ἱερό καί καθιέρωσαν ἑορτές
γιά νά τιμήσουν τήν θεά ἤδη ἀπό τό τέλος τῆς γεωμετρικῆς ἐποχῆς. Ἡ ἀρχαιολογική
ἔρευνα ἔχει ἀποκαλύψει τμῆμα αὐτοῦ τοῦ ἱεροῦ4 καί μεγάλο ἀριθμό ἔργων
τέχνης πού ἐπιτρέπουν νά προσεγγίσωμε τόν χαρακτῆρα τῆς λατρείας καί τήν σύνδεσή
του μέ τήν ζωή τῶν κατοίκων τῆς Ἀττιικῆς στά χρόνια τῆς ἀκμῆς τῆς Ἀθηναϊκῆς ἡγεμονίας.
Ἐδῶ ἔρχονταν γιά νά τιμήσουν
τήν θεά μέ θυσίες καί προσφορές, κυρίως οἱ
γυναῖκες πού πίστευαν στήν προστασία της κατά τήν γέννηση καί τήν ἀνατροφή
τῶν μικρῶν παιδιῶν. Ἰδιαίτερη σημασία εἶχαν οἱ γιορτές, κάθε τέσσερα χρόνια,
κατά τίς ὁποῖες γινόταν τελετουργικός χορός πρός τιμήν τῆς θεᾶς ἀπό κορίτσια
μεταξύ πέντε καί δέκα ἐτῶν, μέ φορέματα χρώματος κρόκου5, πού ἐμιμοῦνταν
ἀρκοῦδες, τό ἱερό ζῶο τῆς Ἄρτεμης.
Τρεις γενιές της οικογένειας του Αριστονίκου και οι δούλοι τους σε πομπή προς την Αρτέμιδα μαζί με τον ταύρο που πρόκειται να θυσιάσουν προς τιμήν της. |
Μποροῦμε λοιπόν νά φαντασθοῦμε τίς ὁμάδες γυναικῶν ἀπό τήν Ἀθήνα καί τούς Δήμους τῆς Ἀττικῆς, μετά ἀπό κοπιαστική πορεία, μέ τά μικρά τους παιδιά νά φθάνουν στήν Βραυρῶνα, ὅπου διανυκτέρευαν μερικές νύκτες γιά νά προσφέρουν τα δῶρα τους καί νά παρακολουθήσουν τίς ἐτήσιες ἤ τίς ἀνά τετραετία γιορτές.
Ἀσφαλῶς τό Ἀρτεμίσιον τῆς
Βραυρῶνος διέφερε ἀπό τά ἱερά τῆς κλασικῆς περιόδου στήν Ἑλλάδα. Γιατί εἶχε τήν
λειτουργία ἀφ’ ἑνός τῆς ὑποδοχῆς τῶν πιστῶν καί τῆς προσωρινῆς φιλοξενίας τῶν
κοριτσιῶν τῶν ἀφιερωμένων στήν θεά καί ἀφ’ ἑτέρου τῆς ἐκθέσεως τῶ δώρων πού
προσέφεραν οἱ γυναῖκες κατά τήν ἐπίσκεψή τους στήν Βραυρῶνα.
Ἕνα ψήφισμα τοῦ Δήμου τῶν Ἀθηναίων6,
πού βρέθηκε σέ ἐπιγραφή ἐπί τόπου, ἀναφέρεται σέ κτήρια τά ὁποῖα δέν ἔχουν
βρεθεῖ, πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι οἱ ἀνασκαφές πού ἔγιναν κατά τό διάστημα
1948-1962 δέν ἔχουν ὁλοκληρωθεῖ καί κατά συνέπεια ἡ γνώση τοῦ ἱεροῦ παραμένει ἀτελής.
Ἐκτός ἀπό τόν ναό καί τήν γέφυρα, ἡ ταύτιση τῶν λοιπῶν κτηρίων μέ τά ἀναφερόμενα
στήν ἐπιγραφή, εἶναι ὑποθετική. Παραμένουν ἐπίσης ἀνερμήνευτα παλαιότερα
θεμέλια κτηρίων7, πού μαρτυροῦν ὅτι τό ἱερό εἶχε διαφορετική διάταξη
πρό τῆς ἀνεγέρσεως τῆς στοᾶς8, πού ἔγινε περί τό 420 π.Χ.
Ἡ ἀνασκαφική ἔρευνα ἔχει
καταλήξει πάντως σέ ὁρισμένα συμπεράσματα: Ἡ ἀνεγερση τοῦ ναοῦ τῆς Ἄρτεμης ἔγινε
κατά τά τέλη τοῦ 6ου9
ἤ
τίς ἀρχές τοῦ 5ου αἰ. π.Χ. Ἡ στοά δέν ὁλοκληρώθηκε ποτέ10,
δέν καταστράφηκε βιαίως καί δέν εἶχε οἰκοδομικές φάσεις πλήν τῆς ἀρχικῆς, τά
σπήλαια, ὅπου ὁ ὑποτιθέμενος τάφος τῆς Ἰφιγένειας, ἔχουν ἀλλάξει μορφή λόγῳ
καταρρεύσεων11, τά τελευταῖα εὑρήματα τοῦ ἱεροῦ ἀνάγονται στόν 3ο
αἰ. π.Χ. Μετά τήν ἐγκατάλειψη τοῦ συγκροτήματος μεγάλο μέρος τοῦ οἰκοδομικοὺ
του ὑλικοῦ λεηλατήθηκε.
Ἡ ἀρχιτεκτονική τοῦ ἱεροῦ ἐξυπηρετοῦσε
τίς ἀνάγκες τῆς λατρείας, ἀλλά ἦταν καί προσαρμοσμένη στήν μορφή τοῦ ἐδάφους
καί τοῦ τοπίου. Ὁ ναός ἐδέσποζε σέ ἕνα μικρό ἔξαρμα, ἐκεῖ ἀκριβῶς πού τό πεδινό
ἔδαφος τῆς κοιλάδας συναντοῦσε τήν κλίση τοῦ ὑψώματος τῆς ἀκροπόλεως. Ἡ στοά εἶχε
τρεῖς πτέρυγες πού πλαισίωναν ὀρθογώνια πλατεία, ἀνοικτή πρός τά νότια, δηλαδή
πρός τόν ναό καί τόν βωμό. Τίς πτέρυγες ἀποτελοῦσαν δωρικοῦ ρυθμοῦ
κιονοστοιχίες καί πίσω ἀπό αὐτές δωμάτια διαμονῆς. Στήν ἀνατολική πτέρυγα δέν ὑπῆρχαν
δωμάτια, ἀλλά ἡ κιονοστοιχία ἐκτεινόταν (ἤ ἐπρόκειτο νά ἐπεκταθεῖ) μέ δέκα
πέντε κίονες σέ μῆκος περισσότερο ἀπό 40 μέτρα.
Ὁ ναός12 ἔχει δυστυχῶς καταστραφεῖ σέ μεγάλο βαθμό‧
σώζονται στήν θέση τους μόνο τμήματα τοῦ στερεοβάτη καί διάσπαρτα κομμάτια ἀρχιτεκτονικῶν
μελῶν. Οἱ διαστάσεις του ἦταν 10,35Χ19,20 μέτρα περίπου, ὁ τύπος του ἁπλοῦς
τετρακιόνιος 13 ἤ δικιόνιος ἐν παραστᾶσιν καί ὁ ρυθμός δωρικός. Τό
πίσω μέρος τοῦ σηκοῦ χωριζόταν ὡς αὐτοτελής χῶρος, ἀγνώστου προορισμοῦ14,
ὅπως καί στούς ναούς τῆς Ἀκροπόλεως. Σέ χαμηλότερη στάθμη, δυτικῶς τοῦ ναοῦ,
σώζεται ἡ θεμελίωση μεγάλου κτηρίου 15Χ8,50 μέτρων περίπου, ἐπισης ἀγνώστου
προορισμοῦ καί νοτίως, ἀρκετά ψηλότερα, ἐκεῖ πού βρίσκεται τώρα ὁ
μεταβυζαντινός ναῒσκος τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὑποθέτουν ὅτι ὑψωνόταν ὁ βωμός τῆς
θεᾶς15 ἤ ἕνα ἄλλο κτήριο. Ἔγινε δηλαδή ἀπό τόν ἀρχιτέκτονα πολύ καλή
ἀξιοποίηση τῶν μικρῶν ὑψομετρικῶν διαφορῶν τοῦ φυσικοῦ ἐδάφους σέ συνδυασμό μέ
τήν γενική λειτουργική διάταξη τοῦ συγκροτήματος.
|
Μέ ἀφετηρία τήν ἀνεύρεση
τμημάτων ἀπό λατρευτικά ἀγάλματα περισσότερα τοῦ ἑνός, ὁ Γ. Δεσπίνης16
ὑποθέτει τήν ὕπαρξη καί ἑνός δευτέρου ναοῦ, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν Παρθενών, ἀναφέρεται
στίς ἐπιγραφές καί ἦταν οἶκος τῆς Παρθένου, δηλαδή τῆς Ἄρτεμης. Ἡ ἄποψη αὐτή ὑποστηρίζεται
ἀπό τό ὅτι στίς ἴδιες ἐπιγραφές ὁ γνωστός ναός χαρακτηρίζεται «ἀρχαῖος ναός» σέ
ἀντιδιαστολή πρός κάποιον νεώτερο,ἴσως τόν Παρθενῶνα. Στήν περίπτωση αὐτή ἡ
μόνη κατάλληλη θέση του ἦταν αὐτή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.
Τό οἰκοδομικό ὑλικό τῆς στοᾶς
εἶναι ὁ ἐντόπιος ψαμμίτης, πού εἶχε χρησιμοποιηθεῖ καί γιά τόν ναό. Ἀπό
πεντελικό μάρμαρο κατασκευάσθηκαν μόνον τά κιονόκρανα, οἱ ἀκόσμητες μετόπες καί
τά κατώφλια τῶν δωματίων. Παρά τήν χρηστική λειτουργία της ἡ στοά εἶχε
μνημειακό χαρακτῆρα, μέ πλήρη μορφολογικἠ ἀνάπτυξη τοῦ δωρικοῦ ρυθμοῦ τῶν
κλασικῶν χρόνων. Ἀπό τυπολογικῆς πλευρᾶς ἦταν ἕνα ἔργο πρωτοποριακό17.
Ἡ πλατεία, τήν ὁποία ὁρίζουν
οἱ τρεῖς πτέρυγες, δέν δημιουργοῦσε τήν ἐντύπωση κλειστοῦ συγκροτήματος, γιταί
οἱ πτέρυγες εἶχαν σχετικῶς μικρό ὕψος, πρός τά νότια ἡ θέα ἦταν ἐλεύθερη καί ἡ
πρόσβαση ἀπό τό πρόπυλο πρός τήν κύρια ἀνατολική ὄψη τοῦ ναοῦ γινόταν μέσα ἀπό
τήν πλατεία.
Τά δωμάτια διαμονῆς τῶν ἐπισκεπτῶν,
ἕξη στήν βόρεια πτέρυγα καί τρία ἤ τέσσερα στήν δυτική, εἶναι τετράγωνα,
φωτίζονταν μόνον ἀπό τήν θύρα εἰσόδου καί εἶχαν ὅλα ὅμοια τήν κάτοψη, μέ ἕνδεκα
ἀνάκλιντρα περιμετρικά καί μικρά τραπέζια. Πρόκειται γιά τήν τυπική κάτοψη ἀνδρῶνος
γιά συμπόσια καί διερωτᾶται κανείς γιατί δέν ὑπῆρξε διαφορετικἠ διάταξη ἄν τό
κτήριο προοριζόταν πράγματι για γυναῖκες μέ μικρά παιδιά ἤ γιά τά κορίτσια καί ἄν
ὄντως ἡ στοά ταυτίζεται μέ τόν «Παρθενῶνα» πού ἀναφέρει ἡ ἐπιγραφή18.
Ἀρχιτεκτονική ἰδιορρυθμία τοῦ
ἐξεταζομένου μνημείου ἀποτελεῖ ἡ «παραστάς», μιά ἐλαχίστου πλάτους στοά, ἡ ὁποία
ἀναπτύσσεται πραλλήλως μέ τήν βόρεια πτέρυγα, ἕνα εἶδος στεγάστρου. Μέ λίθινες
πλάκες διαμορφώνονται στό ἔδαφος 37 βαθειές ἐγκοπές γιά τήν στήριξη ξυλίνων
πινάκων, πάνω στούς ὁποίους γινόταν ἡ ἔκθεση τῶν ἀφιερωμάτων.
Οἱ ἐπιγραφές19 καί
πάλι μᾶς κατατοπίζουν γι’ αὐτά. Οἱ γυναῖκες προσέφεραν στήν Ἄρτεμη φορέματα,
πολύχρωμα, πολύτιμα, ἄξια νά προσφερθοῦν. Φαίνεται ὅμως ὅτι μαζί ἦταν ἀναρτημένα
καί φορέματα γυναικῶν πού πέθαναν κατά τήν γέννηση τῶν παιδιῶν τους20
(κάτι ὄχι σπάνιο κατά τήν ἀρχαιότητα), ὅπως ὑπῆρχαν καί ἄλλα μέ τά ὁποῖα
ντύνονταν τά λατρευτικἀ ἀκρόλιθα ἀγάλματα τῆς θεᾶς21. Τά δύο πρόπυλα
στήν ἄκρη τῆς παραστάδος καί ἕνα θυρωρεῖο (;) στήν δυτική εἴσοδο δείχνουν τήν ἐπισημότητα
τοῦ χώρου, ἄν καί ἀπορεῖ κανείς κατά πόσον τά φορέματα παρέμεναν σέ καλή
κατάσταση ὑπό συνθῆκες ἡμιυπαίθρου μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου22. Ἐννοεῖται
ὅτι ὑπῆρχαν καί σπουδαιότερα ἀφιερώματα στήν στοά, κυρίως γλυπτά, ξεχωριστά ἔργα
τοῦ 4ου αἰ. π.Χ.23.
Η ανεύρεση του αναγλύφου των Θεών. Βραυρώνα, 1958, φωτογραφία του Νικόλαου Τομπάζη. Πηγή: www.lifo.gr |
Ὅπως σημειώθηκε, τά τελευταῖα
χρονολογικῶς εὑρήματα στήν Βραυρῶνα ἀνάγονται στόν 3ο αἰ. π.Χ. Οἱ
περιπέτειες τῶν Ἀθηνῶν, τά οἰκονομικά προβλήματα καί ἡ ἀνάπτυξη τῆς λατρείας τῆς
Ἄρτεμης στό Βραυρώνειο τῆς Ἀκροπόλεως τῶν
Ἀθηνῶν24 ἔφεραν γρήγορα τήν
παρακμή, τήν διακοπή τῶν ἑορτῶν καί τελικῶς τήν ἐγκατάλειψη τοῦ ἱεροῦ. Τά
κτήρια ἐρειπώθηκαν καί τό οἰκοδομικό τους ὑλικό ἔγινε εὔκολη λεία τῶν κατοίκων
τῶν πέριξ ἀγροτικῶν οἰκισμῶν. Τέλος ὁ Ἐρασῖνος μέ τίς προσχώσεις του ἦλθε καί ἐκάλυψε
ὅλη τήν ἔκταση καί ἡ βλάστηση σκέπασε τήν εὔφορη κοιλάδα.
Ἐπί αἰῶνες τά θηράματα τοῦ ὑγροτόπου
ἔφερναν κυνηγούς στήν Βραυρῶνα. Ἴσως μεταξύ τους ἦταν καί ὁ Ἠρώδης Ἀττικός, ὁ ὁποῖος
ἔστησε στό ἔρημο καί γαλήνιο φυσικό περιβάλλον ἕνα ἀναμνηστικό μνημεῖο25
γιά τόν ἀγαπημένο του μαθητή τόν Πολυδευκίωνα, μέ τήν παράσταση νεκροδείπνου,
στά μέσα τοῦ 2ου αἰ. μ.Χ. Ἕνα ὡραῖο ἔργο κλασικιστικῆς τεχνοτροπίας,
ἀλλά ὄχι ἀταίριαστο μέ τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς του καί μέ τό πνεῦμα τοῦ τόπου.
Χ. Μπoύρας
31 Δεκεμβρίου 2013
Ὑποσημειώσεις
1.
Στήν
Βραυρῶνα ἔφερε τό ἀρχαῖο ξὀανο τῆς θεᾶς ἡ Ἰφιγένεια φεύγοντας, μέ τήν βοήθεια
τοῦ ἀδελφοῦ της Ὀρέστη ἀπό τήν χώρα τῶν ταύρων. Ἐδῶ τιμοῦσαν την Ἰφιγένεια ὡς ἡρωῒδα
καί πρώτη ἱέρεια τῆς Ἄρτεμης.
2.
Γενικά
γιά τό ἱερό τῆς Βραυρῶνος βλ. J.
Travlos,
Brauron,
Bildlexikon
zur
Topogrpahie
des
Antiken
Attika, Tübingen, 1988, σ. 55-80, Idem, Τρεῖς
ναοί τῆς Ἀρτέμιδος, Αὐλιδίας, Ταυροπόλου, Βραυρωνίας, Neue Forschungen in Griechischen Heiligtümern,
Tübingen,
1976, σ. 197-205, Π. Θέμελης, Βραυρών, Ὁδηγός
χώρου καί Μουσείου, Ἀθήνα, 1971, Ν. Παπαχατζῆς, Παυσανίου Περιήγησις - Ἀττικά, Ἀθήνα, 1974, σ. 426-435, Α. Ἀντωνίου,
Βραυρών. Συμβολή στήν ἱστορία τοῦ ἱεροῦ τῆς
Βραυρωνίας Ἀρτέμιδος, Ἀθήνα, 1990, X. Μπούρας, Ἡ ἀναστήλωσις τῆς στοᾶς τῆς Βραυρῶνος, Ἀθῆναι,
1965.
3.
Ἰ.
Κοντῆς, Ἄρτεμις Βραυρωνία, Ἀρχ. Δελτίον, 22, 1967, σ. 156-206, L. Kahil, L’ Artemis de Brauron, Rites et mystère, Ant. Kunst, 20, 1977, σ.
86-98.
Iωάννης Παπαδημητρίου
Πηγή: www.lifo.gr
|
4.
Oἱ ἐπί μέρους ἐτήσιες ἀνακοινώσεις γιά τήν ἀνασκαφή τοῦ ἱεροῦ γίνονταν ἀπό τόν Ἰ. Παπαδημητρίου στά Πρακτικά τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας τῶν ετῶν 1948-1959 καί στό Ἔργον τῆς Ἑταιρείας τῶν ἐτῶν 1954-1962, τίς ὁποῖες παρουσίαζε ὁ Ἀ. Ὀρλάνδος.
5.
Σουῒδα Λεξικόν, Β. Κατσαρός ἐπιμ.,
Θεσσαλονίκη, 2002, σ. 200.
6.
Ἀ.
Ὀρλάνδος, Τό Ἔργον τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικῆς
Ἑταιρείας, 1961, σ. 24 κ.ἑ., J. Robert – L. Robert, REG LXXV, 1963, σ. 135, Ἰ. Κοντῆς, ὅ.π.,
σ. 169-170.
7.
Ὅπως
ἑνός τοίχου παραλλήλου πρός τό ἀνάλημμα τοῦ ναοῦ, μέ ἀρχαϊκή πολυγωνική τήν
θεμελίωση. Χ. Μπούρας, ὅ.π., σ. 9-13, σχέδιο 2.
8.
Χ.
Μπούρας, ὅ.π., σ. 149-159.
9.
Μέ
βάση τεχνοτροπικές συγκρίσεις τῶν ἀρχιτεκτονικῶν μελῶν πού ἔχουν βρεθεῖ. Ὑπάρχει
ἡ ἄποψη ὅτι ὁ ναός καταστράφηκε τό 480 π.Χ. ἀπό τούς Πέρσες καί ἀναστηλώθηκε εὐθύς
μετά.
10. Χ. Μπούρας, ὅ.π., σ. 25, 26.
11. Ἰ. Κοντῆς, ὅ.π., σ. 163, 166.
12. Ὁ ναός τῆς Ἄρτεμης ἔχει ἐλάχιστα
μελετηθεῖ. Ἕνα σχέδιο κατόψεως τῶν σωζομένων λειψάνων του, τό ὁποῖο ἀναδημοσιεύθηκε
ἐπανειλημμένως, ἀνῆκε στόν Δημ. Θεοχάρη. Γιά τόν ναό βλ. Ἰ. Παπαδημητρίου, ΠΑΕ,
1949, σ. 75 κ.ἑ.
13.
Ἡ
ἑξακιόνιος κατά τόν E.L. Schwandner,
βλ. Die
ältere Porostempel der Aphaia auf Aegina, Berlin , 1985, σ.
108 σημ. 131.
14.
Ἴσως ἄδυτον. M.B. Hollinshead, Adyton in three Temples , American
Journal of Archaeology, 89, 1985, σ. 419-440.
15. Ἰ. Κοντῆς, ὅ.π., σ. 205.
16. Γ. Δεσπίνης, Ἄρτεμις Βραυρωνία, Ἀθήνα, 2010, σ. 22-30
καί 40-44.
17.
Χ. Μπούρας, ὅ.π., σ. 160-162, Ἰ. Κοντῆς, ὅ.π., σ. 172, J. Coulton, The Architectural Development of the Greek Stoa, London ,
1977, σ. 42, 118, 119, 132, 135, 226-227, R.
Martin, Greek Architecture, Milano, 1980, σ. 120.
18. Ὅπως πίστευε ὁ Ἰ.
Παπαδημητρίου (βλ. Ἰ. Κοντῆς. ὅ.π., σ. 170 σημ. 55) καί ὁ Ν. Παπαχατζῆς (ὅ.π.,
σ. 433). Βλ. καί τήν ἀνωτέρω σημ. 16.
19. Ὑπάρχουν κατάλογοι γιά τό εἶδος
τοῦ ἐνδύματος καί τό ὄνομα αὐτῆς πού τό ἀφιέρωσε. Φαίνεται ὅτι ἐπί τῶν ἐνδυμάτων
ὑπῆρχε πάλι τό ὄνομα τῆς ἀφιερώτριας, ὑφαντό ἤ κεντημένο.
20. Ἰ. Κοντῆς. ὅ.π., σ. 160-162.
21. Γ. Δεσπίνης, ὅ.π., σ. 16 σημ.
17.
22. Στούς καταλόγους τῶν ἀφιερωμάτων
ἀναφέρεται ἕνα φόρεμα «ράκος». Ὅ.π., σ. 49 σημ. 210.
23. J. Travlos, ὅ.π.,
σ. 72, 73, εἰκ. 77-80, Ἰ. Κοντῆς. ὅ.π., πίν. 10-12, 23-26.
24. Μ. Μπρούσκαρη, Τά μνημεῖα τῆς Ἀκρόπολης, Ἀθήνα, 1996,
σ. 90-94. Γ. Δεσπίνης, ὅ.π., σ. 151 κ.ἑ., πίν. 42.
25. Ἀ. Ὀρλάνδος, Τό Ἔργον τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας,
1961, σ. 35, εἰκ. 39.
Πηγές εικόνων
Πηγές εικόνων
- Άγγελος Αρναουτέλης, Ο Αρχαιολογικός χώρος της Βραυρώνας ΑΝΩΘΕΝ - Aerial video by drone Dji Phantom 4 (για να το δείτε κάντε ΚΛΙΚ εδώ)
No comments :
Post a Comment