Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ
ΤΩΝ ΑΡΧΕΙΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
1984 -2018
Πρόσωπα και φορείς
στο διάστημα των 35 ετών
Ερνέστος Τσίλλερ, Παραλλαγή όψεως οικίας Δ.Γουδή επί της
οδού Πανεπιστημίου
Ευγενική παραχώρηση από τα A.N.A.
|
Με αφορμή το τελευταίο δημοσίευμα για τα Αρχεία Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής, άνοιξε μια σειρά νέων τοποθετήσεων από συναδέλφους σχετικά με το πότε και από ποιους ξεκίνησε για πρώτη φορά στην Ελλάδα η συστηματική επεξεργασία αυτής της υπόθεσης των αρχείων και πως ακριβώς συνεχίστηκε και πέρασε στο Μουσείο Μπενάκη.
Μέσα μάλιστα από νέα τεκμήρια φαίνεται ότι η υπόθεση των Αρχείων Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής ξεκινά στην Ελλάδα πριν το 1984 (;).
Επίσης θα πρέπει να επισημανθεί και η σχετικά πρόσφατη σημαντική πρωτοβουλία των ΔΟΜΩΝ που με το εν εξελίξει ψηφιακό Αρχείο παρέχουν την δυνατότητα εύκολης και τεκμηριωμένης πρόσβασης.
Διαβάστε στην συνέχεια τις νεώτερες τοποθετήσεις:
1.
Η πρώτη τοποθέτηση έγινε από την Ράνια Κλουτσινιώτη που στο email της που μου απέστειλε σημειώνει ότι «η δημιουργία των Αρχείων Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής άρχισε το 1990, όταν ήταν Πρόεδρος του ΣΑΔΑΣ – ΠΕΑ.»
2.
Στην συνέχεια ακολούθησε ενημερωτικό email από τον Παναγιώτη Τουρνικιώτη που συμμετείχε στην αρχική επιστημονική επιτροπή και έδωσε αναλυτικές πληροφορίες για την όλη πορεία.
3.
Παράλληλα ο Δημήτρης και η Σουζάνα Αντωνακάκη μου υπενθύμισαν ότι όπως φαίνεται σε πρακτικό της 1/12/1984 της Ε.Τ.Α. του ΤΕΕ, που βρέθηκε στα χέρια τους, ολοκληρώθηκε και παραδόθηκε η πρώτη φάση για την συγκρότηση του Αρχείου Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής από την ομάδα εργασίας στο πλαίσιο της Ε.Ε.Σ.Α. (Επιστημονική Επιτροπή Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής) και με συντονιστές τους Γιώργο Τριανταφύλλου και Ουρανία Στεφανοπούλου-Πλατανιώτη.
Ευρισκόμενος εκτός Αθηνών και μακριά από αρχεία μου επιφυλάσσομαι για περισσότερα στοιχεία μόλις επανέλθω. Προς το παρόν παραθέτω στην συνέχεια απόσπασμα από το εν λόγω Πρακτικό με περισσότερα στοιχεία.
4.
Μου απέστειλαν επίσης και το κείμενο της διάλεξης της Σουζάνας Αντωνακάκη στον ΣΑΔΑΣ τον Μάϊο του 1993 όπου είχε ήδη ξεκινήσει η δημιουργία των Αρχείων Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής από το 1990, με τίτλο:
ΑΡΧΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ
ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
που παραθέτω στην συνέχεια.
Συνοψίζοντας τα ανωτέρω επιδιώκεται η πιό αναλυτική περιγραφή με χρονολογική σειρά που αφορά την ιστορική διαδρομή των αρχείων Ελληνικής αρχιτεκτονικής, σε σχέση με το υλικό που έχει παραληφθεί.
3.
1990-1995
1990-1995
Κατά τον Παναγιώτη Τουρνικιώτη τα πράγματα είναι λίγο πιο μπερδεμένα.
Το θέμα του Αρχείου πήρε τη μορφή ερευνητικού προγράμματος σε συνεργασία ΕΜΠ – ΣΑΔΑΣ – ΓΓΕΤ με χρηματοδότηση ΕΜΠ, ΓΓΕΤ, ΤΕΕ και επιστημονικό υπεύθυνο τον Γιάννη Λιάπη.
Σύμφωνα μάλιστα με το επισυναπτόμενο εξώφυλλο ενός τόμου με 205 καρτέλες σε οριζόντιο σχήμα, που εκδόθηκαν το 1993 μετά από δύο χρόνια συστηματικής δουλειάς:
Η ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΟΜΑΔΑ αποτελείτο από τους
Γιάννης Λιάπης, Σοφία Εμμανουηλίδου Ουρανία Κλουτσινιώτη, Αναστασία Πεχλιβανίδου – Λιακατά, Παναγιώτης Τουρνικιώτης και Σόνια Χαραλαμπίδου – Διβάνη,
Με ΕΙΔΙΚΟΥΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ τους
Ιωάννα Καρανή, Νάντια Κούλα, Αμαλία Κωτσάκη και Κωστής Περράκης
Ακολούθησε υποβολή πρότασης για συνέχιση του προγράμματος για άλλα δύο χρόνια, με επιστημονικό υπεύθυνο τον Διονύση Ζήβα, λόγω θανάτου του Λιάπη.
Εγκρίθηκε από τη ΓΓΕΤ, και το ΤΕΕ κατέβαλε τα χρήματα στο ΕΜΠ, και τότε περίπου ανέλαβε γενικός γραμματέας της ΓΓΕΤ ο Νίκος Χριστοδουλάκης, ο οποίος ακύρωσε το εγκεκριμένο πρόγραμμα. Το ΕΜΠ αναγκάστηκε να επιστρέψει τα χρήματα στο ΤΕΕ και έτσι διεκόπη άδοξα η αρχική προσπάθεια πιθανότατα το 1994.
Τότε ανακινήθηκε το ενδιαφέρον και πάλι από το ΕΜΠ, αλλά και τον ΣΑΔΑΣ, για άλλες κατευθύνσεις που απέδωσαν την ίδρυση του Αρχείου και μετέπειτα Αρχείων Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη, που είχαν αρκετά διαφορετικό και ευρύτερο στόχο από την αρχική πρωτοβουλία. Ο Άγγελος Δεληβορριάς ήταν προφανώς το κλειδί της αποδοχής από το Μπενάκη.
Τα μέλη της πρώτης επιστημονικής επιτροπής ήταν κυρίως καθηγητές του ΕΜΠ. Η ιδρυτική ομάδα, αποτελείτο από τον Χαράλαμπο Μπούρα, τον Μάνο Μπίρη, την Τεα Παπανικολάου- Κρίστενσεν, την Μάρω Καρδαμίτση Αδάμη, τον Στάθη Φινόπουλο και τον Άγγελο Δεληβορριά, αυτόν τον μοναδικό άνθρωπο που κατάλαβε αμέσως την χρησιμότητά τους και στάθηκε δίπλα αρωγός και συνεργάτης.
Τα τελευταία 10 χρόνια στην Επιτροπή έχουν ενταχθεί ο Δημήτρης Φιλιππίδης, o Γιώργος Πανέτσος, η Αλέκα Καραδήμου- Γερολύμπου και ο Παναγιώτης Τουρνικιώτης. Η Επιτροπή έχει να συγκληθεί περίπου 4 χρόνια.
4.
ΜΑΪΟΣ 1993
Η ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΗΣ ΣΟΥΖΑΝΑΣ ΑΝΤΩΝΑΚΑΚΗ
Σουζάνα Αντωνακάκη |
Η Σουζάνα Αντωνακάκη τον Μάϊο του 1993, όσο προχωρεί η πρωτοβουλία του ΣΑΔΑΣ για την συγκρότηση του Αρχείου Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής, δίνει διάλεξη στον ΣΑΔΑΣ με τίτλο: ΑΡΧΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ / ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Στην διάλεξη αυτή αναφέρεται στην αντίστοιχη προηγούμενη πρωτοβουλία της Επιστημονικής Επιτροπής Σύγχρονής Αρχιτεκτονικής και του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του ΤΕΕ, για την συγκρότηση των Αρχείων Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής μέσα από μια ενδιαφέρουσα θεωρητική προσέγγιση για την αρχιτεκτονική και την μνήμη. Σχολίασε το γεγονός ότι δεν χρησιμοποιήθηκε ουσιαστικά αυτή η προηγούμενη εμπειρία.
Έχοντας μάλιστα επισκεφτεί τότε το αρχείο της Αρχιτεκτονικής στο Ε.Τ.Η. στη Ζυρίχη, συνειδητοποίησε όχι μόνο τις ειδικές απαιτήσεις οργάνωσης του συγκεκριμένου αρχείου, αλλά και την ιδιαίτερη ανάγκη της ακτινοβολίας του κλίματος εμπιστοσύνης και αντικειμενικότητας που απαιτεί το εγχείρημα αυτό. Αναφέρεται στις προϋποθέσεις που αποτελούν και τους άξονες του προβληματισμού για ένα Αρχείο Αρχιτεκτονικής και καταγράφει σε ποιους θα πρέπει να απευθύνεται και ποιους θα εξυπηρετεί.
Διαβάστε στην συνέχεια όλη την ενδιαφέρουσα διάλεξη που εξακολουθεί να είναι επίκαιρη:
ΑΡΧΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ
ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Σουζάνα Αντωνακάκη
Μάιος 1993
Για τους αρχιτέκτονες η καταχώρηση του έργου τους στο Αρχείο Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής αποτελεί ένα γεγονός μεγάλης σημασίας. Το κάθε έργο καθρεφτίζεται
έτσι μέσα στα έργα των άλλων, οι οποίοι στον ίδιο τόπο σε ανάλογες συνθήκες δηλώνουν την ξεχωριστή παρουσία τους. Η ιδιαιτερότητα ενός έργου πραγματώνεται όταν ενταχτεί σε ένα σύνολο και όταν γίνεται ορατή η σχέση του με τα αντίστοιχα έργα της εποχής που τα γέννησαν, όταν δηλαδή το έργο «Κοινωνικοποιεί» την ιδιαιτερότητά του, για να παραφράσουμε την Agnes Heller και να προσδώσουμε στο αρχιτεκτονικό έργο χαρακτηριστικά ζωντανού όντος.
Όμως το ερώτημα είναι: τι θέλουμε και τι πρέπει να περιέχει αυτό το αρχείο; Και επειδή οι ερωτήσεις δουλεύουν για την κατασκευή μιας πορείας, μιας «οδού» (Heidegger), ας πυκνώσουν οι ερωτήσεις γύρω από την αρχή: την αφορμή και την αιτία που βρίσκεται στη βάση της δημιουργίας του αρχείου Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής. Ίσως έτσι οδηγηθούμε και σε τεχνικές οι οποίες αποκαλύπτουν τις πραγματικές ανάγκες της αρχιτεκτονικής.
Η αρχιτεκτονική οφείλει να θυμάται γιατί είναι η περισσότερο εξαρτημένη τέχνη, η μνήμη φωλιάζει μέσα στο χρόνο και ο χρόνος είναι ένα πρωταρχικό υλικό της αρχιτεκτονικής. Η αρχιτεκτονική χτίζει με τον «άλλο» και για τον «άλλο», είναι καθοριστική για το αρχιτεκτονικό έργο, η παρουσία του γείτονα, του χρηματοδότη, του εργολάβου, του οικοδόμου όπως και η παρουσία της ιστορίας, της κάθε ιστορίας, όπως της απλής ιστορίας της καθημερινής ζωής, καθώς και της εγγύτερης χτισμένης ιστορίας της γειτονιάς και της πόλης. Κι ακόμα, παρούσα είναι η μνήμη της κάθε αρχιτεκτονικής που προηγήθηκε ή που προτείνεται τη στιγμή του σχεδιασμού του έργου σε παγκόσμια κλίμακα.
Ο Flaubert γράφει γι’ αυτό αναφερόμενος στη λογοτεχνία: «Όταν θα έχεις αποκτήσει τις βασικές σου γνώσεις για την ιδιαιτερότητα του τόπου σου, άφησε τα βιβλία κι άρχισε τη σύνθεση, ας μην χανόμαστε στην αρχαιολογία που είναι, καθώς πιστεύω, γενική και ολέθρια στάση της γενιάς που έρχεται».
Η αρχιτεκτονική θα πρέπει, για να ανθίσει, να διαχειρίζεται με έναν παράξενο τρόπο τη μνήμη. Η αρχιτεκτονική έχει μια σχέση με τη μνήμη που μοιάζει λίγο με τη σχέση του έρωτα και της γνώσης, έτσι όπως την περιγράφει η Διοτίμα στο Σωκράτη, στο Συμπόσιο του Πλάτωνα. Η αρχιτεκτονική με την παράδοση με τη γνώση του παρελθόντος, θα πρέπει όπως και ο Έρωτας, να βρίσκεται ανάμεσα στη γνώση και στην άγνοια, ανάμεσα στον Πλούτο της γνώσης και στην Πενία της άγνοιας.
Έτσι, ανάμεσα στη λήθη και την αλήθεια, επιλέγοντας με λόγο την ενάργεια ή την απώλεια της μνήμης, κινείται συχνά η αρχιτεκτονική για να είναι δυνατό να καταλύσει όταν χρειάζεται τα στερεότυπα και να αποκαταστήσει μια σχέση ιδιόμορφη ανάμεσα στη δέσμευση και την ελευθερία σε σχέση με την παράδοση και την ιστορία. Η μνήμη για την αρχιτεκτονική πράξη για τη συνθετική διαδικασία ,θα πρέπει -για να παραφράσω τον ποιητή- να μη λειτουργεί ως «άγκυρα», αλλά ως «κατάρτι» : ως πρόκληση για ταξίδια για εξερεύνηση και περιπέτειες .
Όμως, το αρχείο της Αρχιτεκτονικής που δεν σχεδιάζει και δεν χτίζει τον χρόνο, αλλά τον συγκρατεί, θα πρέπει να έχει άμεση, διαρκή και άρρηκτη σχέση με τη μνήμη. Γιατί αυτό που μας χρειάζεται πριν απ’ όλα και που θα πρέπει να είναι η κύρια φροντίδα εκείνων που θα αναλάβουν το Αρχείο Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής είναι η ενεργοποίηση της μνήμης.
Γι’ αυτό, επιτρέψτε μου μόνο ν’ αναφέρω χωρίς να επιθυμώ καμιά συνέχεια, ιδιαίτερα σήμερα, επάνω σ’ αυτό το θέμα ένα εκπληκτικό γεγονός. Στην αρχή της δημιουργίας του αρχείου της Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής, σημειώθηκε ένα κενό μνήμης που δεν δικαιολογείται με όλες τις γνωστές δυσκολίες που έχει το ξεκίνημα ενός τόσο δύσκολου εγχειρήματος.
Αναφέρομαι στην παρόμοια πρωτοβουλία της Επιτροπής Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής και του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του Τ.Ε.Ε., όπου με πολύ λίγα μέσα οι αρχιτέκτονες της Επιτροπής δούλεψαν και προβληματίστηκαν πάνω στο θέμα –εμπειρία πολύτιμη που δεν θα έπρεπε να πάει χαμένη κατά την άποψή μου. Εμπειρία που δεν πρέπει να συνδέεται με τους φορείς, αλλά μόνο με το χρέος μας προς την αρχιτεκτονική. Ο Δημήτρης Αντωνακάκης αναφέρθηκε στο θέμα αυτό και στις λεπτομέρειές του σε επιστολή του που δημοσιεύτηκε στο δελτίο του ΣΑΔΑΣ
Δεν θα ήθελα σ’ αυτήν τη συγκέντρωση να δώσω συνέχεια στο γεγονός ότι δεν χρησιμοποιήθηκε ουσιαστικά αυτή η εμπειρία, απλώς θεωρώ χρέος μου να το αναφέρω και σαν ενδεικτικό παράδειγμα για την ιδιαίτερη απαίτηση για ενεργό μνήμη στις καταγραφές του Αρχείου Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΤΙΣΜΑ
Δεν είναι δυνατόν να μιλάμε γι’ αυτό το θέμα, δηλαδή της καταχώρησης της αρχιτεκτονικής στο Αρχείο και να μην αναφερθούμε στη σχέση του κτηρίου και του βιβλίου, όπου το «βιβλίο» θα μπορούσε να είναι κάθε λόγος που αναφέρεται στο κτήριο και στο σχέδιο. Ο παράλληλος αυτός λόγος έχει διευρυνθεί στις μέρες μας (φωτογραφία, video, slides κλπ).
Πρόκειται για τον χώρο που χτίζεται με τείχη με πλήρη και κενά από τη μια, και για το χρόνο που ιστορείται με γραπτά ή σχέδια ή άλλα υποκατάστατα του κτίσματος από την άλλη. Μήπως, όμως, μιλάμε για τις δύο όψεις του ίδιου προσώπου, για τις δύο όψεις της μνήμης; Το απόφθεγμα του Victor Hugo ότι «το βιβλίο θα σκοτώσει το κτήριο» είναι πάλι επίκαιρο και παίρνει άλλες διαστάσεις αν σκεφτεί κανείς τις δυνατότητες που έχουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τις παρανοήσεις και διαστρεβλώσεις που οφείλονται σ’ ένα βαθμό στην ταχύτητα της πληροφόρησης.
Ας μην είμαστε τόσο απαισιόδοξοι, αλλά ας παραδεχτούμε μια σχέση ιδιαίτερα δύσκολη ανάμεσα στο κτήριο και στο «βιβλίο», η παραδοχή αυτή οδηγεί αυτούς που διαχειρίζονται και προβάλουν αυτήν τη σχέση στην επαγρύπνηση και σε μια ειδική στάση απέναντι στο αντικείμενο της δουλειάς τους. Όπως είπε και ο Lyotard αυτό που βρίσκεται στο βάθος κάθε τέχνης δεν είναι η αναπαράσταση (representation), αλλά η παράσταση (presentation) και στην αρχιτεκτονική η παράσταση παίζεται μέσα στον χτισμένο χώρο.
Ο Μπόρχες στο βιβλίο του Οι μεταμορφώσεις της χελώνας, στο κείμενό του «Το τείχος και τα βιβλία» σκέφτεται μ’ έναν συναρπαστικό τρόπο πάνω στο ίδιο θέμα. Αναρωτιέται, δηλαδή, αν είναι τυχαίο που ο Κινέζος αυτοκράτορας Σιχ Χουάγκ Τι είναι το ίδιο πρόσωπο που διέταξε να κτιστεί το Σινικό Τείχος και να καούν τα βιβλία που είχαν γραφτεί πριν απ’ αυτόν. Έτσι, γράφει ο Μπόρχες το κάψιμο των βιβλίων και το χτίσιμο του τείχους μπορεί να είναι πράξεις που κατά κάποιο τρόπο αλληλοακυρώνονται.
Δύο είναι, νομίζω, οι προϋποθέσεις που αποτελούν και τους άξονες του προβληματισμού:
1. Το αρχείο είναι μέσο, είναι εργαλείο, όχι σκοπός, αυτό σημαίνει μια ιδιαίτερη στάση στις αποφάσεις σε κάθε βήμα προς την πραγμάτωση του.
2. Το αρχείο αρχιτεκτονικής συλλέγει αναπαραστάσεις κτηρίων και όχι άλλα αντίστοιχα αρχεία, τα ίδια τα αντικείμενα –δηλαδή τα κτήρια. Αυτή η σμίκρυνση της πραγματικότητας έχει εγγενείς δυσκολίες και προϋποθέτει κάποιες παραδοχές τόσο στις πρώτες επιλογές όσο ιδιαίτερα αργότερα στην επεξεργασία των δεδομένων.
Τα ερωτήματα που τίθενται αμέσως είναι:
Αυτό το εργαλείο που ονομάζουμε Αρχείο Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής σε ποιους θα απευθύνεται και ποιους θα εξυπηρετεί:
-τους κριτικούς της αρχιτεκτονικής;
-τους αρχιτέκτονες;
-τους σπουδαστές και τους διδάσκοντες;
-τους ερευνητές γενικότερα;
-τους νομοθέτες, τους προγραμματιστές, την Πολιτεία;
-Τι υλικό επιλέγει για καταχώρηση;
-Πώς το επιλέγει και πώς το καταχωρεί;
-Και το πιο σημαντικό, ποιους χώρους και ποιες τεχνικές χρησιμοποιεί;
Για ποιο λόγο, άραγε, δημιουργήθηκε η ανάγκη και μπήκε σε εφαρμογή το Αρχείο της Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής; Δεν είναι τυχαίο ότι από πολλές μεριές είχε εκφραστεί η ανάγκη δημιουργίας που κάποιοι μάλιστα, όπως αργότερα θα αναφέρω, είχαν θέσει σε εφαρμογή τις πρώτες προτάσεις.
Αυτά τα ερωτήματα θα απασχόλησαν φυσικά την αρμόδια επιτροπή και είναι προφανές ότι οι απαντήσεις δεν είναι πάντα τόσο απλές και δεν εξαρτώνται μόνο από τις προθέσεις, αλλά σε ένα μεγάλο βαθμό από τις δυνατότητες που προσφέρονται.
Η επίσκεψή μας πριν από χρόνια στο αρχείο της Αρχιτεκτονικής στο Ε.Τ.Η. στη Ζυρίχη, με έκανε να συνειδητοποιήσω όχι μόνο τις ειδικές απαιτήσεις οργάνωσης του συγκεκριμένου αρχείου, αλλά και την ιδιαίτερη ανάγκη της ακτινοβολίας του κλίματος εμπιστοσύνης και αντικειμενικότητας που απαιτεί το εγχείρημα αυτό.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό το χαρακτηριστικό δημιούργησε τις προϋποθέσεις ώστε στο αρχείο του Ε.Τ.Η. να παραδίνονται πολύτιμα αρχεία αρχιτεκτόνων από άλλες χώρες της Ευρώπης.
Όπως όλοι γνωρίζουμε η αρχιτεκτονική, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, είναι μια δραστηριότητα που χαρακτηρίζεται από την αποσπασματικότητα τόσο στα προγράμματα όσο και στις εφαρμογές. Το κάθε έργο απαιτεί χρόνο και υπομονή. Ανάμεσα στο σχέδιο και στην πραγματοποίηση: αντιξοότητες, περιπέτειες, απογοητεύσεις. Η αρχιτεκτονική απαιτεί τεράστια αποθέματα θέλησης, γιατί όπως γράφει ο Νίτσε «Η αρχιτεκτονική δεν αντιπροσωπεύει ούτε μια διονυσιακή ούτε μια απολλώνια κατάσταση, είναι δέσμια της εξουσίας, της κάθε εξουσίας και γι’ αυτό απαιτεί τη θέληση που κινεί βουνά, τη φρενίτιδα της μεγάλης θέλησης» (Νίτσε, Το λυκόφως των ειδώλων, σ. 64, εκδ. Θεσ/κης). Στην Ελλάδα χρειάζεται η δύναμη που μετακινεί βουνά για να κινήσεις ένα πετραδάκι.
Μέσα στην κατακερματισμένη πραγματικότητα της εποχής μας, η οποία είναι ιδιαίτερα έντονη στον Ελληνικό χώρο, το Αρχείο Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής ίσως με μια κατάλληλη προβολή διαθέτει τις δυνατότητες να παίξει ένα ρόλο συνοχής και επαγρύπνησης της αρχιτεκτονικής μνήμης
Έργο, λοιπόν, του Αρχείου Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής θα πρέπει να είναι, νομίζω, και η παρακολούθηση όχι μόνο η καταγραφή των έργων του Δημοσίου –πόσες καρτέλες άραγε θα μείνουν ανοιχτές από τη μελέτη ως την εφαρμογή και με ποια σχέδια και ποιες διαδικασίες πραγματοποιείται αυτή η εφαρμογή;
Είναι ενδιαφέρον να σκεφτεί κανείς, όχι μόνο πάνω στις μεθόδους και στα βαθύτερα αίτια που οδήγησαν σήμερα στην ανάγκη συστηματικής καταχώρισης της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής, κι αν θα πρέπει να σκεφτούμε λίγο πάνω σ’ αυτά τα αίτια δεν είναι για να αμφισβητήσουμε την επιτακτική ανάγκη της δημιουργίας του αρχείου, αλλά για να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό που ενδιαφέρει στο τέλος, σε μια εποχή όπου η πληροφορία μας κατακλύζει, δεν είναι η συσσώρευση πληροφοριών, αλλά η σωστή κατεύθυνση της πληροφόρησης.
Η πληροφόρηση εργαλείο και όχι αυτοσκοπός, εργαλείο για τη μάθηση.
Ο Lyotard είπε ότι στόχος μας σήμερα δεν θα πρέπει να είναι η information (συσσώρευση πληροφοριών), αλλά η formation (δηλαδή η μόρφωση, η εκπαιδευτική διαδικασία την οποία η πληροφορία απλώς εξυπηρετεί).
Θα μπορούσε κανείς ν’ αναφερθεί σε πολλά επίπεδα στο Αρχείο Αρχιτεκτονικής, θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι στο χώρο του αρχείου, όπου πανεπιστημιακοί και αρχιτέκτονες συνομιλούν, ίσως να υπάρξει κάποια ελπίδα για επαγρύπνηση σε θέματα καθοριστικά για το περιβάλλον και τις πόλεις μας.
Για παράδειγμα αναφέρομαι στους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, προγράμματα, κριτικές επιτροπές, κρίσεις, αποτελέσματα. Και μετά η επαγρύπνηση για την πορεία του κάθε διαγωνισμού μετατροπές στο πρόγραμμα, συνοπτική παρουσίαση μελέτης εφαρμογής και ολοκλήρωσης του έργου, αν το έργο υλοποιηθεί. Έχω την εντύπωση ότι θα έχουμε πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία από τη συλλογή αυτού του υλικού. Και θέματα συναρπαστικά για ερευνητικά προγράμματα.
Μια και μιλώ για ερευνητικά προγράμματα –κι αυτά θα πρέπει να καταγραφούν έτσι θα γίνεται σ’ ένα βαθμό γνωστό και στους μη πανεπιστημιακούς ποιον τομέα της έρευνας εξυπηρετούν. Και να πρόκειται για πραγματικά ερευνητικά προγράμματα να αντλήσουν από τα συμπεράσματά τους γνώση κι εμπειρία.
Άλλος τομέας είναι τα κτήρια που λόγω του «επείγοντος» προκηρύσσονται με μελετοκατασκευή. Γνωρίζω ένα τέτοιο πανεπιστημιακό κτήριο στο Ρέθυμνο, το ονόμασαν «ταχύρρυθμο» το 1984 και έκτοτε δεν έχει απ’ όσο γνωρίζω ακόμη τελειώσει. Ποιος φορέας θα καταγράψει επιτέλους την τύχη όλων αυτών των ανοικτών γιαπιών ή των άγονων προκηρύξεων. Και δεν μιλώ μόνο για την Αθήνα, στην επαρχία υπάρχουν πολλές τέτοιες περιπτώσεις που η καταγραφή τους και μόνο δίνει την έκταση του προβληματισμού. Πώς θα είναι δυνατόν, αλλιώς, χωρίς ακριβή στοιχεία να αναζητήσει ο Σύλλογος πχ κάποιες υπευθυνότητες για την κακή διαχείριση του χρόνου και του χρήματος στα δημόσια έργα;
Θα μου πείτε αυτό είναι δουλειά του Αρχείου της Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής; Νομίζω πως η σχέση του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων και της Αρχιτεκτονικής Σχολής είναι η μεγάλη ευκαιρία για σύνδεση της θεωρητικής σκέψης και της καθημερινής πράξης
Και εμείς με τη σειρά μας, λοιπόν, διαπιστώνουμε πέρα από τα όσα γράφει ο Μπόρχες για τη σχέση κειμένου ή καλύτερα γραφής της κάθε γραφής και της κτισμένης πραγματικότητας, τον δραματικό ρόλο της εξουσίας πάνω σ’ αυτήν τη σχέση. Σχέσεις που παραμορφώνονται και αλλοιώνονται από τις σκοπιμότητες και τη δύναμη της εξουσίας. Σχέσεις δραματικές επιθυμίας, ανασφάλειας, φόβου, ανταγωνισμού, τελικά σχέσεις απελπισίας. Σχέσεις δύσκολες κι εύθραυστες: τα τείχη χωρίς ιστορία ή η ιστορία χωρίς τείχη. Το δίλλημα το έλυσε με αυταρχισμό ο αυτοκράτορας Σιχ Χουάγκ Τι.
Όταν το ύφος και το ήθος του κειμένου ή του κτίσματος διαβρώνονται από εξουσιαστικές δυνάμεις, τότε ο χρόνος αιχμαλωτίζεται και ο χώρος μεταμορφώνεται σε τείχος θανάτου. Είναι το τέλος: «Η σκληρή κατάργηση της ιστορίας» κι αν σκεφτεί κανείς ότι το τείχος, τα κάθε τείχος στο χώρο, και η φωτιά στο χρόνο δεν ήταν, κατά τον Μπόρχες, παρά «φράγματα μαγικά, που σκόπευαν στην παρεμπόδιση και την προφύλαξη από το θάνατο…». Τελειώνοντας μ’ αυτήν τη μικρή ιστορία θέλησα να τονίσω τις περιοχές που θα όφειλε να συμφιλιώσει το Αρχείο Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής: το κείμενο και το κτίσμα. Θα έπρεπε να επαγρυπνήσει ώστε ν’ αποφεύγει τις δυνάμεις της εξουσίας να προσβάλλουν αυτή τη σχέση. Λόγος αυταρχικός και κτίσματα εξουσιαστικά, δύο δρόμοι που οδηγούν στην απόλυτη μοναξιά.
Ένα έργο που συλλέγει και διαχειρίζεται με λόγο τις πληροφορίες, οδηγεί κατευθείαν στον πολιτισμό. Γιατί ο χρόνο χτίζεται και ιστορείται με τον λόγο. Η μνήμη χρειάζεται και τα κείμενα και τα τείχη για να «συγκρατηθεί». Ας ελπίσουμε ότι το Αρχείο Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής με τις ψηφίδες της μνήμης που θα επιλέξει θα φτιάξει το παζλ που λέγεται νεοελληνική αρχιτεκτονική, αρκεί να συνειδητοποιηθεί από την αρχή πόσο δύσκολο είναι να εξημερωθεί και να ελευθερωθεί ο χρόνος ο παρελθών, ο παρών και μέλλων
Σας ευχαριστώ
Διάλεξη στο ΣΑΔΑΣ
Σουζάνα Αντωνακάκη
Μάιος 1993
No comments :
Post a Comment