Monday, February 5, 2018



ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗ ΔΙΑΛΕΞΗ 
ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΓΙΑΚΟΥΜΑΚΑΤΟΥ

ΑΠΟ ΤΟ NEUES MUSEUM ΣΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟ. 
ΠΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΑΠΟΚΑΘΙΣΤΟΥΜΕ ΤΗ ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Κείμενα και σχόλια των 
Δημήτρη Αντωνακάκη
Μπούκη Μπαμπάλου
Παναγιώτη Πάγκαλου


David Chipperfield, Neues Museum στο Βερολίνο



«Δ.ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Ε.Ε.» και του γραφείου μελετών «ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΕΠΕ – Π.ΓΡΑΜΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ – Χ. ΠΑΝΟΥΣΑΚΗΣ, Φωτορεαλιστικό Εθνικής Πινακοθήκης 




Σε αυτό το μπλογκ πολλά έχουν γραφτεί σχετικά με τις αποκαταστάσεις-ιστορικών κτιρίων αλλά και εκείνων της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Μεγάλη δε διάσταση πήρε το θέμα της επέμβασης στην Εθνική Πινακοθήκη στην Αθήνα με αφορμή την διάλεξη των Χ. Πανουσάκη & Π. Γραμματόπουλου που είναι και μελετητές της συγκεκριμένης επέμβασης, συνεργασία μεταξύ του γραφείου μελετών «Δ.ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Ε.Ε.» και του γραφείου μελετών «ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΕΠΕ – Π.ΓΡΑΜΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ – Χ.ΠΑΝΟΥΣΑΚΗΣ» στις 18 Φεβρουαρίου 2016, στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων στο πλαίσιο του 13ου κύκλου των Διαλέξεων του ΕΙΑ.

Ανδρέας Γιακουμακάτος

Σήμερα επανέρχομαι με αφορμή την πρόσφατη διάλεξη του Ανδρέα Γιακουμακάτου που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 15ου κύκλου διαλέξεων του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής (Ε.Ι.Α.) την Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2018 με τίτλο "Από το Neues Museum στο Γερμανικό Περίπτερο. Πώς και γιατί αποκαθιστούμε τη μοντέρνα αρχιτεκτονική". Εκτός από το γνωστό κοινό των διαλέξεων του Ε.Ι.Α. την διάλεξη παρακολούθησαν και πολλοί προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές.

Από την πρόσκληση της διάλεξης 

Ο Γιακουμακάτος μετά την αναλυτική και τεκμηριωμένη παρουσίαση της όλης διαδικασίας του διαγωνισμού για την πρόσφατη αποκατάσταση του νεοκλασσικού Neues Museum στο Βερολίνο, παρουσιάζοντας όλες τις μελέτες που βραβεύτηκαν (Frank Ghery κλπ) κατέληξε στην ανάλυση της μελέτης   του David Chipperfield που επιλέχθηκε και υλοποιήθηκε. Στην συνέχεια προχώρησε στην διατύπωση σκέψεων σχετικά με την διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς του 20ού αιώνα. 

David Chipperfield, Neues Museum στο Βερολίνο

Αναφερόμενος στο συνολικό απόθεμα της μοντέρνας και σύγχρονης αρχιτεκτονικής έβαλε ερωτήματα, ήδη από την ανακοίνωση της διάλεξης, σε σχέση με το αν πρέπει να τηρούμε «γενικούς κανόνες της «αναστήλωσης» ή ένα διαφορετικό δρόμο που συνάδει περισσότερο με την καταγωγή, τα χαρακτηριστικά και τα πολιτισμικά συμφραζόμενα αυτών των κτιρίων; Και αν τυχόν παρέμβουμε στο μοντέρνο απόθεμα με επεκτάσεις ή προσθήκες, ποιοι είναι οι καταλληλότεροι σχεδιαστικοί χειρισμοί και από ποιον πρέπει να γίνουν; Στην περίπτωση δε που το κτίριο είναι «χαμένο», δικαιούμαστε να σκεφτούμε το ενδεχόμενο της ανακατασκευής, ή τούτο αποτελεί ασυγχώρητη βλασφημία; 
Εδώ και τέσσερις περίπου δεκαετίες τόνισε η διεθνής αρχιτεκτονική κοινότητα επιχειρεί να διατυπώσει απαντήσεις πάνω σε αυτά τα ζητήματα, πολλές από τις οποίες κινούνται πλέον σε ένα πεδίο κοινής αποδοχής.»

Η τελική του τοποθέτησή είχε τον χαρακτήρα ενός μανιφέστου σχετικά με τους τρόπους για την αποκατάσταση των κτιρίων του Μοντερνισμού προτείνοντας την αυστηρή και προσεκτική διατήρηση της αρχικής μορφής. Ειδικά μάλιστα για τα κτίρια με μεγάλες φθορές που δεν ανταποκρίνονται στις σύγχρονες αντισεισμικές απαιτήσεις, πρότεινε ακόμη και την λύση της συνολικής τους κατεδάφισης και της εκ νέου ανοικοδόμησής τους σύμφωνα με τα σχέδια, παραπέμποντας στο Γερμανικό Περίπτερο στην Βαρκελώνη του Mies, που αποκαταστάθηκε εξ αρχής μετά την πλήρη αποξήλωσή του.

Mies Van de Rohe, Γερμανικό Περίπτερο στην Βαρκελώνη


Η θέση αυτή κατά την άποψή μου είναι μεν ορθή, αλλά δεν μπορεί να είναι και απόλυτη, ιδιαίτερα μάλιστα σε ένα ακροατήριο νέων. Και βέβαια δεν μιλάμε για τα αριστουργήματα της αρχιτεκτονικής που έχουν γράψει ιστορία και αναμφίβολα πρέπει να αποκατασταθούν στην αρχική τους μορφή. Τίθεται το θέμα για όλα εκείνα τα κτίρια του μοντέρνου κινήματος που ήδη έχουν περάσει σε μια φάση γήρανσης και απαιτούν αποκατάσταση ή μπαίνουν στο στόχαστρο για ένταξη νέων χρήσεων. Είναι δυνατόν σε αυτές τις περιπτώσεις να επιβάλλονται άκαμπτοι σχεδιαστικοί χειρισμοί; Εκτός εάν θεωρούμε δεδομένο ότι σε αυτόν τον τόπο, οποιοδήποτε παραθυράκι σχετικά με την όποια δέσμευση για αυστηρή διατήρηση κατά την ανάπλαση, ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου για προκλητικές και ανερμάτιστες παρεμβάσεις. Αυτό δεν το αμφισβητώ και έχουμε ήδη πολλά παραδείγματα. Είναι όμως δύσκολο να κινηθούμε σε γενικεύσεις. 

Είναι προφανές ότι η τοποθέτηση αυτή προκάλεσε συζητήσεις και ερωτηματικά. Μετά την ολοκλήρωση της διάλεξης, διατυπώθηκαν θετικά σχόλια αλλά και κάποιες επιφυλάξεις ειδικά για κτίρια του μοντέρνου κινήματος, ένα θέμα εξαιρετικά ενδιαφέρον, επίκαιρο και σοβαρό.

Με στόχο να συνεχιστεί αυτός ο διάλογος επέλεξα τρία διαφορετικά κείμενα και σχόλια που συνδέονται με αυτή την διάλεξη:
  1. Το πρώτο κείμενο με τίτλο «Πινακοθήκη, Servare Incominatum…» γράφτηκε από τον Δημήτρη Αντωνακάκη τον Οκτώβριο του 2017 και δημοσιεύεται σήμερα γιατί θεωρώ ότι είναι επίκαιρο και σχετικό, με δεδομένο ότι ο Δημήτρης σχολιάζοντας την διάλεξη του Γιακουμακάτου αναφέρθηκε στην γνωστή υπόθεση της ανάπλασης της Εθνικής Πινακοθήκης, επισημαίνοντας παράλληλα και πόσο μεγάλη σημασία έχει η νέα χρήση που αποκτά το κτίριο σχετικά με την ιστορία του. 
  2. Το δεύτερο σχόλιο γράφτηκε από την Μπούκη Μπαμπάλου, με αφετηρία την τοποθέτηση και το σχόλιο της, αμέσως μετά την διάλεξη και μετά από δική μου παράκληση να συνοψίσει εκ των υστέρων την σκέψη της. 
  3. Τέλος το κείμενο του Παναγιώτη Πάγκαλου που ήρθε λίγες ώρες πριν από αυτή την ανάρτηση, αποτελεί μια εκτενή τοποθέτηση και ανάλυση αυτής καθ'εαυτής της διάλεξης. Ο Πάγκαλος επισημαίνει ότι «Παρότι η πρόταση Γιακουμακάτου εκπλήσσει κάποιους, ουσιαστικά είναι βαθύτατα στοχαστική και ειλικρινής αφού προβάλλει τη λανθάνουσα σχέση μεταξύ της αρχιτεκτονικής παραγωγής και της εν γένει παραγωγικής διαδικασίας» Και καταλήγει: "Εν κατακλείδι, η παρέμβαση του Ανδρέα Γιακουμακάτου συμβάλει σημαντικά στη συλλογική προσπάθεια συγκρότησης λόγου στα ζητήματα της διατήρησης σήμερα, ειδικότερα αν αναλογιστούμε ότι ο ίδιος τοποθετείται επί του θέματος ως ιστορικός αρχιτεκτονικής και όχι ως συνθέτης. Κι όπως κάθε υγιής ιστορικός, επιστρέφει το αντικείμενο της έρευνάς του στο παρόν: η ενασχόλησή του με το παρελθόν έχει παροντικούς παραλήπτες, αφού ο στόχος του δεν είναι η αναφορά του στο χθες αλλά η παροχή κλειδιών ανάγνωσης του σήμερα." 

 1.

ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ

Servare Incominatum…[1]

του Δημήτρη Αντωνακάκη 
Οκτώβριος 2017

Εθνική Πινακοθήκη, Σχέδιο από την Προμελέτη των Παύλου Μυλωνά και Δημήτρη Φατούρου

Πινακοθήκη...
Σήμερα είδα το κτήριο που χτιζόταν κάτω από τα μάτια μου πριν από σχεδόν 60 χρόνια, να κατεδαφίζεται ανυπεράσπιστο…



Άραγε, χάθηκε για πάντα;
Θα πείτε, ίσως όχι. Αφού υπάρχουν οι φωτογραφίες και τα σχέδια.
Δεν χάθηκε υπάρχει, λέει ο φίλος μου ο Τηλέμαχος, αρκεί να θέλει κανείς να ψάξει να το βρει στα αρχεία.
Υπάρχει και σαν ανάμνηση. Αυτό μας αρκεί;

Μας αρκεί η ιστορία του κτηρίου της Πινακοθήκης χωρίς το κτήριο όπως ήταν τότε που μετρούσε για τη Σύγχρονη Ελληνική Αρχιτεκτονική.
Να θυμόμαστε μόνο;
Την κατάθεση του θεμέλιου λίθου από τον τότε πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου.
Τα εγκαίνια του κτηρίου από τον άνθρωπο που δημιούργησε το κτήριο, τον Μαρίνο Καλλιγά και τους αρχιτέκτονες του έργου Παύλο Μυλωνά και Δημήτρη Φατούρο.
Αρκεί να θυμόμαστε τον ίδιο τον Μαρίνο Καλλιγά που επέμεινε να τοποθετήσει το γλυπτό «Πηνελόπη» εκεί που οι αρχιτέκτονες είχαν προβλέψει θέση γλυπτού κοντά στην είσοδο, άγαλμα συμβολικό της επίμονης και υπομονετικής διαδικασίας που είχε τηρήσει ως να πετύχει την ανέγερση του κτηρίου.
Κι ακόμα την κουβέντα του Μαρίνου Καλλιγά, όταν είχε γυρίσει από την επίσκεψη στη National Gallery του Mies van der Rohe στο Βερολίνο (1962-1968), όπου απευθυνόμενος, μπροστά μου, στους δύο αρχιτέκτονες είπε:
«Η Πινακοθήκη μας είναι καλύτερη»!

Η Πινακοθήκη εκείνη μένει σαν μνήμη, και σας αρκεί;
Σ’ εμένα πάντως δεν αρκεί.


Εθνική Πινακοθήκη, Σχέδιο από την Προμελέτη 

των Παύλου Μυλωνά και Δημήτρη Φατούρου

«Δ.ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Ε.Ε.» και του γραφείου μελετών «ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΕΠΕ – Π.ΓΡΑΜΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ – Χ. ΠΑΝΟΥΣΑΚΗΣ, 
Εθνική Πινακοθήκη, Φωτορεαλιστική απεικόνιση

Σ’ εμένα, τον τελευταίο τροχό της άμαξας, που ασχολήθηκα με αυτό το κτήριο από το 1957 –δεν θα το πιστέψετε- από φοιτητής. Από το σπίτι του Φατούρου όπου σχεδιάζονταν η δεύτερη πρόταση που υλοποιήθηκε, στην οδό Ξενοφώντος στο γραφείο για την πινακοθήκη και μετά σ’ εκείνο της οδού Σταδίου, μέχρι που μας απομάκρυναν από την επίβλεψη, όταν ήδη είχε γυρίσει ο Φατούρος από την Αμερική το 1972, (δικτατορία).
Δεν μου αρκεί, όσο κι αν υπάρχουν οι αναμνήσεις στο μυαλό μου, αναμνήσεις που δεν μπορώ να σας τις μεταφέρω αυτούσιες...

Να θυμηθώ εκθέσεις που άφησαν εποχή, όπως:
εκείνη του Γιάννη Παππά,
ή εκείνη η αξέχαστη του Άρη Κωνσταντινίδη,
ή εκείνη η θαυμαστή του Aldo και της Hannie van Eyck;
Ναι, υπάρχουν ίσως φωτογραφίες για όλα αυτά… Αυτές αρκούν;

Mies Van De Rohe, National Gallery στο Βερολίνο 

Και τη National Gallery στο Βερολίνο την έκλεισαν για μερικούς μήνες πριν ένα χρόνο για συντήρηση και ανανέωση και εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων, αλλά δεν την κατεδάφισαν, παρόλο που, όπως σημειώνει ο Ηλίας Κωνσταντόπουλος, ο ίδιος ο Mies είχε επισημάνει τα προβλήματα που θα δημιουργούσε το ασυνήθιστο μέγεθος και ύψος του έργου του, επρόκειτο για τη National Gallery[2]:
«Πρόκειται για μια τόσο τεράστια αίθουσα, που βέβαια σημαίνει μεγάλες δυσκολίες για την έκθεση (έργων) τέχνης», είπε τότε ο ίδιος ο Mies και συνέχισε: «Έχω πλήρη επίγνωση του γεγονότος. Αλλά έχει τέτοιες δυνατότητες (ο χώρος) που απλά δεν μπορούσα να λάβω υπόψη μου αυτές τις δυσκολίες»[3].
Απίστευτη εμπιστοσύνη στον εαυτό του, αλλά και στις ικανότητες και τον σεβασμό εκείνων που θα αξιοποιούσαν το χώρο, σεβασμό στο έργο και στον δημιουργό.
Αυτό σημαίνει πολιτισμός.

Όχι, λοιπόν. Δεν μου αρκούν αυτές οι μνήμες και δύσκολα πείθομαι για όλη αυτήν την εικόνα που βλέπουμε στην Αθήνα, επιδεικνύοντας την έλλειψη πολιτισμού, την αδιαφορία για τη σχέση του αρχιτέκτονα με το έργο του.
Δεν θέλω να συνηθίσω στην ιδέα της ακύρωσης από την εξουσία της πνευματικής αξίας του αναγνωρισμένου αρχιτεκτονικού έργου.
Δεν βλέπουν με πόση φροντίδα και σεβασμό εργάστηκαν στο ίδιο το έργο του δάσκαλου του Φατούρου, του Χατζηκυριάκου  Γκίκα;… Δύο μέτρα και δύο σταθμά;…Γιατί;


Άποψη του εργοταξίου της Εθνικής Πινακοθήκης

Σε ποιόν να διαμαρτυρηθεί κανείς; Και ποιος ακούει;
Ας θυμηθούμε, τουλάχιστον, με αυτήν την αφορμή τις απόψεις του Albert Camus για τους καλλιτέχνες, που εδώ τις μεταφέρω για τους αρχιτέκτονες:
…«Το πρόβλημα δεν είναι μόνο αν απειλείται το έργο και ο καλλιτέχνης-αρχιτέκτων από το κράτος, τους θεσμούς και τώρα από τις εταιρείες, οπότε το πρόβλημα θα ήταν αν ο καλλιτέχνης συνθηκολογεί ή μάχεται.
Το πρόβλημα είναι πιο σύνθετο, γατί η μάχη γίνεται μέσα μας, απέναντι στον εαυτό μας και τους άλλους, μάχη που συντηρείται από τους ίδιους τους αρχιτέκτονες- καλλιτέχνες…».
Ηθικολογώ; Ναι ηθικολογώ έχετε δίκιο φίλοι μου και… λυπάμαι…
Είναι το λιγότερο που μπορώ να πω.

Κατά τα άλλα μπορούμε οι αρχιτέκτονες ακούραστα να συζητούμε μεταξύ μας για το πρόβλημα της ένταξης...



[1] «Να διατηρηθεί ανέπαφο», από την επιγραφή του Αστεροσκοπείου.
[2] Η. Κωνσταντόπουλος: Κλίμακες Πολιτισμού: Ορισμένες σκέψεις για το μουσείο και την πύλη, Πανεπιστήμιο Πατρών, Πολυτεχνική Σχολή, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πάτρα, 2013, σ. 107.
[3] ό.π. σημ. 1
[4] ό.π. σημ. 1


2.

Μπούκη Μπαμπάλου:
Σχόλιο για την διάλεξη του Ανδρέα Γιακουμακάτου

Σύντομο σχόλιο με αφετηρία την τοποθέτηση της αμέσως μετά την διάλεξη και μετά από δική μου παράκληση να συνοψίσει εκ των υστέρων την σκέψη της


David Chipperfield, Neues Museum στο Βερολίνο 

Στη διάλεξη του ο Ανδρέας Γιακουμακάτος ανέπτυξε ενδιαφέροντα και επίκαιρα θέματα, που δημιουργούν σκέψεις για περαιτέρω στοχασμό και συζήτηση. Κατά τη γνώμη μου ο David Chipperfield στο Neues Museum στο Βερολίνο, ανασυσταίνει τις ίδιες χωρικές σχέσεις με την προηγούμενη κατάσταση στο κατεστραμμένο μουσείο, κάνοντας διακριτή την επέμβαση του με τον τρόπο που χρησιμοποιεί τα υλικά. Αυτή η διάκριση είναι επιβεβλημένη από τη Χάρτα των συντηρητών, ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα. Θυμίζει τη σκανδιναβική αρχιτεκτονική του ’20-΄30, που αποτελεί μια ιδιαίτερη θεώρηση του κλασικισμού και του μοντερνισμού, όπως η επέκταση του Δημαρχείου του Goteborg από τον Eric Gunnar Asplund, μια τυπολογική και μορφολογική ερμηνεία του ιστορικού κτιρίου. 

Eric Gunnar Asplund, επέκταση του Δημαρχείου του Goteborg, (1913-1937)

Αντίθετα ο Frank Gehry αφήνει την «πληγή» ανοιχτή με το «ξένο σώμα» που εισάγει στο κτίριο, τα κυκλικά κλιμακοστάσια. Βρίσκονται αντιμέτωπες δύο διαφορετικές φιλοσοφίες στα δύο επικρατέστερα βραβεία και η σύγκριση τους πιστεύω πως θα είχε ιδιαίτερη αξία να σχολιαστεί και όχι μόνο η τελική τους μορφή. Με αυτό δεν υποτιμώ καθόλου το τελικό αποτέλεσμα. Προφανώς ο χώρος που μας προσφέρει ο Chipperfield μοιάζει εξαιρετικός. 

David Chipperfield, Neues Museum στο Βερολίνο

Θα ήθελα όμως εδώ να αναφερθώ και στην οργάνωση της Νέας Εισόδου του Μουσείου από τον Chipperfield. Ένα έργο που νομίζω πως ξεπερνά μια ερμηνεία της προηγούμενης κατάστασης με μια συγκρατημένη τόλμη. Μια σειρά από κατώφλια και μια στοά δημιουργούν ένα συνεκτικό χώρο – αυλή ως μεταβατικό του κτιρίου. 


David Chipperfield, Neues Museum στο Βερολίνο


Ταυτόχρονα η πρόταση συνδιαλέγεται με τα γειτονικά κτίρια, δημιουργεί ένα νέο μέτωπο στο ποτάμι και μια ελκυστική είσοδο από το δρόμο. Πρόκειται για μια επέμβαση αστικής κλίμακας υψηλής ποιότητας, που πιστεύω πως ελαφραίνει τη βαριά ατμόσφαιρα του Museumsinsel.

Ένα τελευταίο σχόλιο για τη διατήρηση της «εικόνας» των μοντέρνων κτιρίων: Αναρωτιέμαι πια είναι η αξία της καθώς η αρχιτεκτονική είναι χώρος, χώρος που τον βιώνουμε και όχι απλά μια εικόνα. Γιατί άραγε τα ιστορικά κτίρια μπορούν να δεχτούν ερμηνείες και άρα επεμβάσεις και μετατροπές, ενώ τα κτίρια του μοντέρνου πρέπει να μείνουν αναλλοίωτα; Και βέβαια εδώ θα έπρεπε να κάνουμε μια διάκριση: να διαχωρίσουμε τα ιδιωτικά από τα δημόσια κτίρια καθώς έχουν διαφορετικό συμβολισμό και διαφορετικό βαθμό οικειοποίησης, αν και ορισμένες κατοικίες μπορεί να αποκτήσουν σημασία και συμβολισμό στην ιστορική τους εξέλιξη είτε ως τεκμήρια-μνημεία της ιστορίας της αρχιτεκτονικής είτε γενικώτερα της ιστορίας. 


3.


Διάρκεια και Στιγμή 
του
Παναγιώτη Πάγκαλου


Αλυσιδωτές αντιδράσεις προκάλεσαν οι θέσεις του Ανδρέα Γιακουμακάτου, καθηγητή Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, στην πρόσφατη διάλεξή του με τίτλο «Από το Neues Museum στο Γερμανικό Περίπτερο. Πώς και γιατί αποκαθιστούμε τη μοντέρνα αρχιτεκτονική», η οποία πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2018 στις 19:00 στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων. Αναφερόμενος με πλούσιο φωτογραφικό υλικό και με υποδειγματική σαφήνεια στην πρόσφατη αποκατάσταση του Neues Museum στο Βερολίνο από τον David Chipperfield, ο Γιακουμακάτος υποστηρίζει ότι όσο ωριμάζει η σχέση μας με το παρελθόν τόσο καταρρέουν σταδιακά οι βεβαιότητές μας για τα ζητήματα αποκατάστασης της αρχιτεκτονικής. Η αντισυμβατική παρέμβαση του Chipperfield επί του γνωστού νεοκλασικού κτηρίου του 19ου αιώνα, αποτελεί την ιδανική αφορμή για να διερωτηθούμε εάν είναι καιρός να αναθεωρήσουμε τη στάση μας απέναντι στην αρχιτεκτονική κληρονομιά του 20ού αιώνα. 

Neues Museum, Επέμβαση αποκατάστασης, David Chipperfield Architects, Berlin. 


Τα ερωτήματα που διατυπώνει ο ομιλητής είναι φλέγοντα: 

- Τί από το συνολικό απόθεμα της μοντέρνας και σύγχρονης αρχιτεκτονικής αξίζει να προστατευτεί, και πότε; 

- Όταν αποκαθιστούμε, οφείλουμε να τηρούμε τους καθιερωμένους κανόνες ή θα μπορούσαμε να επιλέξουμε μια διαδρομή, η οποία θα συνάδει περισσότερο με την καταγωγή, τα χαρακτηριστικά και τα πολιτισμικά συμφραζόμενα των έργων; 

- Εάν το έργο έχει καταστραφεί, νομιμοποιούμαστε να προβούμε σε ανακατασκευή του; 

Παρά το ότι στην περίληψη που συνόδευε την πρόσκληση για την ομιλία, αναφερόταν ότι «εδώ και τέσσερις περίπου δεκαετίες η διεθνής αρχιτεκτονική κοινότητα επιχειρεί να διατυπώσει απαντήσεις πάνω σε αυτά τα ζητήματα, πολλές από τις οποίες κινούνται πλέον σε ένα πεδίο κοινής αποδοχής», οι θέσεις που μας παρέθεσε ο Γιακουμακάτος κατά την διάρκεια της διάλεξης ήταν εξαιρετικά προκλητικές, ρηξικέλευθες και αντισυμβατικές. Αφενός, διότι προτείνει μια αυστηρή τομή στην ιστορία της αρχιτεκτονικής, όπου η έναρξη του Μοντερνισμού συνιστά ένα χρονικό σημείο μηδέν από το οποίο προκύπτει ένα προ και ένα μετά (όπως λέμε προ και μετά Χριστόν), αφετέρου, διότι αυτή η τομή θα πρέπει, κατά τον ίδιο, να σηματοδοτεί συγχρόνως και μια δική μας διαφορετική συμπεριφορά απέναντι στο προ σε σχέση με το μετά. 


Σύμφωνα με τον Γιακουμακάτο, στα έργα της αρχιτεκτονικής της προ-μοντέρνου εποχής διατυπώνεται η ΔΙΑΡΚΕΙΑ, η μονιμότητα, η αντίσταση στη φθορά, η αντίθεση στη λήθη, η επιθυμία για παραμονή στον χώρο και στον χρόνο. Αντιθέτως, η μοντέρνα σκέψη εστιάζει στην παραγωγή εικόνων. «Η modernité είναι το μεταβατικό, το φευγαλέο, το ενδεχόμενο, το ήμισυ της τέχνης, της οποίας το άλλο μισό είναι το αιώνιο και το αμετάβλητο», υποστήριζε ο Charles Pierre Baudelaire στο Ο ζωγράφος της μοντέρνας ζωής. Όντως, στον Μοντερνισμό εκφράζεται η ΣΤΙΓΜΗ, το εφήμερο, αυτό που επιχειρούσαν να απεικονίσουν οι ιμπρεσιονιστές, ως προάγγελοι του Μοντερνισμού. Τα υλικά περιορισμένης αντοχής, οι ταχύτατοι χρόνοι κατασκευής, αλλά κυρίως η μεγιστοποιημένη δυνατότητα τεχνικής αναπαραγωγιμότητας (για να θυμηθούμε τον Walter Benjamin), αποδεικνύουν ότι πρόκειται για μια αρχιτεκτονική ενταγμένη στις διαδικασίες κατανάλωσης, μια αρχιτεκτονική που δεν παράγει πλέον μοναδικά αντικείμενα, αλλά προϊόντα Προγραμματισμένης Βραχυβιότητας, δηλαδή «αρχιτεκτονικά αγαθά», τα οποία πρέπει υποχρεωτικά να αντικατασταθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα με άλλα νέα ή παρόμοια, ούτως ώστε να αποφευχθεί η παύση στη διαδικασία παραγωγής οικοδομικών υλικών. Ωστόσο, κατά τον Γιακουμακάτο, η ταυτότητα του μοντέρνου έργου ως αναλώσιμου δεν το καθιστά αυτομάτως απόρριμμα. Το γεγονός της περιορισμένης διάρκειας ζωής δεν θα πρέπει να λειτουργεί απαγορευτικά ως προς την παροντική επιθυμία διατήρησης των συγκεκριμένων έργων. Επίσης, τα πολλά τεκμήρια αλλά και η χρονική εγγύτητα που υφίσταται μεταξύ του παρόντος και της στιγμής δημιουργίας του έργου, μας διασφαλίζει την άρτια ανακατασκευή της ΕΙΚΟΝΑΣ του έργου. 


Έτσι, ο Ανδρέας Γιακουμακάτος υποστηρίζει ότι στις αποκαταστάσεις των έργων αρχιτεκτονικής του 20ού αιώνα δεν έχει απολύτως κανένα νόημα να εμφανίζονται οι διαδοχικές ιστορικές φάσεις του κτηρίου, από την πραγματοποίησή του έως τη στιγμή της σωστικής επέμβασης. Διότι, για εμάς, που αποφασίζουμε να αποκαταστήσουμε αυτά τα κτήρια σήμερα, είναι σημαντική η αρχική εικόνα του πρωτοτύπου και όχι οι μορφολογικές αλλοιώσεις ή οι ενδεχόμενες μεταβολές του. Στα συγκεκριμένα έργα δεν αναζητούμε τα ίχνη του ιστορικού χρόνου, αλλά την αρχιτεκτονική σκέψη που περιέχουν. Με μια ποιητική διάθεση θα λέγαμε: από τον Μοντερνισμό δεν αναμένουμε την αφήγηση της διάρκειας, αλλά τη αναδιατύπωση της στιγμής. Παρότι η πρόταση Γιακουμακάτου εκπλήσσει κάποιους, ουσιαστικά είναι βαθύτατα στοχαστική και ειλικρινής αφού προβάλλει τη λανθάνουσα σχέση μεταξύ της αρχιτεκτονικής παραγωγής και της παραγωγικής διαδικασίας εν γένει. Ο Γιακουμακάτος προβαίνει σε μια κριτική θεώρηση των ιστορικών δεδομένων. Δεν σταματά στην επιφανειακή ανάγνωση των μορφών και δεν περιορίζεται στην περιγραφή των σχημάτων, αλλά με περισσή οξυδέρκεια, διακρίνει τις προθέσεις των αρχιτεκτόνων του Μοντερνισμού σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. 

Villa Savoye, φωτ. René Burri, Poissy, 1959 

Πράγματι, ως αποτελέσματα της βιομηχανικής παραγωγής, τα προϊόντα της αρχιτεκτονικής του Μοντερνισμού ανήκουν στη σφαίρα της υποχρεωτικής ανανέωσης. Η ηρωοποίηση της προσωρινότητας είναι τμήμα του γενετικού κώδικά τους. Ακόμη κι όταν η περιορισμένη διάρκεια δεν υποδηλώνεται ρητά, υφίσταται ένα προμελετημένο χρονικό όριο, που αντιστοιχεί στη σημασιολογική κατάρρευση του αρχιτεκτονικού έργου, σαν μια αόρατη η μ ε ρ ο μ η ν ί α   λ ή ξ η ς  που καθιστά το προϊόν ανεπιθύμητο, πέραν της υλικής ή λειτουργικής παρακμής του. Όσοι έχουν δει το ντοκιμαντέρ «Οι Πυραμίδες της Σπατάλης» θα γνωρίζουν ότι η προγραμματισμένη βραχυβιότητα αποτελεί τον κινητήριο μοχλό της παγκόσμιας παραγωγικής διαδικασίας και τροφοδοτεί συνεχώς με νέους στόχους την αδιάκοπη και επιβεβλημένη επινόηση νέων προϊόντων. Είναι σχεδόν αυτονόητο ότι τα έργα του Μοντερνισμού δεν ήταν αποστάγματα μιας αρχιτεκτονικής σύνθεσης μοναδικών αντικειμένων, αλλά ενός αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, ο οποίος προϋπέθετε την εμπλοκή τού αρχιτέκτονα στις διαδικασίες παραγωγής. Οι Μοντερνιστές όφειλαν να γνωρίζουν πώς να συνταιριάζουν τις ανάγκες των πελατών με τους νόμους της αγοράς. Χαρακτηριστικός είναι ο σχετικός σχολιασμός του Manfredo Tafuri στο Progetto e Utopia: «Ο αρχιτέκτονας είναι ένας οργανωτής, όχι ένας σχεδιαστής αντικειμένων: δεν είναι ένα σλόγκαν, αυτό του Le Corbusier, αλλά ένα πρόσταγμα, που συνδέει διανοητική πρωτοβουλία και μηχανικό πολιτισμό». 

Πριν, ωστόσο, φτάσουμε να ορίσουμε το ΤΙ θα διατηρήσουμε και το ΠΩΣ οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε το θέμα των αποκαταστάσεων των έργων της μοντέρνας και σύγχρονης αρχιτεκτονικής, θα πρέπει να έχουμε κατανοήσει το ΓΙΑΤΙ διατηρούμε αδιάκοπα. Είναι φανερό ότι η βασικότερη αιτία της ένταξης των έργων της περιόδου του Μοντερνισμού στη διαδικασία διατήρησης είναι η υπεράσπιση της ίδιας της διαδικασίας διατήρησης. Η απαλλαγή μιας αρχιτεκτονικής περιόδου από την εποπτεία των θεσμών θα προξενούσε ισχυρότατους κλυδωνισμούς στο οργανωμένο σύστημα των κηρύξεων διατηρητέων και των αποκαταστάσεων. Είναι επίσης φανερό ότι η κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής μας έχει γονιμοποιήσει τις τάσεις δημόσιου σεβασμού για την αρχιτεκτονική δημιουργία προγενέστερων εποχών. Έτσι, αναγνωρισμένο ως έργο τέχνης, το αρχιτεκτονικό έργο υπερβαίνει τη σχέση του με τον χρόνο, τον τόπο, τον δημιουργό, τον ιδιοκτήτη, τον κύκλο των αρχιτεκτόνων και μετατρέπεται σε κοινωνικό αγαθό, το οποίο -και στην Ελλάδα- προστατεύεται, όπως αναφέρεται στον ισχύοντα σχετικό Νόμο 3028/2002, με σκοπό «τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης χάριν της παρούσας και των μελλοντικών γενεών και την αναβάθμιση του πολιτιστικού περιβάλλοντος». 

Αν υποθέσουμε, όμως, ότι έχει αιτιολογηθεί το ΓΙΑΤΙ επιθυμούμε να μνημειοποιούμε μοντέρνα και σύγχρονα έργα –ενδεχομένως για εκπαιδευτικούς ή ακόμη και για τοπικιστικούς ή ψυχο-κοινωνικό λόγους– είναι αναγκαίο τα εν λόγω έργα, τουλάχιστον, να υφίστανται ακόμα. Διότι, αν οι συνθήκες έχουν οδηγήσει στην ολική καταστροφή τους πριν προβούμε στην ενεργοποίηση των διαδικασιών διατήρησης, τότε οποιαδήποτε συζήτηση για το ΠΩΣ οφείλουμε να επέμβουμε, εκπίπτει. Ασφαλώς, υπάρχουν και ακραίες εξαιρέσεις. Ο Γιακουμακάτος, ορθώς σχολίασε την ειδική περίπτωση της εξολοκλήρου ανακατασκευής του Γερμανικού Περιπτέρου του Ludwig Mies van der Rohe στην Βαρκελώνη, η οποία σηματοδοτεί μια ιδιαίτερη απάντηση αντιμετώπισης του φόβου της απώλειας: όλα μπορούν να επιστρέψουν, ακόμη κι από τον τάφο του χρόνου. 

The Barcelona Pavilion, φωτ. René Burri, Barcelona, 1993 

Η διάλεξη του Γιακουμακάτου αφορά σε ζητήματα άκρως επίκαιρα και για την τοπική πραγματικότητα. Με την αυγή της νέας χιλιετίας, στην ελληνική νομοθεσία για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, το χρονικό πλαίσιο αναφοράς διευρύνθηκε, αφού ο νομοθέτης συμπεριέλαβε στην αγκάλη της κρατικής μέριμνας «πολιτιστικά αγαθά» που ανήκουν «στην περίοδο των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών και χαρακτηρίζονται μνημεία». Επιπλέον, αυξήθηκαν οι λόγοι μνημειοποίησης ενός έργου, αφού ο νόμος δεν λησμονεί καμία από τις πλέον διαδεδομένες σημασίες: «αρχιτεκτονικής, πολεοδομικής, κοινωνικής, εθνολογικής, λαογραφικής, τεχνικής, βιομηχανικής ή εν γένει ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους». Το παράδοξο, βέβαια, είναι ότι ενώ οι σημασίες διευρύνθηκαν οι αρμόδιοι επιστήμονες να αποφασίσουν παρέμειναν οι ίδιοι. Οι αποφάσεις για τη διατήρηση ή μη ενός έργου βαρύνουν μονάχα τους γνωστούς ειδικούς, οι οποίοι απαρτίζουν τα θεσμικά όργανα: αρχιτέκτονες, αρχαιολόγους, πολιτικούς μηχανικούς, λαογράφους, ιστορικούς αρχιτεκτονικής και τέχνης. Ωστόσο, τα επιπρόσθετα στοιχεία, όπως η βιωματική διάσταση του έργου ή τα κοινωνικά γεγονότα, δεν αποτελούν αρχιτεκτονικά ή καλλιτεχνικά δεδομένα και ως εκ τούτου ουδείς από τους συμμετέχοντες ειδικούς δύναται να αποφανθεί δίχως τη συμβολή προσώπων από διαφορετικά γνωστικά πεδία. Είναι, επομένως, επιτακτική η αλλαγή προσανατολισμού. Τα ανώτατα θεσμικά όργανα πρέπει να στελεχωθούν από πρόσωπα με φιλοσοφική και κοινωνιολογική παιδεία, ούτως ώστε οι αποφάσεις για τη διατήρηση ενός έργου να συντάσσονται με το κοινωνικό καλό που αυτό θα συνεπάγεται και όχι μόνο με την αρχιτεκτονική ή καλλιτεχνική αξία που διαθέτει. 

Στις αρχές του 2017, ομάδα αρχιτεκτόνων στήριξε την έναρξη πρωτοβουλίας αναφορικά με την επίσημη προστασία και ανάδειξη έργων της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής. Η προσπάθεια αυτή σήμερα εξελίσσεται με τη σύνταξη του Πρώτου διαρκούς καταλόγου επί της Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Πολιτισμικής Κληρονομιάς, ο οποίος πρακτικά θα οδηγήσει σε προτάσεις κήρυξης διατηρητέων έργων της μεταπολεμικής ελληνικής αρχιτεκτονικής από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού. Είναι βέβαιο ότι τα ζητήματα προστασίας της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής δεν πρόκειται να λυθούν μόνο με τη σύνταξη ενός καταλόγου. Όπως, άλλωστε, σημειώνει ο Τάσος Κωτσιόπουλος, «Η διατήρηση και το ‘διατηρητέο’ είναι πολύχρωμες έννοιες. Κάποιες από τις αποχρώσεις τους είναι συζητήσιμες. […] Θα ήμουν ευτυχής αν για κάθε έργο προς μελλοντική κήρυξη ακολουθείται μια διαδικασία ανάλογης έρευνας και μελέτης». Πράγματι, το θέμα είναι πολύπλοκο και για κάθε περίπτωση απαιτείται ειδική εξέταση, αλλά όπως αναφέρει και ο Δημήτρης Φιλιππίδης, η σύνταξη ενός καταλόγου «θα ήταν καλύτερο από τις ευκαιριακές κι επικίνδυνες κηρύξεις, τη μάστιγα της αρχιτεκτονικής μας». Σε κάθε περίπτωση, είναι πλέον κοινή αίσθηση ότι έφτασε η ώρα να πραγματοποιηθεί εκτενής διάλογος και να συνταχθούν συγκεκριμένες προτάσεις προς την πολιτεία. 

Εργατικός Οικισμός στο Δίστομο Βοιωτίας (1969), Δ. και Σ. Αντωνακάκη. 
Πρόταση κήρυξης διατηρητέου από ομάδα αρχιτεκτόνων προς το ΥΠ.ΠΟ.Α. (2017) 

Εν κατακλείδι, η παρέμβαση του Ανδρέα Γιακουμακάτου συμβάλει σημαντικά στη συλλογική προσπάθεια συγκρότησης λόγου στα ζητήματα της διατήρησης σήμερα, ειδικότερα αν αναλογιστούμε ότι ο ίδιος τοποθετείται επί του θέματος ως ιστορικός αρχιτεκτονικής και όχι ως συνθέτης. Κι όπως κάθε υγιής ιστορικός, επιστρέφει το αντικείμενο της έρευνάς του στο παρόν: η ενασχόληση του με το παρελθόν έχει παροντικούς παραλήπτες, αφού ο στόχος του δεν είναι η αναφορά του στο χθες αλλά η παροχή κλειδιών ανάγνωσης τού σήμερα. 

Η ιστορία είναι το αίμα του χρόνου. Το αίμα έχει μνήμη. Όπως οι αναλύσεις αίματος μαρτυρούν τις αποθηκευμένες στο αίμα πληροφορίες για την κατάσταση ενός οργανισμού, έτσι και οι ιστορικές αναλύσεις παρέχουν στοιχεία για την κατάσταση της κοινωνίας σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Εντούτοις, Δεν υπάρχει ιστορία δίχως ιστορικούς. Ο ιστορικός είναι συγχρόνως αφηγητής και ερμηνευτής, ηθοποιός και θεατής, αναλυτής και αναλυόμενος: είναι ο αρχιτέκτονας της εξερεύνησης του χρόνου. Ο ιστορικός συλλέγει, καταγράφει, ερμηνεύει και σχολιάζει τις κάθε είδους κοινωνικές πράξεις, συμπεριλαμβανομένων των αρχιτεκτονικών. Υπ’ αυτό το πρίσμα, το ιστορικό έργο καθοδηγείται από μια ιδεολογική πυξίδα και δεν υφίσταται ιστορική έρευνα χωρίς ένα σχέδιο για το μέλλον. 

Η ιστορία σπέρνει απορίες, δεν παρέχει βεβαιότητες. Μια κοινωνία δίχως απορίες δεν γνωρίζει πως να αλλάξει τις αξίες της. Ιδού λοιπόν η απορία: γιατί αντιστεκόμαστε τόσο σθεναρά στην απώλεια της ύλης αρνούμενοι να αποδεχθούμε την παντοδυναμία του θανάτου;

Παναγιώτης Πάγκαλος
04  02 2018


Κάντε ΚΛΙΚ στις εικόνες για μεγέθυνση

No comments :

Post a Comment