Monday, February 12, 2018



ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΚΙΣΤΑΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

σταλμένα από τον Δημήτρη Φιλιππίδη 
και τον Τάσο Μπίρη




Μετά χαράς δημοσιεύω και σήμερα γράμματα που άλλοτε ζητώ από αναγνώστες και συνεργάτες αυτού του μπλογκ και άλλοτε φθάνουν αυθόρμητα με αφορμή δημοσιευμένες αναρτήσεις. Έτσι μπορώ να μοιράζομαι μαζί σας από την μια εμπειρίες και ταξιδιωτικές περιγραφές που αναζητώ, όπως από την Κίνα, το Λονδίνο και τώρα από το Πακιστάν και από την άλλη απόψεις που συμβάλλουν σε προβληματισμούς και σε διάλογο σε φλέγοντα και επίκαιρα θέματα.
Ο Δημήτρης και η Ειρήνη Φιλιππίδη μας αιφνιδίασαν παραμονές Χριστουγένων, όταν μας ανακοίνωσαν ότι αποφάσισαν να ταξιδέψουν στο μακρινό Πακιστάν. Έναν τόπο σχεδόν άγνωστο, απροσπέλαστο και μη ασφαλή σε ξένους επισκέπτες, που μας φέρνει στην μνήμη τον Δοξιάδη και παράλληλα είναι φορτισμένος με παράξενες διάσπαρτες πληροφορίες και εικόνες.


Ο Δημήτρης και η Ειρήνη Φιλιππίδη πάνω δεξιά

Βρέθηκαν εκεί με μια ομάδα 13 ατόμων. Από τις 27 Δεκεμβρίου 2017 μέχρι 8 Ιανουαρίου 2018, διέσχισαν το Πακιστάν ξεκινώντας από βορρά, από το Ισλαμαμπάντ, της πόλης που κτίστηκε   με βάση την μελέτη  που εκπονήθηκε το 1959  από το Γραφείο Δοξιάδη, στο οποίο είχε δουλέψει ο Δημήτρης Φιλιππίδης. 


Έφτασαν μέχρι το Καράτσι,  με συνεχή ένοπλη αστυνομική συνοδεία και βίωσαν μια περιπετειώδη ταξιδιωτική εμπειρεία οργανωμένη από ένα εξειδικευμένο γραφείο ταξιδίων  με την επωνυμία "Κανών Πολιτιστικά Ταξίδια & Γεωγραφικές Αποστολές" που φρόντισε για κάθε λεπτομέρεια. 

Τα γράμματα του Δημήτρη, αυτές οι εικονογραφημένες ταξιδιωτικές σημειώσεις  από το Πακιστάν, που μου εμπιστεύτηκε και  παραθέτω στην συνέχεια σχετίζονται, όπως επισημαίνει σε κείμενό του ο Δημήτρης Φατούρος [...  με τις  διαδρομές της πολυτοπίας του κατοικημένου χρόνου, της αρχιτεκτονικής και της πόλης, όπου ο Δημήτρης Φιλιππίδης αναζητεί θραύσματα ενδείξεων, συνέχειες και ασυνέχειες...] 
και αφορούν ακόμη
[...Στις αναζητήσεις του στις ιστορικές περιόδους και τις νεότερες σε εξέλιξη στα ασταθή πεδία της καθημερινότητας, στις συσχετίσεις της κάθε φορά νεότερης, σύγχρονης αρχιτεκτονικής με την αρχιτεκτονική του προηγούμενου, των ιστορικών ή προϊστορικών χρόνων, διαμορφώνει προσεγγίσεις που επισημαίνουν ότι γενικές κατηγορίες, ταξινομήσεις, μπορεί να μην αντιπροσωπεύουν την πραγματικότητα ή τις πραγματικότητες μιας εποχής.]



1.

Στην κοιλάδα του Ινδού ποταμού
του Δημήτρη Φιλιππίδη




Επισκεπτόμαστε ένα παλιό ινδουιστικό ναό, τώρα πια διασκευασμένο σε μουσείο. Ένα ζευγάρι με δύο μικρά παιδιά, φορώντας τα καλά τους, μας πλησιάζουν. Με κοιτούν χαμογελώντας αδιόρατα. Η χειραψία του πατέρα και μετά του γιού είναι απαλή, διστακτική, μόλις τη νοιώθεις. Ρωτούν από πού είμαστε, στο άκουσμα της Ελλάδας νεύουν με κατανόηση. Γιουνάν, ψιθυρίζουν. Εύχονται καλή διαμονή και απομακρύνονται διακριτικά.




www.Kanon.gr 
στον αχανή αρχαιολογικό χώρο μιας προϊστορικής πόλης στη Harappa του κεντρικού Πακιστάν


Παρακάτω στο ταξίδι, στον αχανή αρχαιολογικό χώρο μιας προϊστορικής πόλης, της Harappa, είχα απομακρυνθεί από τους συνταξιδιώτες μου. Βρέθηκα κάπου μόνος οπότε βλέπω τρεις χαμογελαστούς νεαρούς να έρχονται κατά πάνω μου. Μας είχαν προειδοποιήσει ότι γίνονται απαγωγές και ληστείες, αλλά μου είναι αδύνατο να φοβηθώ.


Γίνονται οι απαραίτητες χειραψίες και μετά μου δείχνουν με νοήματα ότι θέλουν να φωτογραφηθούν μαζί μου. Βγάζουν ένα κινητό και αποθανατιζόμαστε με ένα selfie. Είναι ενθουσιασμένοι. Καθώς απομακρύνονται συνομιλούν μεταξύ τους αλλά δεν ακούγεται κανένας ήχος. Τότε μόνο καταλαβαίνω πως ήταν κωφάλαλοι. 

στο μεγάλο παζάρι του Μουλτάν 3




Θα τους ξαναβρώ αυτούς και τόσους άλλους τις επόμενες μέρες, με άλλα πρόσωπα και με άλλα ρούχα, σε παζάρια, σε προσκυνήματα, μέσα στα πλήθη έξω από τζαμιά, πλάι στα ημιυπαίθρια μαγειρεία των επαρχιακών δρόμων. Κάποιοι φτωχικά ντυμένοι, τυλιγμένοι με μια λερή κουβέρτα, σχεδόν ξυπόλυτοι. Άλλοι με την τυπική πουκαμίσα και τα διακριτικά καλύμματα στο κεφάλι της φυλής όπου ανήκουν.



www. Kanon.gr, στη Harappa του κεντρικού Πακιστάν


Μας περιεργάζονται με φιλική περιέργεια καθώς τους φωτογραφίζουμε και προσπαθούμε με νοήματα να έρθουμε σε επαφή μαζί τους. Δεν μας αισθάνονται σαν απειλή. Μας δέχονται στον κόσμο τους χωρίς αισθήματα μειονεξίας, σαν απόλυτα ίσους. Δεν έχουν ακόμα διαφθαρεί από τον τουρισμό.












Όμως η χώρα τους είναι επικίνδυνη. Τα ξενοδοχεία φρουρούνται αυστηρά, σαν φυλακές, και συχνά περνάμε μπλόκα στους επαρχιακούς δρόμους. Στις περιηγήσεις μας συνοδευόμαστε πάντα από ένοπλους φρουρούς με καλάσνικοφ και δεν μας αφήνουν να κινηθούμε μόνοι μας μέσα στις μεγάλες πόλεις.



με το άγρυπνο βλέμμα των ένοπλων φρουρών


Οφείλουμε να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί μέσα σε θρησκευτικούς χώρους, να μην προκαλούμε με τη συμπεριφορά μας ή με το ντύσιμο των γυναικών. Τη νύχτα ακούγονται πυροβολισμοί και σε κάποια μικρή πόλη άγνωστοι θα διαδηλώσουν κάτω από τα παράθυρά μας. 



Διακόσμηση χωρίς ενοχές



Έτσι που έτρεχε το μικρό μας λεωφορείο πάνω στην εθνική οδό διασχίζοντας την πεδιάδα του Ινδού ποταμού, πρόσεξα ότι στο κατώτερο μέρος τους οι κορμοί των δεντροστοιχιών στο πλάι του δρόμου ήταν βαμμένοι λευκοί. Κάτι ανάλογο κάνουμε και εμείς για προστασία από βλαβερά έντομα. Όμως εδώ συνέβαινε κάτι ακόμα. Στο πάνω μέρος, εκεί που σταματούσε ο ασβέστης, είχαν προσθέσει ένα ζωνάρι ύψους περίπου 20 εκ. με χρώμα κόκκινο βαθύ.



Ρώτησα να μάθω γιατί. Με τον φυσικότερο τρόπο μου είπαν πως πρόκειται για διακόσμηση. Το λευκό χρώμα (πρακτικό μέτρο) συνδυαζόταν με το κόκκινο (ομορφιά). Ο ασβέστης από μόνος του δεν αρκούσε, οσοδήποτε χρήσιμος κι αν είναι. Η ντόπια παράδοση όριζε ότι από μόνη της η ωφέλεια δεν θα μπορούσε ποτέ να σταθεί.




Η συνταγή αυτή εφαρμόζεται παντού στη σύγχρονη ζωή. Για να αποκτήσουν κύρος, τα κάθε είδους τροχοφόρα μηχανήματα, που σήμερα πλημμυρίζουν τους επαρχιακούς ιδίως δρόμους της χώρας, είναι καταστόλιστα με πολύπλοκη διακόσμηση.






Από νταλίκες, φορτηγά και λεωφορεία ως ημιφορτηγά, τρακτέρ και τρίτροχα, όλα φορτώνονται με απίστευτης επεξεργασίας χρωματιστά σχέδια, με κορδέλες και φούντες που ανεμίζουν, με όρθιες κεραίες που πάλλονται και με σειρές από κρεμαστές αλυσίδες. Και επειδή οι διαθέσιμες επιφάνειες για διακόσμηση δεν φαίνεται να επαρκούν, τουλάχιστον στα φορτηγά προσθέτουν ιδιοκατασκευές που προεξέχουν σαν διαδήματα πάνω από την καρότσα.








Η επιλογή παραστάσεων, μοτίβων ή σχεδίων ακολουθεί ένα πολύπλοκο εθιμοτυπικό. Από τη μια μεριά είναι η βαθιά ισλαμική παράδοση της επανάληψης αφηρημένων διακοσμητικών σχεδίων και από την άλλη οι σύγχρονες παραστάσεις θαυμαστών μηχανών όπως αεροπλάνων ή ξεχωριστών προσώπων όπως ιδανικών πορτραίτων, ηρώων, και πολιτικών προσωπικοτήτων. Πέρα από αυτό το συνονθύλευμα είναι απαραίτητη η ένδειξη της θρησκευτικής ταυτότητας του ιδιοκτήτη του φορτηγού, με κομμάτια πανί στο κατάλληλο χρώμα που δένονται πολλά μαζί από τη μια τους άκρη σε διάφορα σημεία του αμαξώματος.





Το αποτέλεσμα είναι ένα χάρμα οφθαλμών. Το «απλό», λειτουργικό βιομηχανικό προϊόν που έχει παραχθεί μαζικά μετατρέπεται σε υπαίθριο εκθετήριο τέχνης, σε προβολή προσωπικού γούστου και σε σύμβολο ατομικής ταυτότητας. Καθώς διασταυρώνεσαι με ένα τέτοιο φορτηγό, δεν βλέπεις το καλά κρυμμένο τυποποιημένο όχημα. Βρίσκεσαι απέναντι σε μια θριαμβευτική παράσταση κινητικής τέχνης, όπου το όχημα ζωντανεύει καθώς κινείται, προσφέροντας παλλόμενα οπτικά ερεθίσματα ενόσω διαδοχικά το βλέπεις από μπροστά, από τα πλάγια και τέλος, από πίσω.



Με την ίδια λογική στολίζονται και λάμπουν οι γυναίκες, αυτό το τόσο καταπιεσμένο είδος, σε ιδιαίτερες τελετές όπως σε γάμους. Στα κατάφωτα μαγαζιά του παζαριού στραφταλίζουν οι ολόσωμες γυναικείες φορεσιές κατάφορτες με όλων των ειδών τα χρυσά κεντήματα. Οι γυναίκες μία τουλάχιστον φορά στη ζωή τους δικαιούνται να μεταμορφωθούν σε ονειρικά οχήματα πόθου.



Οι τάφοι





Οι μουσουλμάνοι πιστεύουν στην αιωνιότητα, δηλαδή στην ιερότητα της μνήμης, όπως όλοι μας λίγο-πολύ. Στήνουν γι’ αυτό θαυμάσια μνημεία για να τιμήσουν τους μεγάλους τους νεκρούς, τους σοφούς δασκάλους και τους προφήτες, από ευγνωμοσύνη για όσα πρόσφεραν στον κόσμο ενόσω ζούσαν. 







Ψωνίζουν ροδοπέταλα στην είσοδο για να ράνουν τον τάφο τους 


Στα ένδοξα μαυσωλεία τους πηγαίνουν σήμερα προσκυνητές από όλη τη χώρα, για να τους τιμήσουν. Ψωνίζουν ροδοπέταλα στην είσοδο για να ράνουν τον τάφο τους, αφήνουν έξω τα παπούτσια τους και μπαίνουν μετά στους επιβλητικούς μισοσκότεινους χώρους για να σταθούν με σεβασμό μπροστά στον κεντρικό καταστόλιστο τάφο. Γύρω του υπάρχουν κυκλικά πολλοί ταπεινότεροι τάφοι, ομοιόμορφοι, που αφήνουν μόνο στενά περάσματα ανάμεσά τους. Το δάπεδο είναι στρωμένο με γαλάζιες εφυαλωμένες πλάκες, από όπου αναδύεται ένα μυστικό φως, σαν να βαδίζεις στον αέρα.





Έξω από τα μαυσωλεία, σε κάποια απόσταση, απλώνονται οι τάφοι των απλών ανθρώπων, πολύ συχνά ανώνυμοι ή με την ελάχιστη ένδειξη της έκτασης που πιάνει ο καθένας. Τις περισσότερες φορές σχηματίζουν ένα επίμηκες πρίσμα χωμάτινο και στη θέση της κεφαλής βάζουν μικρή πλάκα όρθια. Όπως και μέσα σε ένα μαυσωλείο, οι νεκροί παρατάσσονται στο ίδιο μέγεθος οργανωμένα, σε τακτικές σειρές. Ακριβώς όπως τα αφαιρετικά σχέδια σε ισλαμικά διακοσμητικά στοιχεία.




Οι τάφοι στο ύπαιθρο είναι εκτεθειμένοι στις δυνάμεις της φύσης. Καθώς πιστεύουν ότι οι νεκροί πια βρίσκονται μακριά, σε ασφάλεια στον Παράδεισο, οι ζωντανοί δεν τους φροντίζουν, τους αφήνουν να διαβρωθούν και να καταρρεύσουν. Αρχίζει να χαλάει το τέλειο γεωμετρικό σχήμα τους και χάνεται το περίγραμμά τους.



Οι τάφοι με τον καιρό γίνονται ένα με το γύρω χώμα, μόνο η όρθια πλάκα τους μένει έστω λίγο λοξά για να θυμίζει ότι εκεί από κάτω έχει θαφτεί κάποιος. Μόνο που έτσι, όλοι αυτοί οι παλιοί τάφοι αποκτούν μια παράδοξη συντροφικότητα. Έχει ο καθένας χάσει την ιδιαιτερότητά του, όλοι είναι ένα πράγμα. Μπορεί ίσως με αυτό τον τρόπο να εκφράζουν τον Παράδεισο καλύτερα από όποια άλλη δική μας περιγραφή.

Φωτογραφίες Ειρήνης και Δημήτρη Φιλιππίδη, www. Kanon.gr 

Κάντε ΚΛΙΚ στις εικόνες για μεγέθυνση





2.

Επιστολή από τον Τάσο Μπίρη
02 02 2018


Ο Τάσος Μπίρης με αφορμή τις ακόλουθες ανάρτησεις σε αυτόν τον ιστότοπο που πραγματοποιήθηκαν αντίστοιχα στις 19 Δεκεμβρίου 2017 και 15 Ιανουαρίου 2018 με τίτλους:


ΣΥΝ ΗΧΗΣΕΙΣ MΕ ΤΟΝ ∆ΗMΗΤΡΗ ΠΙΚΙΩΝΗ
δύο εκθέσεις και µια συζήτηση
+
η διάλεξη του Δημήτρη Φιλιππίδη
(που δεν έγινε)
+
επιστολή του Δημήτρη Αντωνακάκη 
για την επικείμενη αποκατάσταση, 
έργων του Δημήτρη Πικιώνη 
από τον Δήμο Αθηναίων και την Αγνή Πικιώνη

και
ΩΔΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ: 

ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΑΙΘΟΥΣΑΣ «ΑΡΗΣ ΓΑΡΟΥΦΑΛΗΣ»



"ένας νέος εικαστικός Γιάννης Δεσποτόπουλος αναδύεται από τον καθαρόαιμο μοντερνιστή των χρόνων του Μεσοπολέμου"

+
κείμενο του Δημήτρη Αντωνακάκη 
διατυπώνει τις σκέψεις του σχετικά με τις αρχιτεκτονικές παραμβάσεις τόσο για το Δημοτικό Σχολείο του Δημήτρη Πικιώνη όσο και για  το Ωδείο του Ιωάννη Δεσποτόπουλου, με δεδομένη μάλιστα την συμμετοχή του στην  "ομάδα των επιμελητών, βοηθών, συνεργατών και συνεργατριών του «Δέσποτα», όπως τον αποκαλούσαν ειδικά οι παλαιότεροι(ες)". 




Φίλε Γιώργο, 



Ας διατυπώσω και εγώ –έστω και λίγο αργοπορημένα- μερικές σκέψεις που μου γεννήθηκαν, καθώς παρακολούθησα με ενδιαφέρον την συζήτηση που αναπτύχθηκε τελευταία στον ιστότοπό σου ανάμεσα σε καλούς συναδέλφους. Συζήτηση που -ορθώς- επικεντρώθηκε σε αναγκαίες αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις σε μοναδικής σημασίας και αξίας κακοπαθημένα κτίρια και μάλιστα ειδικά των -μετρημένων στα δάκτυλα του ενός χεριού- ιστορικών προσωπικοτήτων της νεότερης αρχιτεκτονικής ιστορίας μας. Όπως είναι εκείνη που από καιρό χρειάζεται να γίνει στο Δημοτικό Σχολείο του Δημήτρη Πικιώνη ή η άλλη, στο Ωδείο του Ιωάννη Δεσποτόπουλου. 

Και φυσικά το ενδιαφέρον της συζήτησης εντάθηκε όταν το θέμα δεν περιορίστηκε σε θεωρητικούς προβληματισμούς, αλλά αναφέρθηκε και σε σχετική (ήδη πραγματοποιημένη μέσω ανάθεσης από το Δημόσιο) μελέτη, καθώς και σε (ανεξάρτητη) μερική μελέτη και εφαρμογή που έχει ήδη πραγματοποιηθεί. Όπως συμβαίνει ειδικά στην περίπτωση του Ωδείου. 

Από την άλλη μεριά είναι και οι προβληματισμοί που διατυπώθηκαν προβλεπτικά σε αναφορά με το Δημοτικό Σχολείο του Πικιώνη και συγκεκριμένα περί του «Τί», του «Πώς» και «Από ποιόν» μιας ενδεχόμενης σωστικής παρέμβασης σε αυτό. 

Παρατήρησα λοιπόν οτι, προκειμένου να απαντηθούν τα παραπάνω ερωτήματα, τέθηκε ως ένα από τα βασικότερα κριτήρια της επιτυχίας της παρέμβασης –όπως εγώ τουλάχιστον κατάλαβα- η ιδεολογική εγγύτητα του νέου μελετητή προς τον Πικιώνη και το έργο του. Ιδεολογική εγγύτητα που –ει δυνατόν- να έχει αποκτηθεί ακόμη και μέσω της άμεσης και μακράς βιωματικής εμπειρίας και επαφής μαζί του σε προηγούμενο χρόνο. 

Έχει σημαντική δόση αλήθειας η συγκεκριμένη άποψη. Αν και καμιά φορά χρειάζεται κάποια στοιχειώδης απόσταση από ένα ιστορικής αξίας έργο και τον δημιουργό του, προκειμένου κανείς να το κατανοήσει με καθαρή ματιά και να επέμβει σε αυτό. Όλα αυτά όμως με αίσθηση του μέτρου. 

Το περίεργο όμως είναι ότι το (πρωτεύον) κριτήριο της εγγύτητας προς το πνεύμα του Πικιώνη, που παρουσιάζεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για την πιθανή επέμβαση στο Σχολείο του, αντιθέτως στην περίπτωση του Δεσποτόπουλου και των νέων επεμβάσεων στο Ωδείο, (πραγματοποιημένων ή μη) δεν φαίνεται να απασχόλησε εγκαίρως (ή να απασχολεί τώρα, έστω και μεταχρονολογημένα) τον κύκλο των συζητητών του ιστότοπου. Καθώς δεν καταγράφεται –νομίζω- εκεί κάποια σχετική αναφορά. 

Ξενίζει κάπως αυτή η τήρηση δύο μέτρων και σταθμών σε αναφορά ειδικά με ένα τέτοιο (όχι μικρό) ζήτημα «αρχής», δεδομένου οτι τα δύο κτίρια παρουσιάζονται τόσο «κοντά» και άμεσα συσχετισμένα το ένα με το άλλο. 

το δίπολο «Πικιώνης-Δεσποτόπουλος» 

Η αντίφαση μάλιστα επιτείνεται όταν σκεφτεί κανείς ότι το δίπολο «Πικιώνης-Δεσποτόπουλος» λειτούργησε (και λειτουργεί) στην διδασκαλία της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής (όπως την προσέλαβαν γενεές και γενεές νέων αρχιτεκτόνων κατά τις σπουδές τους, κυρίως στην Αρχιτεκτονική Σχολή της Αθήνας) ως θεμελιώδης αντίρροπη συζυγία που οριοθετεί στο μυαλό μας το ιδεολογικό «Όλον» του μεταπολεμικού, ατομικού και συλλογικού έντεχνου αρχιτεκτονικού κεφαλαίου μας. 
Οριοθέτηση στο πλαίσιο της οποίας, επήλθε ώσμωση του πνεύματος της εντόπιας αρχιτεκτονικής παράδοσης (όπως αναδύεται από την διδασκαλία του Πικιώνη) με το διεθνές πνεύμα του Μοντέρνου (όπως το δίδαξε – και το προσάρμοσε στην ελληνική συνθήκη- ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος, αλλά και αργότερα ο Θουκιδίδης Βαλεντής και άλλοι δάσκαλοι και δασκάλες των ιστορικών γενεών, από τον μεσοπόλεμο και πέρα). 
Και από την ώσμωση αυτή, όπως και από άλλα ανάλογα συνδυαστικά σχήματα (π.χ εκείνο των αντίρροπων ζευγών «Πικιώνης-Κωνσταντινίδης» ή «Κωνσταντινίδης- Ζενέτος») γεννήθηκαν οι ποικίλες εκφάνσεις (καλές ή όχι) της αρχιτεκτονικής μας σε βάθος πάρα πολλών δεκαετιών. Μία από τις ισχυρές ρίζες των οποίων ήταν (και παραμένει) ο «Ύστερος ελληνικός Μοντερνισμός της δεκαετίας 1960, με επιγόνους οι οποίοι φτάνουν μέχρι και σήμερα. 
Και έτσι ισορρόπησαν κάπως τα πράγματα μέσα στο (+ -) άπειρο του περιρρέοντος διεθνούς αρχιτεκτονικού χάους. 
Ισορρόπησαν ναι, αλλά δεν ταυτίστηκαν, καθώς άλλο είναι το πνεύμα του Πικιώνη, τελείως άλλο εκείνο του Δεσποτόπουλου, άλλο του Κωνσταντινίδη, άλλο του Ζενέτου κ.λ.π. Μην τα μπερδεύουμε λοιπόν. 
Να όμως που διαβάσαμε στον ιστότοπο την διαπίστωση οτι κατά την ερευνητική προετοιμασία της επέμβασης στην αίθουσα «Άρης Γαρουφαλής» του Ωδείου «Ένας νέος εικαστικός Δεσποτόπουλος αναδύεται από τον καθαρόαιμο μοντερνιστή του μεσοπολέμου». 
Βαριά κουβέντα, ας μου επιτραπεί να πω, παρότι δεν γνωρίζω προσωπικά εάν κάτι τέτοιο συνέβει. Αλλά και εάν συνέβει, διερωτάται κανείς πια άραγε αναπάντεχη σεισμική δύναμη προκάλεσε ένα τέτοιο γεγονός. 
Πάντως η διαπίστωση αυτή γεννά σειρά εύλογων ερωτημάτων. Γι’ αυτό και ας την αναλύσουμε λέξη προς λέξη, προκειμένου να εξιχνιάσουμε τι ακριβώς εννοεί και – ίσως- να διατυπώσουμε κάποιες σκέψεις υπό μορφή απαντήσεων: 

Ερώτηση 1η: Ο χαρακτηρισμός «νέος Δεσποτόπουλος» αιτιολογείται επειδή –επιτέλους μόλις σήμερα- μπορέσαμε να διακρίνουμε ειδικά την εικαστική του πλευρά; 

Απάντηση: Μα ο Δεσποτόπουλος ήταν ανέκαθεν πολυσύνθετη και πολυεπίπεδη προσωπικότητα, όπως όλοι οι «μεγάλοι». Δηλαδή, ήταν και εικαστικός και δομικός και ποιητικός και τοπικός και διεθνής και πάρα πολλά άλλα. (Μάλιστα όλες αυτές οι εκδοχές του παρουσιάστηκαν λεπτομερώς και τεκμηριωμένα στην παλαιά ημερίδα στο Ωδείο προς τιμήν του). Όσο για το εάν και πότε ήταν «νέος» ή «παλαιός», θα επιχειρήσω να απαντήσω στην ερώτηση 2. 
Πάντως, στις πολλές δεκαετίες που προηγήθηκαν μέχρι και σήμερα, φάνηκε οτι δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε άμεσα την συνθετότητα της προσωπικότητας του. Οπότε είναι αναμενόμενο οτι αυτό γίνεται αργά – αργά και σταδιακά. 
Γι’ αυτό είναι αξιέπαινη η εκ νέου προσπάθεια γνωριμίας, κατανόησης, ερμηνείας και ανάδυσης του «εικαστικού» Δεσποτόπουλου, που έγινε με ευκαιρία την προεργασία για την συγκεκριμένη επέμβαση στην αίθουσα. (Μήπως λοιπόν–μπορεί ίσως να αναρωτηθεί κανείς- τώρα, δηλαδή μετά τη γνωριμία μας με αυτήν την άγνωστη (;) μέχρι σήμερα πλευρά του, αν θα μπορούσαμε να επεκτείνουμε την συγκεκριμένη ανακάλυψη μας εφαρμόζοντας την στο σύνολο του κτηρίου; Είναι ίσως μια ιδέα.) 

Ερώτηση 2η: Και τώρα που αναδύθηκε ένας νέος Δεσποτόπουλος από τον (παλαιό) μεσοπολεμικό εαυτό του, τι θα γίνει με αυτόν τον προηγούμενο εαυτό ; Θα αναγορευτεί μήπως σε μουσειακή αξία στις προθήκες της ιστορίας ; 

Απάντηση: Μα ο Δεσποτόπουλος, ως ιδιαιτέρως εμπνευσμένος (και όχι καθαρόαιμος) μοντερνιστής του μεσοπολέμου - αλλά και του μεταπολέμου (!)- ήταν ανέκαθεν, ταυτοχρόνως νέος και παλαιός. Δηλαδή ήταν και παραμένει διαχρονικός. Άλλο εάν πολλοί δεν το είχαμε (ούτε έχουμε) καταλάβει. 
Όσο για τον όρο «καθαρόαιμος» είναι νομίζω μάλλον ακατάλληλος, τόσο ως χαρακτηρισμός για τον Δεσποτόπουλο όσο και για τον Μοντερνισμό ως ρεύμα. Καθώς –άθελα- φέρνει στο νου κάτι που φοβίζει, ιδιαιτέρως όταν τον συνδέσει κανείς με όσα συνέβησαν διεθνώς κυρίως μετά τον μεσοπόλεμο. 
Επομένως, όχι μόνο δεν πρέπει να θεωρείται ο Δεσποτόπουλος του μεσοπολέμου ως «παλαιά -μουσειακή αξία», αλλά αντιθέτως, πιστεύω ότι το πνεύμα της αρχιτεκτονικής του είναι αναγκαίο να διδάσκεται, ως ενεργός –ζωντανή πηγή γνώσης, που γεννά νέα αρχιτεκτονική. 

Ερώτηση 3η: Είχε ή δεν είχε εικαστική διάσταση ο Μοντερνισμός του μεσοπολέμου; Και εάν δεν είχε, τότε ο νέος εικαστικός Δεσποτόπουλος ήρθε σε ρήξη με τον μεσοπολεμικό μοντερνιστή εαυτό του; 

Απάντηση: Μα βεβαίως είχε εικαστική διάσταση ο Μοντερνισμός του μεσοπολέμου (αλλά και του μεταπολέμου, όπως ήδη αναφέρθηκε). Άλλωστε ο Δεσποτόπουλος του μεσοπολέμου μαθήτευσε στο Μπαουχάους, ως ο πρώτος Έλληνας σπουδαστής του. Και ειδικά το Μπαουχάους ήταν σχολή πρωτίστως εικαστικών τεχνών και δευτερευόντως σχολή αρχιτεκτονικής. Κάτι που αποδεικνύει η στελέχωση του από εξαιρετικούς τότε νέους (γνωστούς σε όλους μας) καλλιτέχνες δασκάλους. 
Γι’ αυτό –επαναλαμβάνω- η εικαστική πλευρά του Δεσποτόπουλου, όχι μόνο έχει βαθιά ρίζα, αλλά ήταν και προ πολλού γνωστή (και διακριτή στο ζωγραφικό, γλυπτικό και αρχιτεκτονικό του έργο). 
Αλλά αυτή η πλευρά του δεν ήταν η μόνη. Καθώς η πολύπλευρη συνθετική ικανότητά του τού επέτρεψε να αναπτύξει σκέψη δομική, αλλά και υπερβατική. Να πιστεύει στη διάρκεια και πολυμορφία (και όχι στο «καθαρόαιμο») του Μοντέρνου. Και έτσι, να διακρίνει μοντέρνα στοιχεία π.χ. στα κυκλαδικά ειδώλια, στην αφρικάνικη τέχνη, στην δομικότητα του φέροντα οργανισμού της βυζαντινής Αγια– Σοφιάς. Και με αυτό το ανοιχτό πνεύμα δίδαξε το Μοντέρνο, και την ύστερη ελληνική εκδοχή του στο πλαίσιο της σύγχρονης αρχιτεκτονικής μας κατά την εικοσαετία ’50 –’60. 
Όμως αυτό το ειδικό Μοντέρνο δυστυχώς δεν εξελίχθηκε δυναμικά στη συνέχεια παρά μόνο ως μειοψηφική τάση (που εντούτοις επιβιώνει μέχρι και σήμερα). Η γενικευμένη γιγάντωση της υπερκαταναλωτικής ροπής της εντόπιας και διεθνούς κοινότητας (κυρίως από τη δεκαετία του ‘80 και έπειτα, έως και τώρα) ήταν πια η νέα πραγματικότητα που βρήκε πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης στον Μεταμοντερνισμό και τις συνεχείς μεταλλάξεις του. Και έτσι εξακολουθούν να είναι λίγο -πολύ τα πράγματα. 
Γι’ αυτό και υποτιμήθηκε σταδιακά (ή ξεχάστηκε, ακόμη και από γνωστούς μοντερνιστές του ’60) η κεφαλαιοποιημένη θεωρητική και πρακτική γνώση και εμπειρία της ανέλπιστης αλλά και πρόσκαιρης «αρχιτεκτονικής άνοιξης» μας, της οποίας τους μέντορες ξανα-ανακαλύπτουμε, προσπαθώντας να επαναερμηνεύσουμε το πνεύμα των υλοποιημένων έργων τους. 

Γενική διαπίστωση: Επομένως δεν είναι ο Δεσποτόπουλος που αναδύεται σήμερα ως «νέος εικαστικός Δεσποτόπουλος», ενδεχομένως μάλιστα σε αντιθετική σχέση με τον μεσοπολεμικό μοντερνιστή εαυτό του. (Και επιπλέον, χωρίς να ερωτηθεί εάν συμφωνεί ). Είμαστε εμείς που αναδυόμαστε ανά περιόδους, για να ξανα-ανακαλύψουμε (σχεδόν πάντα μεταχρονολογημένα, μετά το θάνατο τους) την πραγματική αξία των μεγάλων δασκάλων μας. 
Και γι΄ αυτό είμαστε εμείς (και όχι αυτοί) που βλέπουμε κάθε τόσο μια νέα μετα- αλήθεια. Όπως ίσως θα έκανε ένας (μεταμελημένος ; ή μήπως επιβραβευμένος;) Επιμηθεύς.... 

Να τελειώσω το κείμενο μου με την ιδιότητα του απλού μέλους (και όχι φυσικά με εκείνη του εκπροσώπου) της ομάδας των επιμελητών, βοηθών, συνεργατών και συνεργατριών του «Δέσποτα», όπως τον αποκαλούσαν ειδικά οι παλαιότεροι(ες) που με βοήθησαν να ενσωματωθώ στην ομάδα. (Καθώς ανήκα στην νεότερη γενιά του ’70 και ας είχα –περιέργως- την ψυχή και το μυαλό μου στις γενιές του ’60). 
Έτσι – δηλαδή κυρίως ως ομάδα- όλοι και όλες τον γνωρίσαμε ως μέλη της από πολύ κοντά και για πολύ χρόνο, τόσο ως άνθρωπο όσο και σε αναφορά με τον τρόπο σκέψης και πράξης του. Και ήταν ίσως το παράδειγμα αυτού του τρόπου σκέψης και πράξης, ο λόγος που –όπως παρατηρώ- ποτέ δεν διανοηθήκαμε ότι έχουμε πρωτοκαθεδρία ή ειδικότητα σε ανανεωτικές επεμβάσεις στο έργο του, ως γνώστες και διαχειριστές του πνεύματός της αρχιτεκτονικής του. Καθώς και ο ίδιος –νομίζω- πίστευε ότι το συγκεκριμένο πεδίο παρεμβατικής αρχιτεκτονικής δράσης ήταν κάπως μακριά από τα πραγματικά ενδιαφέροντα του. 
Ας πω λοιπόν ποιόν Δεσποτόπουλο βλέπω με τα μάτια της φαντασίας μου να αναδύεται όλα αυτά τα χρόνια από το Ωδείο. Δηλαδή από αυτό το μοναδικό υλοποιημένο απόκομμα της βραβευμένης πρότασης του αρχιτεκτονικού διαγωνισμού του 1962 για το «Πνευματικό Κέντρο». Βλέπω λοιπόν τον εμβληματικό Μοντερνιστή δάσκαλο της Σύνθεσης. Ο οποίος –προκειμένου σύμπασα σχεδόν η αρχιτεκτονική (και όχι μόνο) κοινότητα εκείνης της εποχής να συμβάλει το κατά δύναμιν ώστε να μην υλοποιηθεί η ιδέα του (!) - δέχθηκε από αυτήν απίστευτο πλεόνασμα, εχθρότητας, υποκρισίας, κακοπιστίας και αμάθειας. 
Βλέπω μάλιστα οτι μας παρατηρεί από εκεί που βρίσκεται (μισο- χαμογελώντας αινιγματικά όπως συνήθιζε) να προσπαθούμε, μετά από 56 χρόνια, να σώσουμε το ελάχιστο που επιβίωσε από αυτή την εμβληματική σύνθεση. Αν και – κατά κάποιον υπερβατικό τρόπο- το συγκεκριμένο «ελάχιστο» σώζεται από μόνο του, διατηρώντας ακόμη ανέπαφες την Ιδέα, τη Συνθετική Δομή και την μεγάλη κοφτερή γραμμή του. 

Πάντως είναι κατ’ αρχήν ορθή η προσπάθεια να σωθούν τα δύο κτίρια που μας απασχολούν (όπως είναι και πολλές ανάλογες που λαβαίνουν χώρα, όχι μόνο εδώ αλλά και διεθνώς, κατά την περίοδο της γενικευμένης «αφασίας» που φαίνεται σήμερα να κυριαρχεί). 
Επίσης αιτιολογημένη είναι και μια άδηλη επιθυμία που συχνά μας διακατέχει: 
Μέσω της εμπλοκής μας ειδικά με τέτοια ιστορικά κτίρια και τέτοιας εμβέλειας δημιουργούς με σκοπό την σωτηρίας τους από τα κακοπαθήματα τους, κατά κάποιο τρόπο να προσπαθούμε να σωθούμε και εμείς. Καθώς νιώθουμε ίσως το βάρος κάποιων ενοχών για αυτά τα κακοπαθήματα που οφείλονται και σε εμάς, ως σύγχρονη κοινωνία. 
Γεννώνται όμως ερωτήματα όταν η πολύ προσωπική σχέση μαζί τους (και σε συνάρτηση με την πίεση του χρόνου που βλέπουμε να περνά) μας οδηγεί καμιά φορά σε νέα λάθη, πχ. απώλειας του μέτρου –είτε προς τα κάτω, είτε προς τα πάνω- και σε σύγχυση ανάμεσα στο δικό μας «εγώ» και εκείνο των μυθικών αυτών οντοτήτων. 

Ιδού -νομίζω- πρόσφορο πεδίο σκέψης για επιλογή πρωτότυπων θεμάτων διατριβών από νεαρούς ερευνητές (ή νεαρές ερευνήτριες) με φιλόδοξες ανησυχίες για τον Δεσποτόπουλο ή τον Πικιώνη ή τον Κωνσταντινίδη ή τον Ζενέτο…… 

Τάσος Μπίρης,
02-02-2018


No comments :

Post a Comment