ΩΔΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ:
ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΑΙΘΟΥΣΑΣ «ΑΡΗΣ ΓΑΡΟΥΦΑΛΗΣ»
"ένας νέος εικαστικός Γιάννης Δεσποτόπουλος αναδύεται από τον καθαρόαιμο μοντερνιστή των χρόνων του Μεσοπολέμου"
+
κείμενο του Δημήτρη Αντωνακάκη
κείμενο του Δημήτρη Αντωνακάκη
Η νέα ανακαινισμένη αίθουσα «Άρης Γαρουφαλής» αποτελεί μια θεαματική και ευαίσθητη επέμβαση, σε ένα κτίριο από τα πιο σημαντικά της Αθήνας, που παραμένει επί δεκαετίες ημιτελές και ασυντήρητο και φαίνεται ότι απειλείται από μια παράδοξη μελέτη συνολικής αποκατάστασης, που έχει ανατεθεί σε γνωστό αρχιτεκτονικό γραφείο των Αθηνών.
Φωτορεαλιστικά προτεινόμενης μελέτης αποκατάστασης του Ωδείου Αθηνών
Μια μελέτη που από τα λίγα δημοσιευμένα φωτορεαλιστικά φαίνεται ότι αλλοιώνει τον χαρακτήρα και το πνεύμα του Δεσποτόπουλου. Ελπίζω η πρόσφατη κήρυξη του κτιρίου ως διατηρητέο μνημείο από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων να ανατρέψει αυτή την υλοποίηση και να αναζητηθεί νέα τροποποιημένη μελέτη που να συνάδει με το πνεύμα του Δεσποτόπουλου, όπως ακριβώς συμβαίνει στην νέα αίθουσα «Άρης Γαρουφαλής» που πραγματοποιήθηκε από το Atelier66: Σουζάνα Αντωνακάκη και Δημήτρης Αντωνακάκης μαζί με τον αρχιτέκτονα Τηλέμαχο Ανδριανόπουλο της tense architecture network.
Στα εγκαίνια της αίθουσας που πραγματοποιήθηκαν στις 18 Δεκεμβρίου 2017 παρουσία του Προέδρου της Δημοκτρατίας, ξεχώρισε ο λόγος του Δημήτρη Αντωνακάκη που παραθέτω στην συνέχεια. Ένα σπάνιο κείμενο για την Αρχιτεκτονική και τον Γιάννη Δεσποτόπουλο, εικονογραφημένο με ανέκδοτες φωτογραφίες του Τηλέμαχου Ανδριανόπουλου.
Δημήτρης Αντωνακάκης
ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΑΙΘΟΥΣΑΣ "ΑΡΗΣ ΓΑΡΟΥΦΑΛΗΣ"
του Δημήτρη Αντωνακάκη
του Δημήτρη Αντωνακάκη
Είναι μεγάλη
τιμή, αλλά και χαρά, σε μια εποχή κρίσης η πολιτεία, με το πρόσωπό σας κύριε
Πρόεδρε, να παρίσταται σε μια παρόμοια εκδήλωση πολιτισμού, σε μια
μουσική-αρχιτεκτονική προσφορά από πολίτες, στους πολίτες, στην πόλη, στον πολιτισμό.
Σας ευχαριστούμε θερμά γι αυτήν την
πολλαπλής απήχησης υποσχόμενη παρουσία σας σήμερα εδώ.
Ο αρχιτέκτονας Γιάννης Δεσποτόπουλος,
κυρίες και κύριοι κι αγαπητοί φίλοι, είχε πολλαπλά τιμηθεί για το έργο του όσο
ζούσε. Όχι στην Ελλάδα, φυσικά, αλλά στην υπόλοιπη Ευρώπη όπου κατέφυγε μετά
την απόλυσή του από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο το 1946.
Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1964, μετά τη
διάκριση της μελέτης του με το Α’ Βραβείο σε Πανελλήνιο Αρχιτεκτονικό
Διαγωνισμό για το Πνευματικό Κέντρο της Αθήνας, ένα μικρό τμήμα του οποίου
αποτελεί το κτήριο του Ωδείο Αθηνών όπου βρισκόμαστε σήμερα.
Ήταν σπάνια η χαρά και η τιμή για την
ευκαιρία που δόθηκε σε όλους εμάς να εργαστούμε για να ολοκληρωθεί επιτέλους το
έργο που σήμερα απολαμβάνετε, χάρις στην γενναιόδωρη χορηγία του Ιδρύματος
«Φίλων της Αλίκης Βατικιώτη για τη Μουσική και τις Τέχνες» (Friends of Aliki Vatikioti for Music and the Arts), αλλά και χάρις στην
διακριτική και συστηματική φροντίδα του αναντικατάστατου Stephen Farrant, που λόγοι υγείας τον
κρατούν μακριά μας.
Αισθάνομαι υποχρεωμένος να πω
-εκφράζοντας πιστεύω όλους όσοι εργάστηκαν για την ανάπλαση του μαγικού αυτού
χώρου, της αίθουσας Άρη Γαρουφαλή, ενός μικρού οργανικού κυττάρου του κτηρίου
του Ωδείου Αθηνών, το οποίο σχεδίασε ο αρχιτέκτονας Γιάννης Δεσποτόπουλος πριν
60 χρόνια- ότι όλοι: αρχιτέκτονες, μηχανολόγοι, πολιτικοί μηχανικοί, εργοδηγοί,
τεχνίτες και εργάτες, απέδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους, χάρις σ’ ένα κλίμα
εμπιστοσύνης και ευγένειας που καλλιέργησε η Διοίκηση του Ωδείου. Εμπιστοσύνης
που γεννά την υπευθυνότητα και την αφοσίωση εκείνων που την απολαμβάνουν.
Ευχαριστούμε θερμά τους υπεύθυνους για αυτήν την ασυνήθιστη και σπάνια προσφορά
τους.
Υπάρχει όμως και μια άλλη πτυχή αυτού
του δύσκολου έργου: Πρόκειται για την ανάμνηση της αγαπημένης Αλίκης Βατικιώτη,
την οποία η διαδικασία μεταμόρφωσης αυτής της αίθουσας ξαναζωντάνεψε στη θύμηση
όλων εκείνων που την γνώρισαν.
Αλίκη Βατικιώτη
Πολύτιμη μνήμη μιας δασκάλας της οποίας
το πέρασμα από αυτούς τους χώρους άφησε ό,τι καλύτερο θα επιθυμούσε: άξιους μαθητές.
Η αίθουσα που εγκαινιάζεται επίσημα
σήμερα στη νέα της μορφή, είχε πρόχειρα παραδοθεί στο Ωδείο και είχε μείνει
ανολοκλήρωτη όλα αυτά τα χρόνια, όπως άλλωστε δυστυχώς παραμένει, ακόμη και
σήμερα, ένα μεγάλο τμήμα του κτηρίου του Ωδείου Αθηνών. Η μεταμόρφωσή της, για
όσους ήξεραν πως ήταν πριν, ίσως επιτρέπει να φανταστούν πώς θα είναι το κτήριο
του Ωδείου όταν προσεκτικά ολοκληρωθεί συνολικά η κατασκευή του.
Η προσέγγιση η δική μας στο έργο του
Γιάννη Δεσποτόπουλου δεν ήταν ένα εύκολο εγχείρημα. Κι αυτό όχι μόνο γιατί
υπάρχει από μέρους μας αμέριστη εκτίμηση και σεβασμός για το έργο του και την
προσωπικότητά του -σεβασμός ως δικαίωμα υποχρεώσεως-, αλλά και διότι ο Γιάννης
Δεσποτόπουλος που συναντήσαμε στη διάρκεια της μελέτης αυτού του έργου ήταν διαφορετικός
από εκείνον που σχεδίαζε την εξαιρετική πτέρυγα του Νοσοκομείου της Σωτηρίας
στα χρόνια του ’30.
Καθώς, δηλαδή, προχωρούσε η μελέτη και
εμπλουτίζονταν η γνωριμία μας με αυτό το μοναδικό, ημιτελές έργο, ένας νέος
εικαστικός Δεσποτόπουλος αναδυότανε από τον καθαρόαιμο μοντερνιστή των χρόνων
του Μεσοπολέμου. Ένας εικαστικός αρχιτέκτων του οποίου οφείλαμε να
αναγνωρίσουμε και να ερμηνεύσουμε τις τεκμηριωμένες παραβάσεις του από τους
κανόνες, μέσα από το πλήθος των σχεδίων της μελέτης του.
Η Αρχιτεκτονική, αγαπητοί φίλοι, δεν
είναι χώρος οπτικής διασκέδασης, οφείλει -όπως άλλωστε κάθε τέχνη, καθώς γράφει
ο Jean
Cocteau- να
αποτελεί ένα όχημα της σκέψης.
Και το αρχιτεκτονικό σχέδιο δεν είναι
ζωγραφική. Αποτελεί ένα εγχειρίδιο οδηγιών για τη διαμόρφωση του χώρου, μια
παρτιτούρα για την ανάδειξη της γεωμετρίας και της υλικότητάς του.
Έχοντας έτσι διατυπωμένες στο χαρτί τις
προθέσεις του Γιάννη Δεσποτόπουλου για την οργάνωση της αίσθησης του βιωμένου
χώρου, όπως εκείνος την εννοούσε, επιχειρήσαμε την προσαρμογή των σχεδίων του,
έτσι ώστε να εξυπηρετούν τις σημερινές νέες πολλαπλές λειτουργικές απαιτήσεις
αυτής της αίθουσας.
Με αυτήν τη λογική η παρέμβασή μας σε
αυτήν την ανολοκλήρωτη αίθουσα που σας υποδέχεται σήμερα δεν επιδίωξε την
«διακόσμηση». Άλλωστε, η έννοια της διακόσμησης θα ήταν για τον Γιάννη
Δεσποτόπουλο, όπως και για μας, ανύπαρκτη.
Άλλο όμως «διακόσμηση» και άλλο
«Διάκοσμος».
Είναι
ο Διάκοσμος που παραπέμπει σ’ ένα κόσμο, ένα σύμπαν, όπου όλα τα στοιχεία
επεξεργασίας του χώρου συμπληρώνουν τη συνολική εικόνα του και οφείλουν να
συν-λειτουργήσουν ουσιαστικά με αυτόν ως στοιχεία:
είτε τεχνικών εγκαταστάσεων,
ηλεκτρικών μηχανολογικών ή άλλων,
είτε ηχητικών-ακουστικών απαιτήσεων,
είτε απαραίτητων οπτικών ερεθισμάτων
υφής και φωτισμού.
Το κάθε τι,
λοιπόν, που τοποθετήθηκε στην αίθουσα αυτή θα έπρεπε να συμβάλλει με αυτήν την
πειθαρχεία στην ολοκλήρωση ενός έργου που απευθύνεται στην όραση, την ακοή και
την αφή, ολοκληρώνοντας την αίσθηση της επιδιωκόμενης οικειότητας του πολύτιμου
βιωμένου χώρου.
Ενός έργου που καταλαγιάζει τις
βεβαιότητες και διαχειρίζεται τις αβεβαιότητες, όπως ίσως θα έλεγε ο Γιάννης
Δεσποτόπουλος.
Με αυτήν τη λογική, προσπαθώντας να μην
προδώσουμε τις κοινές αρχιτεκτονικές μας αρχές, επιχειρήσαμε να ερμηνεύσουμε με
συνέπεια τα πολλαπλά σχέδια από το πλούσιο αρχείο του Δεσποτόπουλου
ολοκληρώνοντας την ανάπλαση αυτής της αίθουσας, που αποτελεί ένα μικρό
απόσπασμα ενός λαμπρού αρχιτεκτονικού έργου το οποίο παραμένει ακόμα
ανολοκλήρωτο.
O Ιωάννης Δεσποτόπουλος
Η δική μας
συμβολή στην ανάπλαση της μορφής αυτής της αίθουσας, ας είναι ένα ελάχιστο
αντίδωρο σ’ εκείνον που την ονειρεύτηκε και τη σχεδίασε αλλά δεν είχε την τύχη
να τη δει ολοκληρωμένη:
στον αρχιτέκτονα Γιάννη Δεσποτόπουλο.
Δημήτρης Αντωνακάκης
18 Δεκεμβρίου 2017
Παρακολουθήσαμε την Τρίτη 12-12-2017, την εναρκτήρια συναυλία της Ορχήστρας Academica Αθηνών υπό τον Νίκο Αθηναίο, μαζί με το «Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 12» του Μότσαρτ, που απέδωσε η Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου, μαθήτρια της Βατικιώτη στο ολοκαίνουργιο πιάνο «Στάϊνγουεϊ», "στρυμωγμένη" ανάμεσα στην ορχήστρα και τους θεατές.
Διαπιστώθηκε ότι έχει παραδοθεί στο Ωδείο από τους μελετητές ένας νέος χώρος, σαν ένα πολύτιμο όργανο με συγκεκριμένες και πολυσύνθετες δυνατότητες, που πρέπει να εξηγηθούν και να παρουσιαστούν αναλυτικά στους χρήστες και τους τεχνικούς του Ωδείου, για να αποφευχθούν επιλογές που δεν τον αξιοποιούν σωστά. Από την εμπειρία μας από την πρώτη αυτή συναυλία διαπιστώθηκε η πολύ καλή ακουστική της αίθουσας αλλά και ο αδέξιος χειρισμός του φωτισμού με υπερφωτισμένη την σκηνή με τη χρήση των φωτιστικών σωμάτων στην οροφή που «στραβώνουν» το κοινό και όχι εκείνων στην δοκό που στοχεύουν την σκηνή, καθώς επίσης και η χωροθέτηση του αναλογίου και κυρίως του πιάνου σε συνδυασμό με την ορχήστρα.
Ο επιδιωκόμενος από τους μελετητές ατμοσφαιρικός φωτισμός της σκηνής που δεν εφαρμόστηκε.
Την αποκατάσταση και ανάπλαση του έργου ανέλαβαν οι αρχιτέκτονες του Atelier66 Σουζάνα Αντωνακάκη και Δημήτρης Αντωνακάκης με τον αρχιτέκτονα Τηλέμαχο Ανδριανόπουλο της tense architecture network, ο οποίος εκπονεί τη διατριβή του με θέμα το συνολικό έργο του Ιωάννη Δεσποτόπουλου και είναι γνώστης του αρχείου και των σχεδίων εφαρμογής του Ωδείου Αθηνών. Συνεργάστηκαν επίσης οι αρχιτέκτονες Έφη Ηλιάδου από το πρώτο και Κωνσταντίνος Κοσμάς και Νέστορας Σκαντζούρης από το δεύτερο γραφείο αντίστοιχα, ενώ ουσιαστική ήταν η συμβολή των ηλεκτρομηχανολόγων της Εμπειρίας Α.Ε. Νικηφόρου Γαλάνη και Βαγγέλη Παξινού.
Την ακουστική μελέτη της αίθουσας, ανέλαβε ο Gottfried Schubert.
Επεξεργασία επιφανειών που υπαγορεύονται από την ακουστική μελέτη του Gottfried Schubert.
Υπεύθυνοι κατασκευής του έργου της εταιρείας Stepsis ATE ήταν ο Νάσος Δεληβορριάς πολιτικός μηχανικός, Αλέξανδρος Χρόνης μηχανολόγος και ο Αχιλλέας Ματακούλης υπεύθυνος εργοταξίου. Όλοι συνέβαλαν μετά από την προσεκτική και ουσιαστική ερμηνεία του δύσκολου αυτού έργου στην πραγματοποίησή του και στην άψογη εφαρμογή της μελέτης που σεβάστηκε, όσο ήταν δυνατόν, το όραμα του αρχιτέκτονα Ιωάννη Δεσποτόπουλου.
Κάντε ΚΛΙΚ στις εικόνες για μεγέθυνση
No comments :
Post a Comment