Sunday, February 3, 2013

ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΟΚΛΗΣ: ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑ, «ΕΣΥ, Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΛΕΠΡΟΣ» ΣΤΟ MEGARONPLUS




“Εσείς, που τόσα χρόνια κολυμπούσατε αμέριμνοι

 μέσα στα μάτια μου

θα βάλω κάποτε τα κλάματα και θα σας πνίξω

Γιάννης Βαρβέρης


Κώστας Τσόκλης



Δεν μπορώ να μεταφέρω την συγκίνηση που πλημμύρισε την αίθουσα Νίκου Σκαλκώτα του Μεγάρου Μουσικής, την Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013, από την αληθινή και  δραματική εξομολόγηση του Κώστα Τσόκλη, όσο μιλούσε παλλόμενος για το έργο του στην Σπιναλόγκα, για την ίδια του την ζωή, απευθυνόμενος σε φίλους και εχθρούς, που τελικά κατάφερε να τους ενώσει, ανατρέποντας και τα  τελευταία ίχνη της όποιας  αντιπαλότητας,  σε ένα  περιεκτικό πυρήνα, ένα πυκνωτή, ένα σύνολο  που δεν αποτελεί μια «αυλή»,  αλλά μια ενότητα ευαίσθητων δεκτών και πομπών της Τέχνης και της Τέχνης του.



Αισθάνομαι όμως την ανάγκη να καταθέσω εδώ το κείμενο αυτής της συνταρακτικής ομιλίας, σαν ένα ακόμη έργο του Τσόκλη, ένα μοναδικό “έργο λόγου”, σαν υπόμνηση για όλους όσους το βιώσαμε, αλλά και για  όσους απουσίαζαν και θα ήθελαν να το διαβάσουν. Το παραθέτω στην συνέχεια με ανέκδοτο φωτογραφικό υλικό από το προσωπικό μου αρχείο:


  



"Μέσα στην τρικυμία των γεγονότων, καράβι σωτηρίας ανήμπορο τώρα πια η τέχνη και ο καλλιτέχνης αυτοδίδακτος καπετάνιος, πότε ναυαγός διακεκριμένης και πότε απόκληρος μιας αυτάρκους επικαιρότητας. Ένας σκύλος που γαβγίζει ή ένα πουλί που κελαηδάει μέσα στην οχλοβοή, πιστεύοντας, ότι θα μπορούσε η φωνή του  να καλύψει τη βαβούρα του κόσμου και να της δώσει ρυθμό και νόημα και όσο πιο πολύ συνειδητοποιεί την αδυναμία του ή απελπίζεται και σωπαίνει για πάντα (προς ικανοποίηση των άσπονδων φίλων του) ή εξακολουθεί να γαυγίζει ακόμα πιο δυνατά, να τραγουδάει γλυκύτερα, μέχρι να σκάσει. Μόνη του πιθανή αμοιβή, οι φευγαλέοι σχολιασμοί των άλλων για την περίπτωση του. Σπάνια μια μαρτυρία ιστορική, όπως διακαώς ελπίζει. Κατά τα κέφια του ανοικτίρμονoς θεού.

Αγαπητοί μου,

Αφού ευχαριστήσω το Μέγαρο Μουσικής που μας φιλοξενεί απόψε κι εσάς που κάνατε τον κόπο να έρθετε να μας  δείτε  και να μας ακούσετε να μιλάμε για τέχνη. Αφού χαιρετήσω την Κατερίνα Κοσκινά και τον Bruno Cora,  επιμελητές  της εκδήλωσης που κάναμε στη Σπιναλόγκα και σύμβουλούς μου πολύτιμους, επιτρέψτε μου να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου, σε όλους τους συνεργάτες μου, τους επίσημους παράγοντες,  την UNESCO και τους χορηγούς μας. Τώρα θα προσπαθήσω, όσο πιο σύντομα μπορώ, χωρίς όμως να αποξηράνω  το λόγο μου, να σας περιγράψω, το τι με οδήγησε να δεχτώ εκείνη την πρόταση  και να δικαιολογήσω  τις τότε επιλογές μου και τις πράξεις μου.



Για να είμαι ειλικρινής, αν είχα κάτι άλλο σημαντικό να κάνω την εποχή εκείνη,   θα είχα ασφαλώς αρνηθεί, γιατί και το θέμα έμοιαζε  εξαντλημένο από  το δημοφιλές βιβλίο και το επιτυχημένο σήριαλ, αλλά και γιατί οι συνθήκες ήταν αποτρεπτικές, αντίξοες και επικίνδυνες  για έναν άνθρωπο της ηλικίας μου. Παρά ταύτα, αφέθηκα   να παρασυρθώ από τον ενθουσιασμό  και τη ματαιοδοξία μου,  παρασύροντας μαζί μου μια ομάδα συνεργατών που δεν έφταιγαν σε τίποτα και που κάποιοι από αυτούς το πλήρωσαν όχι μόνο με την ψυχική τους γαλήνη, αλλά, ακόμη και με τη σωματική τους ακεραιότητα. Τους ζητώ να με συγχωρήσουν. Όμως λέω  όλα χαλάλι!  Αρκεί να μη γίνει παρεξήγηση. Όπως ποτέ δεν έβαλα την τέχνη      στην υπηρεσία των γεγονότων, αλλά πάντα έβλεπα τα γεγονότα σαν αφορμή για δημιουργία, έτσι κι εδώ, δεν πήγα στη Σπιναλόγκα για να εικονογραφήσω το δράμα των λεπρών, (που σ’αυτούς αποκλειστικά ήταν αφιερωμένη η έκθεση και όχι στους Ενετούς ή τους Οθωμανούς), αλλά, πήρα σαν αφορμή αυτό το δράμα, για να κάνω τέχνη.                                                                                                                                       

Δεν είμαι γιατρός, ούτε κοινωνιολόγος, ούτε ιστορικός, ούτε αρχαιολόγος. Καλλιτέχνης είμαι. Κι αυτό ευτυχώς, όλοι έδειξαν να το κατανοούν, τουλάχιστον στην αρχή. Ούτε απαγορεύσεις είχα, ούτε υποδείξεις, ούτε καν παρατηρήσεις  μου έγιναν για κάποιες μικρές, αναγκαίες όμως παρεκτροπές.

Τώρα που όλα τελείωσαν, κι έμεινε μόνο η καθαρτήριος ανάμνηση, (συγκρατείστε παρακαλώ αυτή τη φράση, ίσως χρειαστεί ) μπορώ νομίζω πιο ψύχραιμα να δω το έργο μου και να το κρίνω.

Ας μιλήσουμε για τέχνη.
Η αρχική σκέψη μου ήταν λοιπόν, μια  εντυπωσιακή επέμβαση σ' ολόκληρο  το νησί, μετατρέποντας το για λίγο, από ιστορικό μνημείο, σε αυτοδύναμο έργο σύγχρονης τέχνης το οποίο θα απευθύνονταν  σε όλους τους επισκέπτες, φιλότεχνους και μη, περίπου 250.000 άτομα.  Και μέσα σ'αυτό  το μεγάλο σε μέγεθος έργο, να κάνω μια συγκινητική έκθεση άλλων μικρότερων έργων, για εκείνους  μόνο, που για να αισθανθούν άνθρωποι, έχουν την ανάγκη και της τέχνης, χωρίς φυσικά να γνωρίζω εκ των προτέρων  την ταυτότητα τους  Και ήταν νομίζω αρκετοί . 


                      
Αν εξαιρέσω  όμως τον «Εκρηγνυόμενο σταυρό», αυτό το ποπ σύμβολο που τόσο δένει με το τοπίο αλλά και εύκολα επικοινωνεί με το άσχετο προς την τέχνη πλήθος. Έργο που  εμπνεύστηκα επί τόπου χάρη στον αγαπημένο μου φίλο Γιώργο Κατακουζηνό, τον γεμάτο ευαισθησία και ιδέες, και ίσως  το “Ύστατο Βήμα,

τα άλλα υπαίθρια έργα, όπως  το “Φεγγάρι, οι “Φραγκοσυκιές” και τα “Γεράνια” δεν ήταν κατά τη σημερινή μου γνώμη  αναγκαία.











Οι “Μαύρες σημαίες” πάλι, ενώ είχαν μια μεγάλη δύναμη όταν πλησίαζες, (θα την ένιωσαν όσοι έκαναν τον κόπο να ανέβουν εκεί πάνω, ιδιαίτερα όταν φυσούσε δυνατός άνεμος), σαν αισθητική επέμβαση  στο νησί, όταν το έβλεπες από μακριά, δεν έλεγαν και πολλά πράγματα.  Λειτούργησαν, όσο λειτούργησαν, περισσότερο συμβολικά, παρά αισθητικά.



Ακόμα και οι καθρέφτες της εισόδου με τους σταυρούς, το “Υποθετικό νεκροταφείο” που τόσο ωραίες εικόνες έδιναν όπως είδατε, δεν λειτουργούσε σωστά. Έφταιγε ασφαλώς το ότι  βρισκόταν στην αρχή της διαδρομής και οι επισκέπτες, πιεσμένοι από τον περιορισμένο χρόνο, αλλά και απροετοίμαστοι συχνά από τους  απηυδισμένους ξεναγούς, περνούσαν σαν κυνηγημένοι μπροστά από το έργο ή μάλλον μέσα απ’αυτό, μη κοιτάζοντας, (πόσο μάλλον βλέποντας), αυτά που συνέβαιναν γύρω τους, πράγμα που με εξόργιζε και με στενοχωρούσε. 


Γι αυτό έβγαλα κι αυτή την απεγνωσμένη κραυγή, που ακούσατε στο video,μήπως ξυπνήσουν. Κόπος μάταιος!


Οι έγχρωμες ομπρέλες, το άσεμνο  ντύσιμο και τα χιλιοειπωμένα λόγια των ξεναγών συνέχιζαν  να ευτελίζουν την εκδήλωση, και να προσβάλλουν την ιερότητα του τόπου, πράγμα που ομολογώ δεν είχα προβλέψει.




Ευτυχώς όμως, τα έργα στους εσωτερικούς χώρους λειτούργησαν όπως  ήθελα ή μάλλον, όπως ήλπιζα. Και αυτό γιατί, ήταν  δοκιμασμένα τα περισσότερα και προπάντων γιατί, ήταν στα μέτρα  των ικανοτήτων μου και των εμπειριών μου.

Κι ακόμα γιατί τα επισκέπτονταν όσοι ήθελαν πραγματικά να τα δουν



Ας μιλήσουμε γι αυτά  ένα προς ένα. Προσπαθήστε μόνο να τα θυμηθείτε, τα έχετε μόλις τώρα δει στο βίντεο και δεν είναι πολλά.  Δε σας τα ξαναδείχνω για να μη  μπερδευόμαστε μεταξύ όρασης και ακοής. «Νους ορά και νους ακούει», λέει σοφά ο λαός μας. Τώρα απευθύνομαι στην ακοή σας. Αν θέλετε μπορείτε να κλείσετε τα μάτια σας. Ας εμπιστευτούμε την καθαρτήριο ανάμνηση.



Τα Ιερά Χρόνια” εκείνο το έργο με το ψωμί και το γλόμπο μπροστά στο ξεχαρβαλωμένο παράθυρο, μιλάει εύγλωττα για   την παιδική μου ηλικία, που τόσο στερημένη ήταν, αλλά και τόσο γοητευτική.  Το έβαλα να αντιπροσωπεύει άλλες πικρές και άχαρες ζωές, με την ελπίδα ότι μπορεί να δώσει  μετά τόσα χρόνια αδιαφορίας και σιωπής, σε εμάς τους υγιείς και τους χορτάτους, μέσω της τέχνης, μια άφεση αμαρτιών.  Ένας φόρος τιμής λοιπόν στα χρόνια της στέρησης, της  όποιας στέρησης. Της άκρας αναγκαστικής λιτότητας.


  

 Το έργο αυτό, φτιαγμένο με  πενιχρά υλικά και με ελάχιστο κόπο, αποπνέει νομίζω μια συγκίνηση, που ξεπερνάει τόσο τα μέσα, όσο και την προσπάθεια που κατέβαλα για να το φτιάξω.  Όπως οφείλει να κάνει κάθε έργο τέχνης, άξιο του ονόματος. Είναι, θέλω να πιστεύω, ένα καλό έργο. 




Η “Πολυτίμη” (η φιγούρα της αδελφής μου δηλαδή ), ανήκει στην εγωιστική εκείνη περίοδο που κράτησε μέχρι το 1956, τότε που ζωγράφιζα για να εκφράσω τα δικά μου αισθήματα, μια που δεν είχα ακόμα αναλάβει ευθύνες ούτε απέναντι στα καθημερινά γεγονότα, ούτε απέναντι στην Ιστορία της Τέχνης. Τώρα, την Πολυτίμη, τη  φόρτωσα με άλλες ευθύνες, την έβαλα μέσα σε ένα καταρρέον κτίσμα, να φυλάει τα ερείπια της ζωής της, της ζωής των λεπρών,  της ζωής όλων μας, δίνοντας της έναν άλλο ρόλο να παίξει και μετατρέποντάς την από αυτόνομο έργο, σε μέρος ενός μεγαλύτερου, που ήταν  το ερείπιο και που με τη σειρά του κι αυτό, ήταν μια λεπτομέρεια μέσα στο μεγάλο έργο που λέγονταν «εσύ, ο τελευταίος λεπρός» που κάναμε στη Σπιναλόγκα .

Κι εδώ, οφείλω να ευχαριστήσω τον Ξυδάκη για  τη  μουσική του, που κράτησε συντροφιά στην αδελφή μου, τους πέντε μήνες  της απομόνωσης  (κι ας μην ήταν λεπρή) και της έκθεσής της στα βλέμματα των συχνά αδιάφορων επισκεπτών, που  της επέβαλα.

Τα έργα  με τον τίτλο “Τίποτα”, αν και είναι πρόσφατα καμωμένα, αντιπροσωπεύουν νομίζω αρκετά καλά τις ενστικτώδεις μου προσπάθειες  των χρόνων, 1958-1965, όταν στην Ρώμη και το Παρίσι, προσπαθούσα να  εισάγω στην αφηρημένη τέχνη μια αίσθηση πραγματικότητας, γιατί χωρίς αυτή, το καθαρά αφηρημένο έργο,  μου φαινόταν επιφανειακό και άχρηστο για τα αισθήματά μου, ενώ το δεχόμουνα μοιρολατρικά, σαν  αναγκαίο για την πορεία της τέχνης.                    Και ασφαλώς ήταν




Αυτά τα έργα λοιπόν, είναι ή θάθελα να είναι,  σαν όταν κάποιος σε χαιρετάει με εγκαρδιότητα σε μια συνάντηση, σαν τη σημερινή ας πούμε, κι εσύ, ενώ κάτι σου λέει το πρόσωπό του, δεν μπορείς να θυμηθείς από πού τον ξέρεις, πού και πότε     τον συνάντησες, τον  είδες. Κι αυτό, σου δημιουργεί μια ανησυχία, μια ταραχή, μια ενοχή θα έλεγα. Αυτό προσπάθησα,  συνειδητά τώρα,  να επιτύχω.  Θάθελα δηλαδή, να σου θυμίζουν κάτι που δεν μπορείς  να προσδιορίσεις: ίσως μια πληγή που αιμορραγεί ή όργανα μιας άλλης, λίγο μακάβριας ηδονής, που εκσπερματώνουν και μέσω αυτών των έργων, να μιλήσω υπαινικτικά για τη λέπρα αλλά και για τον ερωτισμό,  που όπως λέγεται, ήταν έντονα διάχυτος πάνω  στο νησί τα χρόνια του λεπροκομείου.

 
  

Για τον ερωτισμό μιλάει επίσης,  εμφανώς αυτό και το έργο μου 'Άρτεμις- Κάλι” του 1997, που τόσο μεγάλη σημασία έχει πάρει πια μέσα στα πλαίσια της “ζωντανής ζωγραφικής” μου,  όχι τόσο χάρη στις πλαστικές του αρετές, όσο από τα σχόλια και τις  αναφορές που έχει προκαλέσει κατά καιρούς. Αρνητικά,  μέχρι υβριστικά από μια ομάδα αυτόκλητων ηθικολόγων στην Ελλάδα, που πολλοί από αυτούς ούτε καν είδαν ποτέ το έργο, θετικά όμως, μέχρι και διθυραμβικά στο εξωτερικό, από ανθρώπους  της τέχνης που αυτοί το είδαν και το αγάπησαν.




Το “Πριν και Μετά”,  το έργο δηλαδή με το φέρετρο και το κοριτσάκι που μπουσουλάει, μορφοποιεί  μια πικρή ανθρώπινη εμπειρία μου. Την απώλεια δηλαδή της πρώτης συζύγου μου Φάνιας, που έφυγε αιφνιδιαστικά πάνω στα νιάτα της, αφήνοντας πίσω της  ένα μικρό κοριτσάκι, τη Μάγια που όλοι γνωρίζετε, να συνεχίσει το δύσκολο αλλά υπέροχο έργο της φύσης, που είναι η ζωή, ενώ η ίδια, ανέλαβε να εκπροσωπήσει την άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος, που είναι              ο θάνατος. Και ταίριαζε αυτό το έργο με την ιστορία του λεπροκομείου, όπου τόσα υγιέστατα παιδιά γεννήθηκαν από γονείς καταδικασμένους  σ’ένα μακρόχρονο, αυτοί, μαρτύριο..

Στο Απολυμαντήριο ήταν ασφαλώς το πιο σύνθετο  έργο της εκδήλωσης,  που συνδύαζε πολλά στοιχεία της δουλειάς μου, αλλά και της ιστορίας των λεπρών, αναλαμβάνοντας   την ευθύνη πολλών προβληματισμών που με απασχολούν και τους απασχόλησαν επί  πενήντα ολόκληρα χρόνια . 

   
Πρώτα ο χώρος,  σαν βασικό στοιχείο του έργου, (πράγματι αυτή η βενετσιάνικη αίθουσα, είναι από μόνη της ένα αδρό έργο τέχνης αλλά και ένα φράγμα για την ελευθερία). Το αντικείμενο , που στην περίπτωση αυτή  αντιπροσωπευόταν από  το τεράστιο σκουριασμένο βαρέλι της απολύμανσης.Η προοπτική, με το  ήδη υπάρχον μεγάλο προοπτικό παράθυρο του κτιρίου.


Η ζωντανή ζωγραφική,  με το πουλί που προσπαθεί απεγνωσμένα, (όπως προσπαθούσαν και οι έγκλειστοι λεπροί), να ξεφύγει από τη μοίρα του.

Και τέλος η ποίηση . Και εδώ, ας ευχαριστήσω τον Ντάντε, που με τους υποβλητικούς στίχους του, (που έγραψα πάνω στον τεράστιο μαύρο πίνακα με κόκκινα γράμματα), έδινε  νόημα σε ολόκληρο το έργο. Ίσως σε ολόκληρη την εκδήλωση, σε ολόκληρο το νησί.“Lasciate ogne speranza voi ch' intrate.

«Εγκαταλείψτε κάθε ελπίδα εσείς που εδώ μπαίνετε».





Ακόμα, και τα σχεδόν αόρατα  ¨Κουνέλια,¨ αυτές οι συνωστιζόμενες υπάρξεις, έλεγαν διακριτικά, αυτό που ήθελαν να πουν. Τίποτε σπουδαίο. Ίχνη τέχνης, αποτυπώματα ψυχών, φαντάσματα όντων. Τίποτε και όμως κάτι.



Με τους παντού διάσπαρτους  καθρέφτες, παλιό υλικό μου και εργαλείο έβαλα τους αμέριμνους, απρόσωπους και συχνά ασεβείς τουρίστες, αλλά και τους ξεναγούς   (είτε το ήθελαν είτε όχι), μέσα στα σπίτια των λεπρών, στη θέση των λεπρών, έστω και αν ελάχιστοι από αυτούς κατάλαβαν τι τους συμβαίνει.



Όσο για το παλίμψηστο του διαδρόμου, στο παλιό νοσοκομείο, εκεί θέλησα και πέτυχα νομίζω, (αν και το αισθητικό αποτέλεσμα ήταν ισχνό) να ανακατέψω το κοινό  με την τέχνη και τη λέπρα,  μ’εμένα  και το νησί. Ονόματα, σκέψεις και ημερομηνίες το ένα πάνω στο άλλο, το σήμερα  να αναιρεί το χτες, η αναίδεια να αναιρεί  τη συγκίνηση. Ονόματα -προσωρινά ζώντων-, στη θέση  των ήδη νεκρών.



Και τέλος, η performanceΟ ήχος των βημάτων μου” πάνω στο αλάτι, που σαν πηγή έμπνευσης είχε, τόσο την  προσωπική συνεχή και μακρά μου πορεία μέσα στον απέραντο κόσμο της  τέχνης, όσο όμως και το βασανιστικό σύρε κι έλα αυτών των ανθρώπων, που για χρόνια πολλά, σέρνονταν πάνω σ' αυτόν τον τριγυρισμένο από τη θάλασσα βράχο, αφήνοντας στο πέρασμα τους κομμάτια από τις σάρκες τους και απ' όπου για να βγεις, ένας μόνο τρόπος υπήρχε, ο θάνατος. Και πάλι, όχι το σώμα σου,  ( αυτό δεν έβγαινε ποτέ, γιατί τους έθαβαν πάνω στο νησί, χωρίς καν όνομα  στην ταφόπλακα), αλλά η ψυχή σου.



Καθόλου τυχαίο δεν ήταν λοιπόν,  το ότι κάποιοι φίλοι μου, μετά από δύο ώρες συνεχούς κυκλικού βαδίσματος πάνω στο αλάτι (μόνη παραγωγή του νησιού εκείνα τα χρόνια), φοβήθηκαν για την υγεία μου  και  με προέτρεπαν να σταματήσω. Φυσικά  δεν τους άκουσα, γιατί τι ωραιότερο για έναν καλλιτέχνη, από το να τελειώσει τις μέρες του πάνω στη σκηνή! Θέλει χρόνο μέχρι η θάλασσα να εξατμιστεί και να γίνει αλάτι.



Τώρα που το σκέπτομαι, αυτή η εκδήλωση ήταν ουσιαστικά, εκτός από μια εκδοχή σύγχρονης τέχνης, κύριο μέλημά μου, και μια αναδρομή  στη δικιά μου ζωή , που συνέπεσε με το δράμα της Σπιναλόγκας. Ήταν η μορφοποίηση της δικιάς μου, ανίατης επίσης, όμως ζωογόνου ασθένειας, που είναι η τέχνη και που απ’ότι φαίνεται, μόνο ο θάνατος θα μας χωρίσει.



Σαν επίλογος τώρα, δεν ξέρω γιατί μου έρχονται στο μυαλό (ή μάλλον ξέρω), αυτοί     οι δύο έξοχοι στίχοι του Γιάννη Βαρβέρη:

“Εσείς, που τόσα χρόνια κολυμπούσατε αμέριμνοι μέσα στα μάτια μου

θα βάλω κάποτε τα κλάματα και θα σας πνίξω”.

Και τάβαλα αυτά τα κλάματα στην Κρήτη, μετά από 45 χρόνια που είχα να κλάψω πραγματικά, όχι όμως για να πνίξω κανέναν, αλλά για να ξεπλυθώ από  τα λάθη μου.

Εσύ, (εγώ δηλαδή), ο τελευταίος λεπρός "






 "Μία ακομη συνεργασία με τον  Τσόκλη
 είναι μια ακόμη ευκαιρία για δημιουργία"


 *Κάντε ΚΛΙΚ στις εικόνες για μεγένθυση

Παρακολουθείστε το video με όλη εκδήλωση πατώντας εδώ

No comments :

Post a Comment