ΗΜΕΡΙΔΑ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗ:
ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΑΝΔΡΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΟ:
ΤΑΣΟΣ ΚΩΤΣΙΟΠΟΥΛΟΣ - ΤΑΣΟΣ ΜΠΙΡΗΣ
ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΑΝΔΡΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΟ:
ΤΑΣΟΣ ΚΩΤΣΙΟΠΟΥΛΟΣ - ΤΑΣΟΣ ΜΠΙΡΗΣ
1.
1η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΝ
ΗΜΕΡΙΔΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗ
ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΑΝΔΡΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
“Δαιδάλεο Φως”
Το "αναπάντεχο φινάλε" της Ημερίδας συνεχίστηκε αυθορμήτως στην ταβέρνα του Οικονόμου με τον Oluf Roe και με άλλα όργανα.
Σήμερα, μια εβδομάδα μετά και μέχρι να συγκεντρωθεί και να προετοιμαστεί το υλικό των εισηγήσεων της Ημερίδας για τον Δημήτρη Φιλιππίδη, που θα δημοσιευτούν ανά θεματική ενότητα τις επόμενες εβδομάδες σε αυτό το blog, θα περιοριστώ στην παρουσίαση της συμμετοχής του Τηλέμαχου Ανδριανόπουλου με τίτλο “Δαιδάλεο Φως”, που και αυτή την φορά επέλεξε έναν ξεχωριστό τρόπο επεξεργασίας. Θα ήθελα να τον ευχαριστήσω γιατί ανταποκρίθηκε στην πρότασή μου και προχώρησε σε περαιτέρω επεξεργασία μετατρέποντας το powerpοint σε μια κινηματογραφική μεταφορά που αποδίδει την όλη θεατρικότητα της παρουσίασης.
Η ομιλία πραγματοποιήθηκε στην Γ΄Θεματική ενότητα με αντικείμενο "Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ" και με συντονιστή τον Γιάννη Κίζη, Ομότιμο Καθηγητή ΕΜΠ.
Τηλέμαχος Ανδριανόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής ΕΜΠ
Και μην ξεχνάτε τον Τιμητικό Τόμο με τίτλο «Τόπος Τοπίο» και το αυτογράφημα του Δημήτρη Φιλιππίδη με τίτλο «εγώ γράφω» που κυκλοφορούν από τον Εκδοτικό Οίκο Μέλισσα από την ημέρα της Ημερίδας.
2.
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ «ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ» ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Η φωτεινή πλευρά του Τάσου Κωτσιόπουλου
Κατάφερα να διαβάσω αυτό το μικρό κομψό βιβλίο από τις εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ στα 36.000 πόδια ύψος και με ταχύτητα γύρω στα 900 χιλιόμετρα την ώρα.
Παράλληλα σκεφτόμουν πως πριν από μερικά χρόνια ήμουν επιφυλακτικός με τον Τάσο Κωτσιόπουλο, όχι τόσο γιατί του είχε φορεθεί η ετικέτα του «μεταμοντέρνου» αρχιτέκτονα αλλά κυρίως γιατί δεν μπορούσα να καταλάβω πως κατάφερνε να συμμετέχει σαν μελετητής σε τόσα πολλά σημαντικά πανεπιστημιακά και ερευνητικά έργα που ανατίθεντο με περίεργους τρόπους.
Σταδιακά γνώρισα καλύτερα τον Κωτσιόπουλο, είδα πιό προσεκτικά τα αρχιτεκτονικά του έργα, τα σπίτια του στην Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, θαύμασα την ζωγραφική του και εκτίμησα τις θεωρητικές του τοποθετήσεις.
– Νέα μονάδα της κεντρικής βιβλιοθήκης του Α.Π.Θ., μελέτη 1991-1995, ολοκλ. κατασκ. 1999, αρχιτέκτονες: Α. Κωτσιόπουλος, Μ. Παπανικολάου, Ρ. Σακελλαρίδου, συνεργάτις: Α. Οικονομίδου (βραβείο ΕΙΑ 2000)
Τάσος Κωτσιόπουλος, E17.1 Πλευρικές διατάξεις - Side arrangements 50X50 2012 (Λεπτομέρεια)
Τον άκουσα να μιλά στην Ημερίδα με τίτλο «Γράμματα από το Λονδίνο» και έμαθα για τις σημαντικές και βασανιστικές σπουδές του.
Με το πέρασμα του χρόνου, συνειδητοποίησα ότι ο Κωτσιόπουλος χαρακτηρίζεται από μια υπέρμετρη προσήλωση και συστηματική επεξεργασία σε ότι αναλαμβάνει να διαχειριστεί. Είτε πρόκειται για αρχιτεκτονικό έργο, είτε για θεωρητικό κείμενο και διδασκαλία είτε για την ζωγραφική του. Μια συνεχής συγκροτημένη αντιμετώπιση που προϋποθέτει μόχθο και βαθιά σκέψη.
Την Πέμπτη 17 Μαϊου 2018, παρακολούθησα με ενδιαφέρον την παρουσίαση του βιβλίου στην Αθήνα, στο αμφιθλέατρο Αντώνη Τρίτση, που συντόνισε ο Ανδρέας Γιακουμακάτος με ομιλητές τον Δημήτρη Ησαΐα και τον Ηλία Κωνσταντόπουλο και φυσικά τον Στέλιο Γιαμαρέλο και τον Αναστάσιο Κωτσιόπουλο. Ειπώθηκαν πολλά και ουσιαστικά και ακολούθησαν και εύστοχα σχόλια. Δεν θα αναφερθώ στο περιεχόμενο των ομιλιών.
Το απόσταγμα για μένα, από αυτό το περιεχόμενο του βιβλίου και των ομιλιών κατά την την παρουσίασή του, συγκροτείται από δύο συγκεκριμένα αποσπάσματα:
απόσπασμα από το βιβλίο
Ένα απόσπασμα από το βιβλίο, όπου ο Κωτσιόπουλος σε ερωτήματα του Στέλιου Γιαμερέλου, ξεκαθαρίζει τοποθετείται ως προς την αρχιτεκτονική του και συνοψίζει με τον καλύτερο τρόπο την εξέλιξη στην Ελλάδα από την εποχή «της έκρηξης της μοντέρνας τάσης» μέχρι σήμερα.
ΑΚ: Μέσα στο αστικό αυτό τοπίο, στις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70, έρχεται η έκρηξη μιας –ας την ονομάσουμε επιεικώς– πλασματικά μοντέρνας τάσης, με την πληθώρα των πολυκατοικιών, η οποία προκαλεί ένα απίστευτο κράμα, ένα χάος, ένα φοβερό ανακάτεμα. Θα ήταν πολύ δύσκολο, επομένως, να μιλήσει κανείς για μεταμοντερνισμό με τον τρόπο που λειτούργησε αυτός τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη, όπου κύριο χαρακτηριστικό ήταν η επιστροφή στην ιστορία ή η αναφορά στα τυπολογικά πρότυπα. Τέτοια πρότυπα λειτούργησαν και στην Ελλάδα και επηρέασαν την αρχιτεκτονική της καθημερινότητας, αλλά αυτό έγινε έμμεσα και σε άλλη κλίμακα.
Για να γίνω ακριβέστερος, το μεταμοντέρνο θα μπορούσε κανείς να το κατατάξει σε μερικές μεγάλες κατηγορίες. Μια κατηγορία είναι σαφώς αυτό που ονομάζουμε ιταλική σχολή ή «νεορασιοναλισμό» και στηρίζεται κυρίως στη δουλειά –θεωρητική και εφαρμοσμένη– του Aldo Rossi και άλλων. Μία δεύτερη κατηγορία είναι ο αποκαλούμενος «αμερικάνικος νεορεαλισμός», που στηρίζεται μερικώς στα κείμενα του Robert Venturi και αφορά έργα όπως το Portland Building του Michael Graves, όπου ένα λειτουργικό κουτί περιβάλλεται από ένα ωραίο ένδυμα, εν πολλοίς άσχετο με την εσωτερική οργάνωση του κτιρίου. Από εκεί και πέρα, αν στηριχθούμε σε μια διαφορετική κατάταξη όπως αυτή του Bruno Zevi,[1] έχουμε την τάση του λεγόμενου «μοντέρνου μανιερισμού», δηλαδή την αισθητική λογική, με βάση την οποία τα λειτουργικά στοιχεία αλλά και ο τεχνολογικός εξοπλισμός του κτιρίου μετατρέπονται σε σύμβολα, των οποίων η προβολή γίνεται αυτοσκοπός. Χαρακτηριστικότερο κτίριο είναι νομίζω το Κέντρο Πομπιντού στο Παρίσι και μετά ένα πλήθος ανάλογων κτισμάτων. Τόσο στη Σχολή της Αθήνας όσο και της Θεσσαλονίκης, η επιρροή των προτύπων της τάσης αυτής –που εμφανίζεται σε διάφορες εκδοχές με γνωστότερη την αρχιτεκτονική του high tech και αργότερα τη λεγόμενη αποδόμηση (deconstruction)– ήταν εντονότερη, εκτοπίζοντας ρεύματα όπως ο ιταλικός νεορασιοναλισμός και ο αμερικανικός νεορεαλισμός. Πρόκειται για ρεύματα που για πολλούς εκπροσωπούν το γνήσιο μεταμοντέρνο. Στην Ελλάδα «ξέφτισαν» γρήγορα, τουλάχιστο στο επίπεδο των Σχολών και της επώνυμης αρχιτεκτονικής. Άλλωστε, δεν παρήγαγαν και κάτι ενδιαφέρον: μετά από μόλις μία δεκαετία, δεν τολμούσαν οι αρχιτέκτονές τους να δηλώσουν την πατρότητα των κτιρίων τους. Ξέρω σημαντικούς αρχιτέκτονες που έχουν σχεδιάσει τέτοια κτίρια και οι οποίοι διστάζουν να προβάλουν το ότι είναι δικά τους.
ΣΓ: Να διευκρινίσουμε εδώ κάτι που μάλλον κατάλαβα λάθος; Είπατε προηγουμένως ότι στην Αθήνα είχαμε ίσως μια εντονότερη επιρροή της αποδόμησης ή μου φάνηκε;
ΑΚ: Δεν ισχυρίστηκα κάτι τέτοιο. Στην Αθήνα πάντα υπήρχε μια ισχυρή συνέχεια, νομίζω και στη Σχολή. Δηλαδή, αρχιτέκτονες όπως ο Τάσος Μπίρης διατήρησαν τη γενική φιλοσοφία αυτών που δίδασκαν και σχεδίαζαν τις τελευταίες δεκαετίες, και ενσωμάτωσαν σημαντικό μέρος του λεξιλογίου των νέων τάσεων.[2] Κάτι αντίστοιχο έγινε στη Σχολή της Αθήνας και με τον Δημήτρη Αντωνακάκη, που ξεκίνησε από τον λεγόμενο κριτικό τοπικισμό. Ο κριτικός τοπικισμός έτσι κι αλλιώς είναι εμμέσως συνδεδεμένος με τη λογική του μεταμοντέρνου και ιδιαίτερα του νεορασιοναλισμού, που ήθελε κυρίως την έρευνα της τυπολογίας μέσω της ιστορίας και την αναζήτηση των βαθύτερων χαρακτηριστικών του τύπου και του τόπου. Θα μπορούσα, βεβαίως, να πω για το ζεύγος Αντωνακάκη ότι μετά από ένα διάστημα άρχισε να υιοθετεί επιλεκτικά τις φόρμες της δικής του γλώσσας, εκείνες που το ίδιο καθιέρωσε. Είναι ένα είδος μανιερισμού απολύτως θεμιτού και αναμενόμενου. Μάλιστα, νομίζω ότι συμβαίνει σε όλους τους σημαντικούς αρχιτέκτονες.
ΣΓ: Είναι περίπου σαν να γράφεις χρησιμοποιώντας, καμιά φορά και ασυναίσθητα, έτοιμες δικές σου φράσεις, για παράδειγμα.
ΑΚ: Ακριβώς. Αν με ρωτήσετε για μένα, θα σας πω ότι προσπάθησα να το αποφύγω πάση θυσία αλλά μάλλον δεν τα κατάφερα.
Αυτή είναι, λοιπόν, η κατάσταση έως τη στιγμή που μπαίνει ο υπολογιστής, στα μέσα της δεκαετίας του 1990. «Σφαδάζει» λίγο ακόμα αυτή η αρχιτεκτονική, υιοθετούμενη και από τα υπολογιστικά εργαλεία, αλλά μέχρι να κλείσει η δεκαετία του 1990 έχει ήδη αλλάξει τελείως το τοπίο. Μιλούμε για κολοσσιαίες αλλαγές, για ένα νέο γλωσσάρι και, βέβαια, για την επανεμφάνιση του λεγόμενου μοντερνισμού. Με τη διαφορά ότι ο μοντερνισμός επανέρχεται όχι ως ουσία αλλά ως στιλ, όπως συμβαίνει σε ορισμένες εκδοχές του μινιμαλισμού.
Σήμερα πλέον τα πράγματα είναι αρκετά απελευθερωμένα και η αρχιτεκτονική φαίνεται να έχει απαλλαγεί από τέτοιες ετικέτες. Υπήρξε, ωστόσο, μία περίοδος κατά την οποία ίσχυε πραγματικά αυτό που ο Charles Jencks ονόμαζε two-party system: ότι, δηλαδή, είχαμε από τη μια μεριά τη δογματική επιστροφή στις αρχές του μοντέρνου, με αφαιρέσεις που οδηγούν στον ακραίο μινιμαλισμό, και από την άλλη πλευρά τις απόπειρες ενός ακραίου εξπρεσιονισμού, υποβοηθούμενου από τα νέα υπολογιστικά εργαλεία.
Το μοντέρνο δεν ήταν ποτέ μνημειωδώς αφαιρετικό. Ήταν αφαιρετικό όταν εξυπηρετούσε τους σκοπούς του. Τα τελευταία χρόνια φτάσαμε στο άλλο άκρο, στην αρχιτεκτονική ενός άσπρου σπιτιού, όπου δεν ήξερες πού να βάλεις ένα σταχτοδοχείο και έφτανες στο σημείο να το κρύψεις σε ένα ντουλάπι για να μη σου διαταράξει τη λευκότητα του χώρου. Τέτοια φαινόμενα, με διαφορετική βέβαια χροιά, βλέπουμε στην περίπτωση του Alberto Campo Baeza αλλά ακόμα και του Mario Botta. Ο Botta, αν και αρχιτέκτονας με ευδιάκριτη προσωπική γραφή και υπό μια έννοια αντιμινιμαλιστής, είναι τόσο μνημειακός που μερικές φορές σε πιάνει τρόμος στην ιδέα να ζήσεις μέσα στα κτίριά του. Αναρωτιέσαι: «Αν βάλω την καρέκλα δέκα πόντους δεξιότερα, θα επέλθει ή όχι αισθητική καταστροφή;».
Αυτό είναι λοιπόν το ένα ρεύμα. Το άλλο είναι το ρεύμα της λεγόμενης «υπερέκφρασης», το οποίο ξεκίνησαν η Zaha Hadid και τόσοι άλλοι, με την αναζήτηση ριζικά νέων μορφών που βοηθήθηκαν αργότερα με τη χρήση του υπολογιστή. Η αναζήτηση ριζικά νέων μορφών επαναφέρει και τις μνήμες του αποδομητισμού. Θα έλεγα, ίσως με αρκετή δόση υπερβολής, ότι παρατηρούμε μια περιπετειώδη συνέχεια από το μοντέρνο στον μοντέρνο μανιερισμό τύπου Πομπιντού, στην αποδόμηση και, εν συνεχεία, στις ελεύθερες γεωμετρίες και τον υπερ-εξπρεσιονισμό ή την υπερ-έκφραση επί το ελληνικότερον.
Νομίζω, πάντως, ότι από το 2005 και μετά είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για κατηγορίες ή ταυτότητες των νέων αρχιτεκτονημάτων. Κατά τη γνώμη μου, η αρχιτεκτονική έχει απογειωθεί πλέον από πλευράς ευρηματικότητας και «ρεπερτορίου». Σε αυτή την απογείωση έχουν παίξει καίριο ρόλο οι δυνατότητες που παρέχει η δημιουργία «φλοιών» –skins, όπως συνηθίσαμε να τους αποκαλούμε– δηλαδή η σχεδιαστική πρακτική σύμφωνα με την οποία μπορείς να διαχειριστείς τις όψεις ως ενιαίες επιφάνειες με το πρόσχημα της βιοκλιματικής συμπεριφοράς του κτιρίου. Βεβαίως, πίσω από το πρόσχημα αυτό κρύβεται το πραγματικό αίτημα: να μπορείς ευκολότερα να παράγεις γλυπτικές μορφές αξιοποιώντας μιαν ενιαία ως προς την υφή της επιφάνεια. Δεν έχεις τις δεσμεύσεις που είχε, λόγου χάρη, ο Walter Gropius ή ο Le Corbusier όταν στάθμιζαν τη σχέση πλήρους και κενού στην εξωτερική επιφάνεια των κτιρίων τους. Και παρ’ όλην αυτή τη διάδοση της γλυπτικής των ενιαίων φλοιών, επισκέπτεσαι τα σπίτια του Le Corbusier και συγκινείσαι μέχρι δακρύων. Καταλαβαίνεις εκεί τι θα πει διαχρονικότητα, τι θα πει δύναμη. Τα δείχνω συχνά στους φοιτητές μου.
Εκεί είναι σήμερα η κατάσταση. Τώρα νομίζω ότι θέλετε να σας πω για εμένα.
[1]. Αναπτύσσεται σε διάφορα προγενέστερα κείμενα
του Zevi και πληρέστερα στο «Where is modern architecture going», GA Document 3 (1981).
[2]. Για την άποψη του Τάσου Μπίρη για το ίδιο
θέμα, βλ. Τάσος Μπίρης / Στέλιος Γιαμαρέλος, Αχαρτογράφητα ρεύματα. Μια συζήτηση για την Αρχιτεκτονική, τη
διδασκαλία της και το δίπολο Μοντέρνου–Μεταμοντέρνου στη Σχολή Αρχιτεκτόνων
ΕΜΠ, 1974–2000, Αθήνα, Μελάνι, 2014.
απόσπασμα από την παρέμβαση του Τάσου Μπίρη
Ένα απόσπασμα από την παρέμβαση του Τάσου Μπίρη, όπου ανάμεσα στα σχόλια που ακολούθησαν, αναφέρθηκε με σαφήνεια στο αρχιτεκτονικό και διδακτικό έργο του Κωτσιόπουλου:
«Θα προσπαθήσω είπε, και μου φαίνεται ότι θα τα καταφέρω να μην αναφερθώ στις δύο αποτρόπαιες λέξεις, οι οποίες αντιμάχονται η μία την άλλη και σκοτώνονται, πότε η μία είναι πάνω και πότε είναι κάτω.
Εγώ θέλω να μιλήσω για τον Κωτσιόπουλο. Αυτός είναι το τιμώμενο πρόσωπο, το οποίο σήμερα καλούμαστε να τιμήσουμε. Ο Κωτσιόπουλος στηρίζει σε ένα σκεπτικό και σε έναν τρόπο την αρχιτεκτονική του, που μπορεί να είναι μεταμοντέρνος και πιστεύω ότι είναι μεταμοντέρνος. Συμφωνώ με αυτό που ακούστηκε ότι ίσως είναι η πιο τεκμηριωμένη και εδραιωμένη πάνω σε συγκεκριμένη μέθοδο σκέψη, έκφραση του μεταμοντέρνου, που μπορούμε να έχουμε και αυτό είναι ευτύχημα. Γιατί έχουμε ανάγκη από καθαρές διατυπώσεις των ρευμάτων.
Εγώ πιστεύω στα ρεύματα. Δεν αστειεύομαι με τα ρεύματα. Εννοώ τα μεγάλα ρεύματα. Δεν είναι “ισμοί” οι οποίοι μας δεσμεύουν και μας καταπίνουν. Εξαρτάται από το τι τσαγανό έχεις απέναντι στο ρεύμα.
Ο Κωτσιόπουλος είναι πρώτα Κωτσιόπουλος στο έργο του. Είναι διακριτό το έργο του. Και αν έχουμε δέκα αρχιτέκτονες οι οποίοι τα τελευταία 50 χρόνια βλέπεις τα έργα τους και λες ότι είναι ο τάδε, πριν πεις αν είναι στο ρεύμα τάδε ή όχι. Έχει μεγάλη σημασία αυτό. Διότι σημαίνει ότι υπάρχει μία βάση μιας συλλογικής αντίληψης για την αρχιτεκτονική. Γιατί κάτι τέτοιο είναι το ρεύμα, και εκεί είναι η αξία του. Ότι κάπου, κάποια στιγμή μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες οι σκέψεις των ανθρώπων, των δημιουργών καταφέρανε να κινηθούν πάνω σε κοινές γραμμές. Αυτό δεν σημαίνει ότι χάσανε οι αρχιτέκτονες αυτοί, που ήταν στα ρεύματα, την προσωπικότητά τους. Πάντα η προσωπικότητα υπήρχε, το όνομά τους υπήρχε. Και ας είπε ο Κωτσιόπουλος εν τη ρύμη του λόγου του, ότι δεν τον ενδιαφέρει αν σήμερα η αρχιτεκτονική έχει όνομα.
Έχει και παραέχει,
όταν έχει,
όταν δεν έχει, δεν έχει
Πράγματι δεν έχει.
Έρχομαι τώρα σε ένα άλλο ζήτημα, αφού αφού επιμείνω στην αξία και τη μεγάλη σημασία που έχουν τα ρεύματα. Δεν είναι “ισμός” ο κυβισμός, δεν είναι “ισμός” ο ουμανισμός. Είναι τρομερές οι κατακτήσεις των ανθρώπων και πρέπει να διδάσκονται αυτά τα πράγματα όχι μόνο από τους θεωρητικούς, αλλά και τους αρχιτέκτονες εφαρμογής. Γιατί υπάρχει διαφορά στον τρόπο που αντιλαμβάνεται το ρεύμα ο αρχιτέκτονας εφαρμογής, από ότι ο θεωρητικός. Χρειάζονται και οι δύο προσπελάσεις. Αλλά πρέπει να ξέρουμε και τις διαφορές τους και τα όριά τους.
Ο Κωτσιόπουλος έχει ένα ιδίωμα, πέραν του να λέγεται όπως και εγώ Τάσος. Είναι διαλεκτικός, δηλαδή δεν φοβάται να αυτοπροσδιοριστεί και αυτοπροσδιορίζομενος ως δάσκαλος μάλιστα, δημιουργεί έναν διάλογο με τον φοιτητή του. Διότι αυτοπροσδιορίζομενος, έστω και με τις αντιφάσεις που τον τιμούν που τις αναφέρει, δημιουργεί μία σταθερά, απέναντι στην οποία ο φοιτητής ή η φοιτήτρια βρίσκει τον εαυτό της. Κάνει ένα γκελ πάνω σε αυτό το σταθερό σημείο του δασκάλου, ο οποίος λέει ποιος είναι, λέει πως δουλεύει, χωρίς να υποχρεώνει το φοιτητή του να κάνει αυτό το πράγμα, αλλά απλώς κάνει μία δήλωση απέναντι στην οποία μπορεί να οριοθετηθεί ο μαθητής του και αυτό αντανακλά και μέσα στην κοινωνία.» [...]
3.
PLATFORMS PROJECT
ΣΤΗΝ ΣΧΟΛΗ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ
Παρακολουθώ συστηματικά τα τελευταία χρόνια το Platforms Projects που επαναλαμβάνεται και φέτος για έκτη χρονιά. Κατάφερα να βρεθώ στην Σχολή Καλών Τεχνών, στην αίθουσα Κεσσανλή λίγες ώρες πριν τα εγκαίνια και κατέγραψα βιαστικά θα έλεγα, λόγω επικείμενου ταξιδιού, εικόνες από την προετοιμασία.
Πρόκειται για μια πρωτοβουλία της Άρτεμις Ποταμιάνου, εικαστικού και επιμελήτριας της οργάνωσης και του Μιχάλη Αργυρού, επίσης εικαστικού και Διευθυντή των Platform Projects.
Καρακάλας Ανδρέας, Λαβύρινθος, 2006
MATERIALIZED · 38
Παναγιωτοπουλος Στάλιος, Καρακάλας Ανδρέας,
H ιδέα είναι ενδιαφέρουσα και αφορά μια ενδεικτική χαρτογράφηση της εικαστικής δράσης, όπως παράγεται σήμερα στο πλαίσιο ομαδικών πρωτοβουλιών νέων καλλιτεχνών στο διεθνές περιβάλλον της τέχνης, βασισμένη στο «ισχύς εν τη ενώσει».
Δημήτρης Κώστας, Μετάβαση, 2015
Post ·39
Ελλάδα
Συμμετέχοντες καλλιτέχνες: Στέφανος Σουβατζόγλου, Δημήτρης Τσιαντζής, Δημήτρης Κώστας
Οι πλατφόρμες έχουν κατακτήσει μια διακριτή πιά θέση στο διεθνές εικαστικό γίγνεσθαι διεκδικπωντας το ρόλο τους στο ανταγωνιστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο παράγουν έργο. Φέτος συμμετείχαν 56 πλατφόρμες από 17 χώρες, 41 πόλεις και περισσότεροι από 700 καλλιτέχνες, δημιουργώντας ένα παγκόσμιο network, και εξασφαλίζοντας ενδιαφέρουσες συνεργασίες αλλά και σχέσεις φιλίας.
Αιμιλία Μουρίτη, Μεταβιομηχανικά αγροτικά μονοπάτια, λεπτομέρεια
SYN+ERGASIA · 21
Συμμετέχοντες καλλιτέχνες: Αιμιλία Μουρίτη, Ιάνθη Αγγελιόγλου, Νίκη Ζαχαρή, Παναγιώτης Πρέντας
Παράλληλα οι πλατφόρμες από την Ελλάδα και το εξωτερικό, δημιουργούν ένα δίαυλο της διεθνούς ανεξάρτητης σύγχρονης εικαστικής σκηνής, τοποθετώντας την Αθήνα στο διεθνές ημερολόγιο των σημαντικών εκθέσεων.
Tehnopaignion art group, H βία είμαι εγώ
Tehnopaignion art group · 21
Συμμετέχοντες καλλιτέχνες: Μαργαρίτα Βασιλάκου, Βασίλης Γέρος, Γιάννης Κολιός, Λαμπρίνη Μπαβιάτσου, Νίκος Κασκούρας, Ισμήνη Μπονάτσου, Γιάννης Στεφανάκης, Δημήτρης Φόρτσας.
Δανάη Στράτου, Upon the Earth, Under the Clouds, 2017
VITAL SPACE ·18
Κατά την επίσκεψή μου, η έκθεση ακόμη προετοιμαζόταν για τα εγκαίνια, οπότε και οι εικόνες που παρατίθενται αφορούν έργα που είχαν ολοκληρωθεί. Η απουσία ετικετών δυσκόλεψε τον προσδιορισμό των ονομάτων των καλλιτεχνών.
Η έκθεση εγκαινιάστηκε στην Πέμπτη 17 Μαΐου. Διάρκεια μέχρι κ Κυριακή 20 Μαΐου 2018.
Δημήτρης Αλεξάκης, Pornography? What pornography?, Polaroid, 2017
No comments :
Post a Comment