ΔΗΜΗΤΡΗΣ + ΣΟΥΖΑΝΑ ΑΝΤΩΝΑΚΑΚΗ:
ΕΠΙΤΙΜΟΙ ΔΙΑΔΑΚΤΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΞΑΝΘΗ
το Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΔΠΘ πρωτοστατεί, τιμώντας σημαντικούς Έλληνες Αρχιτέκτονες
Ο Δημήτρης Πολυχρονόπουλος και ο Κοσμήτορας της Πολυτεχνικής Σχολής Καθηγητής Χρήστος Καραγιάννης
Το Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, της Πολυτεχνικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης πρωτοστατεί τον τελευταίο καιρό σε σχέση με τις άλλες Σχολές Αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα, στις αναγορεύσεις σε Επίτιμους διδάκτορες. Τιμά σημαντικούς Έλληνες αρχιτέκτονες, αναγνωρίζοντας "το σημαντικό και υψηλού επιπέδου αρχιτεκτονικό τους έργο και την αδιάλειπτη προσφορά τους σε λόγο και έργο επί δεκαετίες στο χώρο της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής". Παράλληλα προσφέρουν μια εξαιρετική δυνατότητα στους φοιτητές της σχολής να παρακολουθήσουν τις ομιλίες τους και παράλληλα και τα μαθήματα που οι Επίτιμοι Διδάκτορες προσφέρουν μετά την αναγόρευσή τους.
Ο Δημήτρης και η Σουζάνα με τους φοιτητές
Αυτή την φορά, μετά τους Χρήστο Αθανασόπουλο με εισήγηση της Ελένης Αμερικάνου, Τάσο Μπίρη με εισήγηση του Πάνου Εξαρχόπουλου και Νικόλαο Μουτσόπουλο με εισήγηση του Νικόλαου Λιανού, τα τιμώμενα πρόσωπα ήταν ο Δημήτρης και η Σουζάνα Αντωνακάκη, μετά από εισήγηση του Δημήτρη Πολυχρονόπουλου, Αν. Καθηγητή του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΔΠΘ.
Ο Δημήτρης Πολυχρονόπουλος αριστερά και ο Κοσμήτορας της Πολυτεχνικής Σχολής Καθηγητής Χρήστος Καραγιάννης δεξιά
Η Τελετή Αναγόρευσης πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 12 Μαϊου 2016, στο Κεντρικό Αμφιθέατρο της Πολυτεχνικής Σχολής του Δ.Π.Θ., με την παρουσία διδασκόντων, φοιτητών και εκπροσώπων φορέων της πόλης.
Τους τιμώμενους προσφώνησαν ο Κοσμήτορας της Πολυτεχνικής Σχολής Καθηγητής Χρήστος Καραγιάννης (ο οποίος απηύθυνε και χαιρετισμό εκ μέρους του Πρύτανη του Δ.Π.Θ. Καθηγητή Αθανάσιου Καραμπίνη) και ο Πρόεδρος του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Καθηγητής Παναγιώτης Κόκκορης.
Τον έπαινο (Laudatio) των τιμώμενων, με εκτεταμένη αναφορά στην προσφορά τους για τη διαμόρφωση της σύγχρονης ελληνικής Αρχιτεκτονικής, αλλά και στο πολύπλευρο έργο τους, εκφώνησε ο εισηγητής, Δημήτρης Πολυχρονόπουλος, Αν. Καθηγητής του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΔΠΘ.
Ο Δημήτρης Πολυχρονόπουλος από αριστερά, οι τιμώμενοι, ο Κοσμήτορας της Πολυτεχνικής Σχολής Καθηγητής Χρήστος Καραγιάννης και ο Πρόεδρος του Τμήματος Πάνος Κόκκορης
Η ανάγνωση του Ψηφίσματος, της Αναγόρευσης και του Διδακτορικού Διπλώματος έγινε από τον Πρόεδρο του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Καθηγητή Παναγιώτη Κόκκορη. Η περιένδυση των τιμώμενων και η επίδοση των διασήμων και του συμβολικού δώρου έγινε από τον Κοσμήτορα της Πολυτεχνικής Σχολής, Καθηγητή Χρήστο Καραγιάννη.
Η τελετή ολοκληρώθηκε με δύο ξεχωριστές ομιλίες της Σουζάνας και του Δημήτρη Αντωνακάκη με τίτλο που παραθέτω στην συνέχεια:
Ξάνθη, Μάιος 2016
Για την τιμή που αποδίδεται σήμερα στο έργο μας και
την πραγματοποίηση της σημερινής εκδήλωσης θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε ιδιαίτερα:
το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο, το Τμήμα Αρχιτεκτόνων και τον πρόεδρό του καθηγητή
Πάνο Κόκκορη, καθώς και τον καθηγητή Δημήτρη Πολυχρονόπουλο για τη συγκροτημένη
και ουσιαστική ομιλία του. Ευχαριστούμε ακόμα και
όλους εσάς που μας τιμάτε με την
παρουσία σας στη σημερινή γιορτή της αρχιτεκτονικής.
Η «άσκηση» της αρχιτεκτονικής
και οι διαδικασίες που συνδέονται με όλες τις φάσεις της μελέτης και της
κατασκευής είναι πολλαπλές και πολύπλοκες. Η ομαδική δουλειά που απαιτείται
προϋποθέτει ιδιαίτερη αλληλοεκτίμηση ανάμεσα στους συνεργάτες.
Πολλοί και πολύτιμοι οι συνεργάτες μας στο
σχεδιαστήριο και στο εργοτάξιο, που αντιμετώπισαν μαζί με μας με υπευθυνότητα,
αυτό το δύσκολο έργο το οποίο -ανεξάρτητα από την κλίμακά του- στόχευε να
προτείνει μέσα από διαδοχικές προσεγγίσεις κτίσματα που θα διερευνούν την ουσία
και την ποιητική διάσταση της
καθημερινής ζωής πέρα από τον σχεδιασμό και την κατασκευή καθιερωμένων στερεοτύπων.
Αρχιτέκτονες, ειδικοί μελετητές, σχεδιαστές και
μακετίστες, τεχνίτες, ιδιοκτήτες κατοικιών και υπεύθυνοι φορέων, διοικητικοί ή
τεχνικοί. Χωρίς όλους αυτούς το έργο που επιβραβεύετε σήμερα δεν θα ήταν το ίδιο.
Ας μας επιτραπεί, λοιπόν,
να τους ευχαριστήσουμε θερμά και από αυτήν τη θέση, μια και η τιμή ανήκει σε μεγάλο βαθμό και σε όλους αυτούς.
Για το επάγγελμα
του αρχιτέκτονα κρατώ από τη λέξη επάγγελμα, πέρα από τη σχέση της λέξης
με τον βιοπορισμό, την ετυμολογική καταγωγή της και τη συγγένειά της με το ρήμα
επαγγέλλομαι με το νόημα του υπόσχομαι: πρόκειται για τις προθέσεις και τις επιθυμίες μιας
αρχιτεκτονικής που με το κτισμένο έργο της προσβλέπει και υπόσχεται
μια νέα ποιότητα ζωής.
Καθώς οι λέξεις με προκαλούν σας θυμίζω ακόμα ότι και η επαγγελία λέξη
συγγενική με το επάγγελμα παραπέμπει στον τόπο που ελπίζομε ότι θα
εκπληρωθούν τα όνειρα μας.
Θα πρέπει, λοιπόν, και
πάλι να πούμε ότι η τιμή που αποδίδεται στο έργο μας από το τμήμα Αρχιτεκτόνων του
Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου μας συγκινεί και μας εμψυχώνει ιδιαίτερα αυτή την
εποχή της όχι μόνο οικονομικής κρίσης.
Ας επιμένουμε, λοιπόν, όσο κι αν οι καιροί είναι δύσκολοι, το οφείλουμε στην
πολιτισμική διάσταση της
αρχιτεκτονικής.
Μνήμες και καταγωγεσ
«Όσο για μας ήρθαμε πολύ
νωρίς και πολύ αργά.
Θα κάνουμε ότι πιο
δύσκολο και άδοξο: τη μετάβαση...»
«Για να κτίσεις κάτι που
θ’ αντέξει στο χρόνο χρειάζεται βάση σταθερή.
Το μέλλον μας βασανίζει
και το παρελθόν μας συγκρατεί.
Να γιατί μας διαφεύγει
το παρόν».
Γκουστάβ Φλωμπέρ
Σκοπός μου σ’ αυτήν τη σύντομη ομιλία δεν είναι να
ερμηνεύσω το έργο μας, αλλά να αναζητήσω την καταγωγή της κοινής μας πορείας σε
κάποιες μνήμες που μας οδήγησαν στη διατύπωση μιας «θεωρίας», εργαλείο
απαραίτητο για την «ποιητική» προσέγγιση της αρχιτεκτονικής.
Μας απασχόλησε ιδιαίτερα η αναζήτηση μέσα από το
έργο μας κάποιου «κοινού και κύριου» αρχιτεκτονικού λόγου, που προέκυψε από την αμοιβαιότητα του βλέμματος, από το
αδιάκοπο και επίμονο πήγαινε-έλα απόψεων, σκαριφημάτων, προπλασμάτων και
σχεδίων και από την προβολή και την εφαρμογή της «θεωρίας» στην πράξη –έργο
δύσκολο για τη συνήθως δύστροπη ελληνική πραγματικότητα.
Αναζητήσαμε, λοιπόν, κάποιους κατευθυντήριους
άξονες, οι οποίοι να αντέχουν και να προσαρμόζονται σε διαφορετικά προγράμματα
και δεδομένα: κλίμακας, τόπου, οικονομικών και κατασκευαστικών δυνατοτήτων.
Εκδρομή στη
Βόρειο Ελλάδα, 1956
Από αριστερά:
Παύλος Λουκάκης, Κώστας Φινές, Μαρία Μακρυνικόλα-Φινέ, Αντώνης Τρίτσης, Έφη
Τσαρμακλή-Βροντίση, Δημήτρης Αντωνακάκης, Σουζάνα Κολοκυθά-Αντωνακάκη, Γιώργος
Τριβιζάς
(από το αρχείο των Δ+Σ Αντωνακάκη)
(από το αρχείο των Δ+Σ Αντωνακάκη)
Τα σπουδαστικά μας χρόνια και η αρχή της «άσκησης»
του επαγγέλματος στα χρόνια του ’50 και του ’60 ήτανε μια ιδιαιτέρα δύσκολη
εποχή σε έναν τόπο που άλλαζε με αλματώδη ταχύτητα, τόσο κοντά σε μνήμες καταστροφών
και πολεμικής έξαρσης.
Τα τρυφερά παιδικά μας
χρόνια τα σκέπασε η βαριά σκιά του πολέμου, ο φόβος και η επιτακτική ανάγκη
προστασίας:
Το σπίτι μας δεν ήτανε
ασφαλές. Ο φόβος, ο τρόμος σε κάθε στιγμή παρών.
Η συσκότιση, ο συναγερμός
και τα καταφύγια, μνήμες πικρές της κατοχής.
Μετά τις χαρές της
απελευθέρωσης, ο φόβος απλώνεται και πάλι στην πόλη.
Ο εμφύλιος: Δεκέμβρης
του 1944. Τα σπίτια μας στη γραμμή του πυρός όλμοι και ριπές πολυβόλων δίπλα
μας, τζάμια σπασμένα, αδέσποτες σφαίρες και όλμοι, εκτελέσεις, οδοφράγματα από
κατεδαφίσεις σπιτιών στο κέντρο της Αθήνας.
Κι όμως, η γειτονιά, η
συντροφικότητα και το παιχνίδι άντεξαν ακόμα και σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς, μας παρηγορούσαν και
μας έδεναν με όσα μικρά και περασμένα αγαπήσαμε, έτσι όπως το γράφει ο ποιητής:.
“τα ωραία πολυσήμαντα
αυτάρκη
μέσα στην παραδεδεγμένη τους ασημαντότητα”
έτοιμα για το ποίημα
Γιάννης Ρίτσος
Η έξαρση της
οικοδομικής δραστηριότητας και η εξάπλωση του ιδιόρρυθμου συστήματος της
αντιπαροχής ήταν η απάντηση στις καταστροφές που προέκυψαν από τις
ιδιαιτερότητες της ελληνικής πραγματικότητας.
Η σταδιακή μεταμόρφωση της γνώριμης ελληνικής πόλης
με τα προάστια και τις εξοχές της είχε αναπόφευκτες
επιπτώσεις στην κλίμακα του χτισμένου περιβάλλοντος και στην ανατροπή της
οικειότητας της γειτονιάς –συνεκτικού στοιχείου της ανθρώπινης κοινότητας.
Η ποιότητα των χώρων της καθημερινής ζωής με τα
ημιτόνια και τους ενδιάμεσους χώρους με τις διαβαθμίσεις δημόσιου και ιδιωτικού
εξαφανίστηκε με τη μεταμόρφωση αυτή. Οι μνήμες, λοιπόν, μας προκαλούσαν -μακριά
από γραφικές αντιγραφές- στην όσο γίνεται πιο συστηματική διερεύνηση και
ερμηνεία προτάσεων, οι οποίες, προσαρμοσμένες στα νέα δεδομένα, να παραπέμπουν
σε χώρους που στέγασαν και τις πολύτιμες αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων, τις
μαγικές περιοχές του ανάμεσα: κήπους, υπόστεγα, στοές, χαγιάτια στεγαστά, πλατώματα, πλατείες, δρόμους και
αλάνες, χώρους διφορούμενους ανάμεσα στο ιδιωτικό
και το δημόσιο που προσφέρανε τις
προϋποθέσεις για διαφορετικές ερμηνείες, ανάλογα με την εποχή, την ώρα και τη συντροφιά
της γειτονιάς.
Η εμμονή στις προτεραιότητες του υπαίθρου, ή καλύτερα
στις ποιότητες του οριοθετημένου κενού, με τις διαβαθμίσεις του καλλιεργήθηκε
άμεσα ή έμμεσα από ορισμένους δασκάλους μας στη Σχολή Αρχιτεκτόνων της Αθήνας. Οφείλω,
ιδιαίτερα σήμερα, να αναφερθώ σε μερικούς από αυτούς.
ΟΙ ΔΑΣΚΑΛΟΙ
Ο Δημήτρης Πικιώνης, -ανεξίτηλη η ανάμνηση της
αισθαντικής παρουσίας του- και η στοχαστική στάση του απέναντι στο τοπίο.
Με το έργο του, γραπτό ή κτισμένο, έδωσε έμφαση
στην ιερότητα της αττικής γης και στον αναστοχασμό της παράδοσης, εφαρμόζοντας
τις απόψεις του στους δρόμους της Ακρόπολης και του Φιλοπάππου, με το collage υλικών κατεδαφίσεως από τα παλιά Αθηναϊκά σπίτια σε
συναρμογές με επιφάνειες μπετόν αρμέ.
Δημήτρης Πικιώνης, Πολυκατοικία στη Χέυδεν
Το υλικό αυτό -το μπετόν-, που έχει τόσο
κατηγορηθεί, το είχε ήδη αναδείξει ο Πικιώνης στην πολυκατοικία της Χέυδεν από
τα χρόνια του ’30, η παρουσία του όμως δίπλα στον Ιερό Βράχο ήτανε μια απόδειξη
ότι το κάθε υλικό διαθέτει ένα κρυφό ποιητικό δυναμικό κι αυτό που έχει
ιδιαίτερη σημασία είναι η ένταξη του στη σύνθεση: η πρόθεση, ο σκοπός του
δημιουργού: «η μέσα βλέψη», όπως
έγραψε ο Πικιώνης.
Ο ιδιόρρυθμος τρόπος εφαρμογής των αρμονικών
χαράξεων και της χρυσής τομής, από τον Δημήτρη Πικιώνη, στο σχεδιασμό και στους
αυτοσχεδιασμούς του, συμπληρώθηκε με τα μαθήματα του Νικολή Χατζηκυριάκου
Γκίκα, δάσκαλου μας στη ζωγραφική, ο οποίος έφερνε στη Σχολή την ατμόσφαιρα της
ευρωπαϊκής πρωτοπορίας στην τέχνη και τις αρχές του κυβισμού.
Ο Παναγιώτης Μιχελής
Ο Παναγιώτης Μιχελής: Η διδασκαλία του και τα
κείμενά του πλούτιζαν την σκέψη μας προς μια στοχαστική και ποιητική προσέγγιση
της αρχιτεκτονικής. Η θεωρητική του σκέψη μας οδηγούσε στη διερεύνηση της
άρρηκτης σχέσης ύλης και πνεύματος.
Ο Δημήτρης Φατούρος
Ο Δημήτρης Φατούρος εξ άλλου, νεαρός επιμελητής
τότε του Χατζηκυριάκου-Γκίκα, μας οδήγησε με το έργο και τη διδασκαλία του στη
σύνδεση της αρχιτεκτονικής με την ποίηση και με τις αποκαλυπτικές τότε για μας
θεωρίες του χώρου.
ο Νίκος Εγγονόπουλος
Η διδασκαλία και το έργο του υπερρεαλιστή ποιητή
και ζωγράφου Νικόλαου Εγγονόπουλου, μας άνοιξαν τους ορίζοντες προς
ανορθολογικές αναγνώσεις του χώρου και προς αναζητήσεις του νεωτερικού μέσα
στις παραξενιές του δημώδους.
Μας γοήτευαν και μας ξάφνιαζαν η ονειροπόλος
παρουσία του, ο αλλόκοτος και εύστοχος λόγος του στο μάθημα της Ιστορίας της
Τέχνης, η ονειρική ατμόσφαιρα της ποίησης του, εικόνες που παραπέμπουν στη
ζωγραφική του. Μας μιλούσε για το χρώμα και τη σύνθεση με την εξ επαφής σχέση
του ζωγράφου, αλλά και την ευαισθησία του ποιητή να μεταμορφώνει το κοινότοπο σε
αξιόλογο.
Ο James Speyer
Ο James Speyer, επισκέπτης καθηγητής στη σχολή, συνεργάτης του Μies van der Rohe στο I.I.T., μακριά
από δογματικές μεταφορές της διδασκαλίας του Mies, μας δίδαξε με συστηματικό και γόνιμο τρόπο:
Την οργάνωση
και τη γεωμετρία της κατασκευής
Την προτεραιότητα των αναλογιών και του
ρυθμού
Την χρήση του εμβάτη, του κανάβου αλλά και
των ελεγχόμενων παραβάσεών του.
Την εξαντλητική έρευνα των διαφορετικών εκδοχών, των εναλλακτικών προτάσεων και την άσκηση
κριτικής στο δικό μας έργο, πριν από την επιλογή της «λύσης». Αυτή η στάση
απέναντι στο έργο μας ήτανε μια μέθοδος
που πριμοδοτούσε την ποιότητα του έργου
σε σχέση με προσωπικές εμμονές που
προκύπτουν συχνά στην ομαδική δουλειά.
Μέσα από το βλέμμα του James Spayer, το βλέμμα
ενός ξένου, βλέπαμε με νέα ματιά τα καθημερινά και τα συνηθισμένα. Αυτή η αποξένωση που ζητάει και ο
Μπρεχτ από τους ηθοποιούς για το θέατρο,
μας οδήγησε στην αναζήτηση του οικουμενικού μέσα αλλά και πέρα από το τοπικό (regional).
Στα θέματα που δουλεύαμε με τον Speyer, το ύπαιθρο έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στη
σύνθεση. Βάση της διδασκαλίας του ο λόγος με τις διαφορετικές ερμηνείες του: λόγος-αιτία, ανάγκη, επιλογή,
αναλογίες, αφήγηση-πλοκή, με όρους αρχιτεκτονικούς.
Για τις διαλέξεις μας, ερευνητικές εργασίες όπως
λέτε σήμερα, τα θέματα τα οποία είχαμε επιλέξει ο Δημήτρης και εγώ, στο μάθημα
του Π. Μιχελή, καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τη θεωρητική βάση της αρχιτεκτονικής
μας.
Ο Δημήτρης διερεύνησε τους δρόμους, τα πλατώματα,
τις πλατείες, τις διαδρομές και την πλοκή τους με το οικοδομήματα στον οικισμό
της Ύδρας. Αναγνώρισε τη σημασία του δίδυμου φαινόμενου: κίνηση–στάση, με
αφετηρία το ύπαιθρο, την πλοκή κλειστού-ανοιχτού χώρου και της διαδρομής. Από
τότε εκτιμήσαμε το κατώφλι με το
κυριολεκτικό, αλλά το μεταφορικό του νόημα, ως στοιχείο μετάβασης που εκφράζει
τον τόπο συνάντησης και τη διττή σχέση δημόσιο-ιδιωτικό, την εισπνοή και την εκπνοή των οριακών
μεταβατικών χώρων, για να θυμηθούμε τον Aldo Van Eyck.
Η δική μου πρώτη επιλογή για το θέμα της διάλεξής μου
ήτανε οι πλατείες του Πηλίου. Ήθελα να μελετήσω τη σχέση του δημόσιου με τον
ιδιωτικό υπαίθριο χώρο, στα ενταγμένα στο μοναδικό θεσσαλικό τοπίο οικιστικά
σύνολα. Ο Π. Μιχελής όμως, θεώρησε το θέμα κατάλληλο για διδακτορικό και όχι
για φοιτητική διάλεξη, κι έτσι περιορίστηκα στον οικισμό της Μακρινίτσας.
ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ- ΔΙΑΔΟΧΙΚΑ ΚΑΤΩΦΛΙΑ
Αναζήτησα στα λαϊκά σπίτια και στα αρχοντικά την τυπολογία τους, με όλο τον πλούτο των
παραλλαγών, που συνέδεε τα οικοδομήματα με τη γη και τη φύση και αγκύρωνε τα σπίτια στον οικισμό.
Διερεύνησα τότε τις διαβαθμίσεις της ιδιωτικότητας
μέσα και έξω από τα κελύφη των κατοικιών και αναγνώρισα, στην επεξεργασία των
ορίων, την ποίηση που αναβλύζει από την αυθεντική γνώση του «κατοικείν».
Στην τυπολογία των σπιτιών ήταν κοινό
χαρακτηριστικό ο διπλός προσανατολισμός, η διαμπερότητα των ενδιάμεσων χώρων
ανάμεσα στα κλειστά δωμάτια. Ανακάλυψα ότι αυτές οι ανοιχτές στη θέα περιοχές
είναι ο τόπος όπου συνηχούν ο οίκος και ο κόσμος.
Μ’ αυτές τις μνήμες επιχειρήσαμε να αναδείξουμε κι
εμείς αργότερα στις δικές μας προτάσεις για το κενό, μέσα ή έξω από το στερεό
του κτίσματος, και να επεξεργαστούμε τα όρια και τη διάσχιση του, την κίνηση,
την οδό και τη στάση.
Από τα σπίτια και τα οικιστικά σύνολα που
μελετήσαμε τότε, η αλληλοδιείσδυση φύσης και κτίσματος ήτανε κοινό
χαρακτηριστικό. Μέσα από το φαινομενικά κλειστό και «τελειωμένο» στερεό -το
γεωμετρικά κλειστό περίβλημα- υπήρχε η ιδέα του ατέρμονος χώρου, όπως την
αναλύει ο Παναγιώτης Μιχελής στην
«Αισθητική της Βυζαντινής τέχνης». Είχαμε την τύχη να παρακολουθήσουμε από
τον ίδιο τη θεωρία του για τις επαλληλίες ενδιάμεσων ζωνών ικανού βάθους στη
βυζαντινή αρχιτεκτονική, οι οποίες με τις διαδοχικές διατρήσεις και την ιδιαίτερη επεξεργασία τους
οδηγούν το βλέμμα προς άπειρο.
Η συγκρότηση ενοτήτων του προγράμματος, που
προτείνουμε στα κτίσματα μας και τα παρεμβλήματα -ζώνες κατασκευής και
μετάβασης, διαδοχικά κατώφλια- που παραλαμβάνουν χαρακτηριστικά από τις
εκατέρωθεν περιοχές, οφείλει πολλά σ’ αυτά τα μαθήματα.
Από την προσαρμογή στα δεδομένα του εδάφους και από
τις ευρηματικές λύσεις στους δρόμους που μελετήθηκαν συστηματικά στον οικισμό
της Ύδρας, αναδύθηκε η ποιότητα της σύζευξης της αυστηρής γεωμετρίας και
ελεγχόμενης ελευθερίας και οι δυνατότητες αλλαγής κατεύθυνσης την οποία
αναλαμβάνουν οι αρθρώσεις, οι ενδιάμεσοι χώροι (πλατώματα ή στεγαστά), μάθημα
μοναδικό όταν αργότερα είχαμε να αντιμετωπίσουμε τις εγγενείς δυσκολίες των
μικρών και δύσκολων οικοπέδων, στα οποία αναλαμβάναμε να χτίσουμε κατοικίες ή
και μεγαλύτερα συγκροτήματα.
Θα έπρεπε, λοιπόν, ο ζωτικός ρόλος αυτών των
ενδιάμεσων περιοχών στις δικές μας προτάσεις να αναζητηθεί από την αρχή στην
κάτοψη και στην τομή, ώστε να μη προκύπτουν ως περισσεύματα του κτιριολογικού
προγράμματος. αλλά ως γενέτειρες της
σύνθεσης.
Το βαθύτερο νόημα της «κατοίκησης» και το ποιητικό
δυναμικό της αρχιτεκτονικής φωλιάζει ανάμεσα στο ανοιχτό, σε ερμηνείες και στο
οικείο κτισμένο περιβάλλον. Σ’ αυτήν την άποψη μας οδήγησαν οι μνήμες, τα μαθήματα των δασκάλων
μας, τα διαβάσματα, τα ταξίδια και ο ατέρμων διάλογος ανάμεσα μας για όλα αυτά.
ΕΞΟΔΟΣ
Ο Aldo Van Eyck
Ο Aldo Van Eyck σχεδίασε μια κοιλότητα με δύο αντικριστές
πλαγιές και ένα λόφο, και τα δύο με ανθρώπους καθισμένους να κοιτάζονται ή να
βλέπουν μακριά και εξηγεί το διφορούμενο
νόημα της εικόνας:
«Δύο είδη βλέμματος προς
τα μέσα και προς τα έξω... Λόφος και κοίλωμα, ορίζοντας και κέντρο οι άνθρωποι
τα μοιράζονται,/ και τα δυο τους συνδέουν και τα δυο τους θέλγουν. Ο άνθρωπος
είναι ταυτόχρονα εστραμμένος και προς το κέντρο και προς τον ορίζοντα...».
Αυτή η εικόνα, με όσα σχετικά υποστηρίζει ο Aldo Van Eyck, συνοψίζει τις σχέσεις που διαχειρίζεται η
αρχιτεκτονική: σχέσεις μεταξύ ουρανού και γης, μεταξύ των ανθρώπων που
«κατοικούν» στον ίδιο χώρο, αμοιβαιότητα των βλεμμάτων, ανάγκες συμβίωσης,
συντροφικότητας αλλά και στιγμές μοναχικής ζωής, αυτοσυγκέντρωσης, «ο ενικός και ο πληθυντικός αριθμός να
συνυπάρχουν», σε χώρους που προσφέρουν αυτές τις προϋποθέσεις.
Σχέσεις που αναφέρονται στο δημόσιο και στο
ιδιωτικό, στην κοινότητα των ανθρώπων, στην κατοικία και στην πόλη και ό,τι
αυτή φέρνει μαζί της, σε μια εποχή που διακυβεύεται και η ίδια η ύπαρξη της.
Το συμβολικό σχέδιο του Aldo Van Eyck παραπέμπει στην απόσταση, κρίσιμο θέμα
για κάθε αρχιτεκτονική χειρονομία. “Εγγύτητα και απομάκρυνση, υποδοχή και
κατευόδιο”. Γράφει ο M. Ponty: «Βλέπω σημαίνει είμαι σε απόσταση. Η
απόσταση αφαιρεί, αλλά και η απόσταση φορτίζει τη μνήμη...».
Οι δικές μας αρχιτεκτονικές προτάσεις ακουμπάνε σε
μνήμες μακρινές. Η απόσταση τις βοηθάει και η αφαίρεση τις μετασχηματίζει σε
νέες κάθε φορά αφηγήσεις. Στις δύσκολες
εποχές που περνάει ο πολιτισμός μας μένει σταθερή η επιθυμία με τα μέσα που
διαθέτει η αρχιτεκτονική να μεταμορφώνουμε την καθημερινότητα και να τη φωτίζουμε
με το ποιητικό δυναμικό που παραλάβαμε από τη φύση, την πόλη και τους ανθρώπους
που αγαπήσαμε..
Σας ευχαριστώ.
Σουζάνα Αντωνακάκη
Σουζάνα Αντωνακάκη
Στο περιθώριο
της εκπαίδευσης των Αρχιτεκτόνων
Διδάσκων και Διδασκόμενος
του Δημήτρη Αντωνακάκη
Θεωρώ μεγάλη τιμή που
μου δίνεται η ευκαιρία να ευχαριστήσω τη διοίκηση του Δημοκρίτειου
Πανεπιστήμιου που απεδέχθη την πρόταση του τμήματος Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστήμιου
να απονείμει τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορος σε δύο μαχόμενους αρχιτέκτονες.
Με ιδιαίτερη ικανοποίηση
εκφράζω τις ευχαριστίες μου προς τον πρόεδρο του τμήματος Πάνο Κόκορη, τον καθηγητή Δημήτρη
Πολυχρονόπουλο και προς όλους όσους είχαν την ευγένεια να σκεφτούν και να προτείνουν
αυτήν την τιμητική διάκριση για το έργο μας. Τιμητική όχι μόνο για μας, αλλά
για όλους τους μαχόμενους Αρχιτέκτονες, διάκριση αναγνώρισης των καθημερινών
προσπαθειών τους από την ακαδημαϊκή κοινότητα.
Μιλώ για αυτούς τους
Έλληνες αρχιτέκτονες που αγωνίζονται μακριά από βεβαιότητες να πείσουν την ανθρώπινη
κοινότητα που μας περιβάλλει για μια σειρά από θέματα που μπερδεύονται στο έργο
μας και το κάνουν γοητευτικό, απρόβλεπτο και ταυτόχρονα βασανιστικό, όπως είναι
και η ίδια η ζωή.
Είναι αυτούς τους
αρχιτέκτονες που ενθαρρύνετε σήμερα αποφασίζοντας να τιμήσετε το δικό μας έργο.
Αυτούς βοηθάτε για να επιβιώσει το υπό εξαφάνιση είδος τους. Το είδος αυτών των
αρχιτεκτόνων που επιμένουν να σκέπτονται όχι μόνο ΓΙΑΤΙ θα πρέπει να ασχοληθούν
με το κάθε τι που χτίζεται, αλλά και για το ΠΩΣ θα πρέπει να ενεργήσουν για να
μην καταστραφεί ό,τι έχει απομείνει αλώβητο σ’ αυτήν την πανέμορφη χώρα που έτυχε
να ζούμε και η οποία απαιτεί την αμέριστη φροντίδα μας για κάθε τεχνική παρέμβαση
στην επικράτειά της.
Με την
απόφασή σας να τιμήσετε σήμερα το έργο μας, ενισχύετε αυτή τη μειοψηφία που πιστεύει ότι το να εκπλήσσεις είναι σχετικά
εύκολο, ενώ το να πείσεις είναι πολύ δύσκολο και παρόλα αυτά επιμένει,
εισπράττοντας τη γενική αδιαφορία κράτους και συμπολιτών.
Αυτούς τους αρχιτέκτονες
που επιδιώκουν το έργο τους να συμβάλλει στις εξελίξεις της Αρχιτεκτονικής
σκέψης στη χώρα μας -και όχι μόνο- και να αποτελέσει ίσως χρήσιμο εκπαιδευτικό
υλικό, εμπειρία για ακαδημαϊκή συζήτηση και εκπαιδευτική διερεύνηση.
Σας ευχαριστούμε, λοιπόν,
θερμά και από μέρους αυτής της μειοψηφίας που επιμένει να πιστεύει ότι η
αρχιτεκτονική είναι κατ’ εξοχήν μια πράξη πολιτισμού, μια πράξη αγνοημένη από
την επίσημη πολιτεία που αντιμετωπίζει τους Έλληνες αρχιτέκτονες ως
κερδοσκόπους εργολάβους και όχι ως ανήσυχους πνευματικούς ανθρώπους, υπεύθυνους
πολίτες μιας ανθρώπινης κοινότητας που τους αγνοεί, αντί να τους αξιοποιεί, για
να διεκδικήσει μαζί τους ένα καλύτερο αύριο.
Ας είναι...
Για να μην επαναλάβω, λοιπόν,
με άλλα λόγια όσα με τον καλύτερο και πειστικότερο τρόπο ανέφερε ήδη η Σουζάνα,
θα περάσω σε μια άλλη πλευρά των κοινών μας απόψεων.
1.
Η Αρχιτεκτονική
είναι κατ’ εξοχήν η τέχνη της συνέχειας, καθώς περιέχει όλη την προηγούμενη
εμπειρία. Κάθε αρχιτεκτονικό έργο είναι μια απάντηση στα έργα που έχουν
προηγηθεί και ένας πρόλογος για τα μελλοντικά έργα.
Όμως η
επικαιρότητα «απωθεί το παρελθόν πέρα απ’ τον ορίζοντά μας και περιορίζει τον
χρόνο μόνο στο παρόν δευτερόλεπτο», φτωχαίνοντάς μας απερίγραπτα, καθώς στερούμαστε
τη δυναμική αυτής της συνέχειας.
Σε μια
εποχή, όπως η σημερινή, όπου σ’ ολόκληρο τον κόσμο υμνείται το αλλόκοτο, το
απόκοσμο, το μυστηριώδες, το παράξενο και εν τέλει το διαφορετικό, εγώ θα ήθελα
σήμερα να σας μιλήσω στο λίγο χρόνο που μου αναλογεί
για τη συνέχεια που απωθείται από τη μόδα και
την επικαιρότητα,
για την
πολυπλοκότητα που ελαχιστοποιείται κάτω από τη βιασύνη και την προκύπτουσα απλοϊκή
σκέψη που απαιτεί η εποχή μας,
για την αξία
της διαμονής και την οργάνωση του χώρου που της αναλογεί,
για την
κίνηση που σχεδιάζεται διαγραμματικά, αδιαφορώντας για τις εικόνες που μπορεί
να αποκαλύψει μια περιήγηση και τις οικείες γωνίες που μπορεί να δημιουργήσει,
για τα καθιερωμένα στερεότυπα που έχουν προκύψει διευκόλυνσης
των συναλλαγών, απαγορεύοντας την αναδιάταξη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο
χώρο που κάθε σοβαρή μελέτη αρχιτεκτονικής πρότασης απαιτεί.
Για αυτήν τη
συνέχεια μιλώ που θεμελιώνει τις γενικές αρχές που μας στηρίζουν, απέναντι στις
θυελλώδεις επιδρομές μιας σειράς από αστόχαστες βεβαιότητες που συχνά, όπως
γράφει ο Μάιτερλινκ, «επιτρέπουν στους
ανόητους να μην έχουν αμφιβολίες και στους σοβαρούς να μην μπορούν να διστάσουν
και να σκεφτούν».
Αυτές τις αρχές
που εκκινούν από μια προσήλωση στις ανθρώπινες αισθήσεις που εξελίσσονται αργά,
παραμένοντας πάντα στην κλίμακα του ανθρώπου και προσδίδουν αξία στην ανθρώπινη
κίνηση, το ρυθμό, τη σχέση με τον υπαίθριο χώρο, τη σχέση με το χρόνο και την
οργάνωση των καθημερινών δραστηριοτήτων.
Αρχές που επιζητούν
λύσεις χωρίς υπερβολές με τα μέσα που η ανθρώπινη κοινότητα διαθέτει, με την τρέχουσα
κατασκευή και την επικρατούσα τοπική τεχνολογία, τις επινοήσεις των ικανών και
ευρηματικών μαστόρων -που πάντα υπάρχουν- και την ενσωμάτωση σε αυτήν, με
προσοχή και με τις απαραίτητες στοχαστικές προσαρμογές των νέων τεχνολογικών
εξελίξεων που μας κατακλύζουν από τις διεθνείς βιομηχανίες.
Κι όλα αυτά,
επιχειρώντας να κρατήσουμε το νήμα που έρχεται από παλιά και που οφείλουμε να
το πάμε παρακάτω, να το παραδώσουμε σ’ αυτούς που έρχονται για να κάνουν κι αυτοί
με τη σειρά τους το ίδιο.
Για αυτήν τη
συνέχεια μιλώ, για τη ζωντανή παράδοση, που δεν σημαίνει στασιμότητα, αλλά
γνώση της πραγματικότητας, και απαιτεί τολμηρές προτάσεις βελτίωσής της με
προσεκτικά βήματα, με μια διαδικασία που θα βοηθήσει στην κριτική αναβάθμιση
της σημασίας των αρχών και των αξιών που έχουν φθάσει σε μας όχι διακόπτοντάς, αλλά
εξελίσσοντάς τις.
Για αυτήν
την πραγματική ΠΑΡΑΔΟΣΗ μιλώ που φθάνει μέχρι τα χθεσινά επιτεύγματα του 20ου
αιώνα, η οποία προϋποθέτει τη συνέχεια και για την οποία έγραφε ο Στραβίνσκι πριν από 70
χρόνια ότι:
«δεν έχει σχέση με τα λείψανα του παρελθόντος
που παρήλθαν ανεπιστρεπτί», την παράδοση που «είναι η ζωντανή δύναμη που
εμψυχώνει το παρόν».
ο Alvaro Siza
2.
Ένας εξαιρετικός
σύγχρονος Αρχιτέκτονας, Πορτογάλος, ο Alvaro Siza, διατύπωσε μ’ έναν εξαιρετικά
εύγλωττο τρόπο την παράδοξη σχέση της εκπαίδευσης των Αρχιτεκτόνων με εκείνη
των ανθρωπιστικών επιστημών και των τεχνολογικών σχολών σήμερα, μέσα σ’ αυτή τη
δίνη των βεβαιοτήτων, όντας όμως ο ίδιος καθηγητής και μαχόμενος αρχιτέκτων, κι
αυτό έχει κάποια σημασία.
Ακούστε τι έχει γράψει :
«Αναπτύσσω την άποψη ότι ο Αρχιτέκτονας είναι
ένας ειδικός της μη ειδικότητας. Το κτίριο εμπεριέχει τέτοιο πλήθος στοιχείων, τόσο
πολλές τεχνικές και απαιτεί την επίλυση τόσο διαφορετικών προβλημάτων, ώστε είναι
αδύνατον να ελέγχει κανείς όλες τις απαιτούμενες γνώσεις. Αυτό που απαιτείται
είναι μια ικανότητα να διασυνδέει κανείς τα διάφορα στοιχεία και ειδικότητες.
Οι Αρχιτέκτονες πρέπει να έχουν μιά ευρύτητα
εποπτείας και να μην εξαναγκάζονται σε συγκεκριμένες γνώσεις, ώστε να έχουν την
ικανότητα να συνδέουν τους διάφορους παράγοντες και να διατηρούν τη συνθετική
αντίληψη του μη ειδικού. Μ’ αυτή τη έννοια ο αρχιτέκτων είναι ανίδεος, αλλά
είναι ικανός να συνεργάζεται με πολλούς ανθρώπους και να συντονίζει την
ενσωμάτωση σε ένα έργο ενός απέραντου αριθμού παραγόντων...».
Και
συνεχίζει ο Siza: «όταν λέγω ότι ο Αρχιτέκτων είναι ανίδεος, οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι δεν
μπορούν να το αποδεχθούν ούτε σαν ειρωνεία. Διότι αν στην παράταξη των σεβαστών
και παραδοσιακών επιστημονικών κλάδων, ο ένας από αυτούς είναι ανορθόδοξος,
απειλείται ολόκληρη η δομή του Πανεπιστήμιου».
Μια
παρόμοια, σοφή από μιαν άποψη, αλλά και χαριτωμένα ανατρεπτική λογική, παρουσιάζει
ανάγλυφα τη διαρκή ανάγκη επαναπροσδιορισμού και αναμόρφωσης των αρχιτεκτονικών
σπουδών ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν ψύχραιμα τις απίστευτες εξελίξεις της
τεχνολογίας –θετικές και αρνητικές-, διατηρώντας ταυτόχρονα τον σεβασμό στο
φυσικό περιβάλλον και άρρηκτους δεσμούς με την εξελισσόμενη ανθρώπινη
συμπεριφορά.
Ίσως αυτά τα
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εκπαίδευσης του αρχιτέκτονα που περιγράφει ο Siza είναι ο
λόγος που είναι δύσκολο να αντιληφθεί -χρόνια τώρα- το υπουργείο Παιδείας τις
ιδιαιτερότητες των αρχιτεκτονικών Σπουδών.
φωτογραφία Γιώργου Βασιλάκη
3.
Είχα την
τύχη να διδάξω –διδασκόμενος- πάνω από 35 χρόνια σε αρχιτεκτονικές σχολές στην
Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Όλα αυτά τα
χρόνια έκανα πολλούς φίλους, δασκάλους και φοιτητές, που μου έμαθαν πολλά.
Παρόλα αυτά,
καθώς ποτέ δεν πέρασα στο χώρο των καθηγητών στην Ελλάδα, παρά μόνο ως «επισκέπτης»
καθηγητής, είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω από μια σχετικά βολική απόσταση
την οργάνωση των σπουδών που είχαν αποδεχθεί και, όπως συνήθως, «όποιος είναι
έξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια ξέρει», έτσι κι εγώ μπορούσα να ονειρεύομαι
πολλές αλλαγές αναθεωρώντας και καταργώντας διάφορα, «που όμως δύσκολα τα
καταργεί κανείς», όπως γράφει ο ποιητής.
Σε αυτά τα
όνειρα, αμφισβητώντας ότι το σήμερα είναι κατ’ ανάγκην καλύτερο από το χθες,
κατέληγα πάντα στο συμπέρασμα πως για να προσεγγίσει ο αρχιτέκτων τη δημιουργική πράξη οφείλει να μάθει, εκτός
από την αναζήτηση και την επεξεργασία της δομής των έργων, των κανόνων της
σύνθεσης, και τη γνώση της κατασκευής, πρέπει να μάθει ακόμα τη διαχείριση και
την οργάνωση του άυλου, και ιδιαίτερα σημαντικού, υλικού της Αρχιτεκτονικής που
πρέπει να είναι, επίσης, αντικείμενο των αρχιτεκτονικών σπουδών.
Υλικό άυλο σε
μεγάλο βαθμό, καθώς αναφέρεται σε αναλογίες και σε ποιότητες πολιτισμού που
έχουν σχέση με τις ανθρωπιστικές επιστήμες και τις ανθρώπινες σχέσεις.
Όπως κάθε
τέχνη και η αρχιτεκτονική πρέπει να καλλιεργεί την πολυπλοκότητα. Πρέπει κάθε
στιγμή να μας υπενθυμίζει ότι τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα απ’ όσο
φαίνονται, απ’ όσο νομίζουμε. Κι αυτή η στάση απέναντι στα πράγματα απαιτεί
κόπο και προσπάθεια και από τη μεριά του αρχιτέκτονα αλλά και από την μεριά του
πολίτη, του κάτοικου. Κι αυτό στην εποχή μας καθίσταται ανέφικτο, καθώς η
απαίτηση γρήγορων και –άρα αναγκαστικά- απλουστευτικών απαντήσεων, σχεδόν
καταργεί και αποκλείει εκείνα τα ερωτήματα που είναι σύμφυτα με τη στοχαστική
αντιμετώπιση της ζωής.
Η
Αρχιτεκτονική στηρίζεται σ’ ένα στοχαστικό σύστημα και μια οργανωμένη σκέψη. Χωρίς
αυτά το κτίσμα δεν έχει καμιά υπόσταση ως τέχνη, και η απαίτηση για την
ανάπτυξή της προϋποθέτει ένα περιβάλλον πολιτισμού που οφείλει να διασφαλίζει η
ανθρώπινη κοινότητα.
Το πρόβλημα που
μας τίθεται δεν είναι να προβλέψουμε το μέλλον, αλλά να προετοιμαστούμε για να
το αντιμετωπίσουμε.
Ίσως και γι’
αυτό το λόγο η αρχιτεκτονική είναι μια δοκιμασία. Μια δοκιμασία για τον
αρχιτέκτονα, αλλά και για τον πολίτη, για τον μελλοντικό κάτοικο του οποίου την
ομαλή ένταξή σε ένα καινούργιο τόπο με καινούρια δεδομένα επιδιώκει ο αρχιτέκτων.
Δεν έρχεται κανείς
με έτοιμες ιδέες σ’ έναν τόπο για να χτίσει. Έρχεται μ’ ένα ήθος και μια
κατακτημένη συμπεριφορά που προέρχεται από την παιδεία του και ακτινοβολεί την
καλλιέργειά του. Έρχεται με την πρόθεση να προσαρμοστεί στον τόπο δυναμικά. Να εντοπίσει
τα χαρακτηριστικά του και να υπογραμμίσει ή να υποβαθμίσει ορισμένα απ’ αυτά.
Δεν έρχεται κανείς
για να επαναλάβει όσα ήδη ξέρει. Έρχεται γεμάτος περιέργεια για τα απρόβλεπτο,
τα αναπάντεχο, γι’ αυτό πρέπει να είναι ανοιχτός. Έτοιμος για όλα.
Γνωρίζουμε
ότι η συνθετική διαδικασία επίλυσης κάθε θέματος είναι μια δοκιμασία
προσαρμογών:
Προσαρμογή
στον τόπο
Προσαρμογή
στην κατασκευή, στην τεχνολογία του τόπου και την εποχή
Προσαρμογή στην καθημερινότητα του μελλοντικού
κάτοικου καθώς οργανώνει τις μελλοντικές του εμπειρίες.
Για όλα αυτά
απαιτείται από τον αρχιτέκτονα φοιτητή η επίμονη δοκιμή διαφορετικών προσεγγίσεων.
Επιβάλλεται η εξαντλητική διερεύνηση των παραλλαγών της κάθε πρότασης. Οφείλονται
αλλεπάλληλες σχεδιάσεις και κατασκευές μοντέλων για την επεξεργασία των
προτάσεων προκειμένου να επιλεγεί κάθε φορά η προσφορότερη.
Αυτή η κοπιώδης
διαδικασία απαιτεί ήρεμο εκπαιδευτικό κλίμα για να φέρει αποτελέσματα. Ειλικρινή
προσωπικό διάλογο ανάμεσα στον δάσκαλο και τον φοιτητή. Απαιτεί κατάθεση της
απαραίτητης εμπιστοσύνης ανάμεσά τους.
Όλα αυτά, με
λίγα λόγια, απαιτούν χρόνο και δασκάλους αφοσιωμένους. Χρόνο που οφείλουμε να
δώσουμε στους φοιτητές για να πολιορκήσουν, μαζί με τους έμπειρους δασκάλους
τους, τα συγκεκριμένα προβλήματα που τους δίδονται, αλλά και για να θίξουν τα
γενικότερα προβλήματα που αναδύονται από τον τόπο στον οποίο θα «εγκαταστήσουν»
τις κατασκευές τους και από την ανθρώπινη κοινότητα με την οποία θα συνεργαστούν,
αναγνωρίζοντας τα χαρακτηριστικά της, τους κανόνες και τους νόμους που την
συγκροτούν, ώστε να αποκτήσουν συνείδηση των υποχρεώσεών τους.
4.
Αλήθεια όμως... Πώς ο φοιτητής θα γίνει συνειδητός
αρχιτέκτονας, συνειδητός πολίτης;
Πώς θα
αντιληφθεί τις συνέπειες που έχει για την απαραίτητη προσωπική του καλλιέργεια:
ο πλούτος των εμπειριών του, η καταγραφή στα βάθη της συνείδησής του κάποιας παράστασης
ή κάποιας εικόνας, κάποια διαβάσματα ή ακούσματα και πόσο απαραίτητα είναι όλα αυτά
για την προσωπική του θωράκιση.
Πώς θα τον
πείσετε ότι δεν ήρθε ακόμα η ώρα της προσωπικής του έκφρασης, ότι προηγείται η
σοβαρή μελέτη εκείνου που προϋπήρχε, όχι ως συνταγή εφαρμογής, αλλά ως μελέτη και
αφομοίωση ενός πλούσιου αρχείου, όχι για να διαχωρίσει και να πετάξει, αλλά να
συσχετίσει και να ενσωματώσει;
Πώς θα τον
πείσετε ότι πρέπει ν’ ακούσει κι άλλους, εκτός από εσάς τους ίδιους, για να
διαμορφώσει χωρίς βιασύνη το δικό του βηματισμό, την προσωπική του καλλιέργεια;
Πώς θα τον
πείσετε ότι το εντυπωσιακό αντιστρατεύεται την κατανόηση όλων αυτών; Ότι η
εφευρετικότητα καλλιεργείται με την μαθητεία πάνω στους θησαυρούς που έφθασαν
ως εμάς;
Πώς θα τον
πείσετε ότι πρέπει να μάθει «να βλέπει ό,τι
βλέπει», όπως έλεγε ο Le Corbusier κι ακόμα ότι «θα
πρέπει να μιλά γι΄ αυτά που βλέπει» και ν’ αγωνίζεται για αυτά που πιστεύει,
αλλά με σωφροσύνη και ψυχραιμία και «σεβασμό
ως δικαίωμα υποχρεώσεως», όπως γράφει ο Βασίλης Παπαβασιλείου.
Και όλα αυτά
πως θα τα μεταδώσετε στις λίγες ώρες που βρισκόσαστε μαζί, αν όχι με το δικό
σας παράδειγμα; Με το κουράγιο και το πείσμα σας για το καλύτερο, με την
ποιότητα του δικού σας έργου, κόντρα στις δυσκολίες και τις γραφειοκρατικές ανοησίες
που δεν ελέγχουμε και ίσως μόνο το Πανεπιστήμιο θα μπορούσε να εκλογικεύσει;
Κι ακόμα, εμείς
και οι αυριανοί αρχιτέκτονες που εσείς θα έχετε εκπαιδεύσει:
Πώς θα
μετατρέψουμε τον αδιάφορο πολίτη σε έναν επαρκή κάτοικο;
Πώς θα τον
ξεκολλήσουμε από τα στερεότυπα, ώστε οι νέοι αρχιτέκτονες να μπορέσουν ευκολότερα
από εμάς να συνεννοηθούν για την αναβάθμιση του περιβάλλοντος;
Πώς θα τον
πείσουμε ότι η απόρριψη της ομοιομορφίας και η άρνηση της «στολής» είναι μια
επιλογή που ξεκινά από την αμφισβήτηση της έτοιμης συνταγής, από την αμφιβολία
για τη βεβαιότητα του καθολικού που επιβάλλεται από τη μόδα, μέσα από τα
περιοδικά και τις δογματικές θεωρητικές προσεγγίσεις, που φθάνουν σε μας με την
αίγλη της αυθεντίας και το αναντίρρητο των απόψεών της;
Πώς θα συγκροτήσουμε
απάντηση σε αυτά και άλλα τόσα αναπάντητα ερωτήματα;
Η δική σας
επισήμανση σήμερα, με την τιμητική διάκριση στα πρόσωπά μας, συμβάλλει στην
αναγνώριση κάποιων έργων, τα οποία παρ’ όλο που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο ενός
παράλογου κόσμου και με αυτές τις ελάχιστες δυνατότητες που η ίδια η κοινότητα
προσφέρει, ξεχώρισαν κι έγιναν γνωστά στον ευρύτερο Αρχιτεκτονικό κόσμο.
Πιθανόν αυτό
το γεγονός, κι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, δίνει κάποιες απαντήσεις σε κάποια
από τα παραπάνω ερωτήματα. Ίσως γιατί πρόκειται για έργα που διακρίθηκαν όχι
για το μέγεθός τους, την πολυτέλειά τους ή την πρωτοτυπία τους, αλλά για τη
συνέπειά τους σε κάποιες σύγχρονες αρχές και στον σεβασμό με τον οποίο ενσωματώθηκαν
σε αυτά κάποια στοιχεία που αφομοιώθηκαν από τα περασμένα μιας παράδοσης
προσαρμοσμένης στα απαραίτητα: στον Τόπο και στον Άνθρωπο.
Αυτό το
γεγονός ενθαρρύνει όλους εκείνους που επιμένουν -μαζί κι εμάς-, να συνεχίσουμε.
Για αυτή σας
τη συμβολή ευχαριστούμε θερμά.
Δημήτρης Αντωνακάκης
To φωτογραφικό υλικό της Τελετής παραχωρήθηκε ευγενικά από την Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, της Πολυτεχνικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης
Από τον Τάσο Κωτσιόπουλο έλαβα το ακόλουθο σχόλιο:
Γιώργο, καλημέρα
Ωραία τα αφιερώματά σου στους επίτιμους διδάκτορες και είναι πολύ χρήσιμο που παραθέτεις ολόκληρες τις ομιλίες τους.
Με την ευκαιρία, σου στέλνω και τον πλήρη κατάλογο των επιτίμων διδακτόρων της Αρχιτεκτονικής Σχολής του ΑΠΘ, από συστάσεώς της μέχρι σήμερα.
PIERO GAZZOLA
ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΡΑΥΛΟΣ
ΑΡΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ
ΝΙΚΟΣ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΣ-ΓΚΙΚΑΣ
NΙΚΟΣ BAΛΣAMAKHΣ
ΑΡΙΣΤΟΜΕΝΗΣ ΠPOBEΛEΓΓIOΣ
MARIO BOTTA
ROBERTO DI STEFANO
HALUK SEZGIN
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΝΕΛΗΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΤΟΜΠΑΖΗΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΤΩΝΑΚΑΚΗΣ
ΣΟΥΖΑΝΑ ΑΝΤΩΝΑΚΑΚΗ
ΟΡΕΣΤΗΣ ΔΟΥΜΑΝΗΣ
Πολλούς χαιρετισμούς
Τάσος Κωτσιόπουλος
No comments :
Post a Comment