Monday, December 16, 2024



ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΝΔΙΝΟ Νο 34

  ΒΡΑΒΕΙΟ TURNER 2024

 Υποψηφιότητες 
και το βραβείο
________________

Παναγιώτης Πάγκαλος:
Για την ενίσχυση της αξιοκρατίας



Η πρόσφατη απονομή του φετινού σημαντικότερου εικαστικού βραβείου TURNER της Μεγάλης Βρετανίας, στις 3 Δεκεμβρίου 2024, στην Τζασλίν Καούρ, είχε μια διεθνή απήχηση, δημοσιεύτηκε με έμφαση και στις ελληνικές εφημερίδες και παράλληλα μου κίνησε το ενδιαφέρον, μια και λίγες ημέρες πριν είχα την ευκαιρία να επισκεφτώ την έκθεση στην Tate Britain, με τα έργα των τεσσάρων υποψηφίων.

Το Turner Prize, ένα από τα πιο γνωστά και σεβαστά βραβεία στον κόσμο της τέχνης. Ιδρύθηκε και απονεμήθηκε για πρώτη φορά το 1984 από μια ομάδα που ονομάζεται Patrons of New Art υπό τη διεύθυνση του Alan Bowness και πήρε το όνομα του Άγγλου ζωγράφου J.M.W. Turner, γνωστού για τις εκπληκτικές του εικόνες και την επιρροή του στη σύγχρονη τέχνη. Δημιουργήθηκε για να ενθαρρύνουν το ευρύτερο ενδιαφέρον για τη σύγχρονη τέχνη και να βοηθήσουν τον Tate να αποκτήσει νέα έργα. Θεώρησαν ότι η Βρετανία θα έπρεπε να έχει το δικό της βραβείο για τις εικαστικές τέχνες, ισοδύναμο με το Βραβείο Booker Μπούκερ.

Το βραβείο Turner απονέμεται σε Βρετανό καλλιτέχνη. Ο όρος «Βρετανός» μπορεί να σημαίνει έναν καλλιτέχνη που εργάζεται κυρίως στη Βρετανία ή έναν καλλιτέχνη που γεννήθηκε στη Βρετανία και εργάζεται παγκοσμίως. Υπάρχει μια ανεξάρτητη επιτροπή κριτών κάθε χρόνο με διευθυντές γκαλερί, επιμελητές, κριτικούς και συγγραφείς. Παρόλα αυτά έχει παραμένει ένα αντικείμενο αμφισβήτησης και συζήτησης, καθώς συνεχίζει να προωθεί την κοινωνική και πολιτιστική συζήτηση γύρω από τη σύγχρονη βρετανική τέχνη. Σύμφωνα με τους Times θεωρείται ως «βραβείο της Ντροπής».

Στην συνέχεια θα παρουσιάσω υλικό από τις εκθέσεις των υποψήφιων και συγκεκριμένα των Πιό Αμπάντ, Κλοντέτ Τζόνσον, Ντελάιν Λε Μπας, ξεκινώντας με την Τζασλίν Καούρ, που πήρε το βραβείο.

JASLEEN KAUR


Τζασλίν Καούρ

Η Τζασλίν, που παρέλαβε το βραβείο φορώντας ένα φουλάρι με τα χρώματα της Παλαιστίνης, ζει και εργάζεται στο Λονδίνο, γεννήθηκε στη Γλασκώβη το 1986. Η εγκατάστασή της τίτλο «Alter Altar», έχει αναφορές στην παιδική της ηλικία και στα βιώματά της στην κοινότητα των Σιχ, και εξερευνά πώς η συλλογική μνήμη είναι διαστρωμένη στα αντικείμενα και τις τελετουργίες που μας περιβάλλουν.


Μπαίνοντας στην αίθουσα της  Tate Britian, μας υποδέχεται ένα τεράστιο ψεύτικο χαλί Axminster κάτω από μια ανηρτημένη ψευδοροφή, που απεικονίζει μια εκτεταμένη εικόνα του ουρανού που τραβήχτηκε στο Pollokshields της Γλασκώβης, όπου είναι σκορπισμένα κασέτες, θρησκευτικές εικονογραφίες, νύχια βαμμένα με κουρκουμά, μία αθλητική φόρμα, πολιτικά φυλλάδια και αυτοκόλλητα.


Στο πάτωμα, μαζί με ένα αυτοματοποιημένο αρμόνιο με αποικιακές ρίζες, που εκπέμπει ένα παράφωνο βουητό, εκτίθενται εικόνες διαμαρτυρίας, που περιγράφονται από την Kaur ως «αντι-εικόνες» που στοχεύουν να διαλύσουν τους μύθους γύρω από το σημείο που βρίσκεται η αλληλεγγύη.


Στο βάθος, κουδουνάκια λατρείας, ενταγμένα σε επιτραπέζιες γλυπτικές συνθέσεις χεριών, που ακουμπούν σε ένα λαμπερό σατέν λιλά ύφασμα μας αιφνιδιάζουν.




Η οικογένεια είναι παρούσα στο έργο της Kaur, με το εμβληματικό vintage Ford Escort, κεντρικό θέμα της εγκατάστασης, καλυμμένο με ένα υπερμέγεθες κυκλικό πετσετάκι που παραπέμπει στα ελληνικά σεμεδάκια που είναι πλεγμένα με βελονάκι.


Αναφορά στο πρώτο αυτοκίνητο του πατέρα της που ήρθε μετανάστης στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και σε όλο τον ινδικό πληθυσμό που μετανάστευσε για να εργαστεί σε βρετανικά εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας. Ένα έργο όπου μουσική αντηχεί, μέσα από το ηχοσύστημα του αυτοκινήτου, και παραπέμπει σε οικογενειακές διαδρομές σε συνδυασμό με τις οικογενεικές φωτογραφίες εγκιβωτισμένες σε ρητίνη.


Παραθέτω στη συνέχεια τις τρεις υποψηφιότητες που είχε επιλέξει η κριτική επιτροπή.



PIO ABAD 


Στην πρώτη αίθουσα ο Φιλιππινέζος καλλιτέχνης Pio Abad, προβάλει την κουλτούρα και την ιστορία των Φιλιππίνων, εξερευνώντας την πολιτιστική απώλεια και τις αποικιακές ιστορίες, με σχέδια, χαρακτικά και γλυπτά που απεικονίζουν και μεταμορφώνουν αντικείμενα από βρετανικά μουσεία. 

For the Sphinx, 2023


Giolo’s Lament, 2023, Χαράξεις με laser, σε πλάκες μαρμάρου



Ο Abad γεννήθηκε στη Μανίλα το 1983. Ζει και εργάζεται στο Λονδίνο. Είναι υποψήφιος για την ατομική του έκθεση στο They Sitting in Darkness στο Ashmolean Museum της Οξφόρδης. Η κριτική επιτροπή επαίνεσε την ακρίβεια, μια κομψότητα με την οποία ο Abad συνδυάζει την έρευνα με νέα καλλιτεχνική δουλειά για να θέσει ερωτήσεις στα μουσεία. Παρατήρησαν τόσο την ευαισθησία όσο και τη σαφήνεια με την οποία φέρνει την ιστορία στο παρόν.

DELAINE LE BAS


Η Delaine Le Bas μεταμορφώνει το περιβάλλον της σε μνημειώδη καθηλωτικά περιβάλλοντα γεμάτα με ζωγραφισμένα υφάσματα, θεατρικά κοστούμια και γλυπτά. Η τέχνη της βασίζεται στην πλούσια πολιτιστική ιστορία του λαού των Ρομά και τις μυθολογίες, εστιάζοντας σε θέματα θανάτου, απώλειας και ανανέωσης.








CLAUDETTE JOHNSON


Η Claudette Johnson δημιουργεί εντυπωσιακές εικόνες μαύρων γυναικών και ανδρών, χρησιμοποιώντας παστέλ, γκουάς, λάδι και ακουαρέλα. Τα έργα της επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν την περιθωριοποίηση των μαύρων στην ευρωπαϊκή ιστορία της τέχνης, συχνά μέσω απεικονίσεων της οικογένειας της και φίλων.
Η Johnson γεννήθηκε στο Μάντσεστερ το 1959. Ζει και εργάζεται στο Λονδίνο. Είναι υποψήφια για την ατομική της έκθεση Presence στην γκαλερί Courtauld, Λονδίνο και Drawn Out στο Ortuzar Projects, Νέα Υόρκη. Η κριτική επιτροπή εντυπωσιάστηκε από την ευαίσθητη και δραματική χρήση της γραμμής, του χρώματος, του χώρου και της κλίμακας από την Johnson για να εκφράσει την ενσυναίσθηση και την οικειότητα με τα θέματά της.

Protection, 2024

Friends in Green[Red on Yellow, 2023


Figure with Raised Arms, 2017



Young Man in Blue, 2024



Reclining Figure, 2017



Για την ενίσχυση της αξιοκρατίας


Από τον Παναγιώτη Πάγκαλο, Καθηγητή Σχολής Εφαρμοσμένων Τεχνών και Πολιτισμού Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, μου κοινοποιήθηκε η ακόλουθη επιστολή προς το ΥΠΕΝ, όπου τίθεται ένα εύλογο θέμα για την εξασφάλιση της ανωνυμίας κατά την κρίση των προτάσεων της εθνικής συμμέτοχης στην Biennale Αρχιτεκτονικής της Βενετίας, και την ενίσχυση της αξιοκρατίας.

Αθήνα, 14 Δεκεμβρίου 2024

Προς τον Γενικό Γραμματέα Χωρικού Σχεδιασμού και
Αστικού Περιβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος
και Ενέργειας, κ. Ευθύμιο Μπακογιάννη
Αμαλιάδος 17, 115 23 Αθήνα

Θέμα: Εξασφάλιση της ανωνυμίας κατά την κρίση των προτάσεων για την ενίσχυση της αξιοκρατίας.

Αξιότιμε κύριε Γενικέ Γραμματέα,

Με την παρούσα επιστολή θα ήθελα να σας εκφράσω την ιδιαίτερη ανησυχία μου σχετικά με τον τρόπο διεξαγωγής των διαδικασιών κρίσης προτάσεων, ειδικά σε τομείς όπως ο σχεδιασμός και η αρχιτεκτονική, όπου η διαφάνεια και η αξιοκρατία αποτελούν θεμελιώδεις αρχές.

Στην Ελλάδα, όπου η αρχιτεκτονική κοινότητα είναι σχετικά μικρή, είναι γνωστό πως διαπροσωπικές αντιπαλότητες και φιλονικίες έχουν οδηγήσει κατά καιρούς ακόμη και σε δικαστικές διαμάχες μεταξύ των μελών της. Αυτή η πραγματικότητα δημιουργεί την ανάγκη για ένα θεσμικό πλαίσιο που θα διασφαλίζει την αντικειμενικότητα και το αδιάβλητο της διαδικασιών, προστατεύοντας τόσο τους συμμετέχοντες όσο και το κύρος των επιτροπών κρίσης.

Στο πλαίσιο αυτό, προτείνω την καθιέρωση ανώνυμων διαδικασιών για όλες τις προτάσεις που υποβάλλονται προς αξιολόγηση και συνεπώς και για τις αρχιτεκτονικές προτάσεις για την ανάληψη της θέσης επιμελητή (curator) της εθνικής συμμέτοχης στη Διεθνή Έκθεση (Biennale) Αρχιτεκτονικής της
Βενετίας, για τις οποίες αιωρούνται αμφιβολίες για τον τρόπο κρίσης και επιλογής, δεδομένου ότι δεν τηρείται η ανωνυμία.

Η ανωνυμία, ως πρακτική, εφαρμόζεται ήδη σε διεθνείς αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς και επιστημονικές αξιολογήσεις με απόλυτη επιτυχία. Εξασφαλίζει ότι οι κριτές εστιάζουν αποκλειστικά στην ποιότητα και τη συνέπεια της πρότασης, αποφεύγοντας την οποιαδήποτε προκατάληψη ή υποψία μεροληψίας.

Η ανωνυμία δεν αποτελεί μόνο γενική προϋπόθεση για την αξιοκρατία, αλλά και έναν τρόπο ενίσχυσης της εμπιστοσύνης της αρχιτεκτονικής κοινότητας προς τους θεσμούς. Ειδικά σε έναν τόσο δημιουργικό και ευαίσθητο κλάδο όπως η αρχιτεκτονική, είναι καθήκον μας να προασπίσουμε τη δίκαιη μεταχείριση όλων των συμμετεχόντων, πέρα και πάνω από προσωπικές διαφορές.

Ευελπιστώ ότι το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας θα εξετάσει με προσοχή την πρότασή μου και θα προχωρήσει στις απαραίτητες θεσμικές παρεμβάσεις για την ενίσχυση της διαφάνειας. Είμαι στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε διευκρίνιση ή περαιτέρω συζήτηση επί του θέματος.


Με εκτίμηση,
Δρ. Παναγιώτης Πάγκαλος, Αρχιτέκτων
Καθηγητής Σχολής Εφαρμοσμένων Τεχνών και Πολιτισμού
Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής

 Κάντε ΚΛΙΚ στις εικόνες για μεγέθυνση


Monday, December 9, 2024

 

"Χαϊδεύοντας ασυναίσθητα 
τα  κυκλικά μπετονένια υποστυλώματα"


Τάσος Μπίρης


Παύλος Βλαστός
Αρχιτέκτων - Μηχανικός ΕΜΠ / Πολιτικός Μηχανικός ΔΠΘ

«Σπίτι στα Γιάννενα» (Συνοικισμός Αγίας Τριάδας)

Ένα κείμενο του Τάσου Μπίρη

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο επίμονος δάσκαλος Τάσος Μπίρης, σε μια εποχή μιας άκρατης αρχιτεκτονικής δημιουργίας, ανιχνεύει ξεχωριστές περιπτώσεις ελλήνων αρχιτεκτόνων που δραστηριοποιούνται τόσο στον αστικό ιστό όσο και στην επαρχία. Εκεί όπου κυριαρχεί η γνωστή και ακατάστατη αυτοσχέδια «αρχιτεκτονική χωρίς αρχιτέκτονα» ή η αρχιτεκτονική πολιτικών μηχανικών ή αδέξιων και άτολμων αρχιτεκτόνων, που δυσκολεύονται, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων να προτείνουν "απλές και καθαρές" λύσεις στο πλαίσιο του μοντερνισμού, ακολουθώντας τετριμμένες επαρχιακές απρόσωπες και αδιάφορες επιλογές. Έχουν προηγηθεί στο παρελθόν και ανάλογες δημοσιεύσεις από τον Τάσο Μπίρη, σε αυτόν τον ιστότοπο που μπορείτε να δείτε στο τέλος αυτού του άρθρου. Έργα που ξεχωρίζουν, αποτελούν τοπόσημα ιδιαίτερα στις επαρχιακές πόλεις και μέσα στον χρόνο αφομοιώνονται και συχνά συμβάλλουν στο να ανοίξει ο δρόμος και για ανάλογες αρχιτεκτονικές χειρονομίες.  
Mετά τον  δικό μου αρχικό υπαινικτικό  τίτλο "Χαϊδεύοντας ασυναίσθητα τα κυκλικά μπετονένια υποστυλώματα" στο άρθρο που ακολουθεί στην συνέχεια,  ενδιαφέρον έχουν πέρα από την αναλυτική περιγραφή του έργου του Παύλου Βλαστού στα Γιάννενα, οι ειδικότερες σκέψεις του Μπίρη για την προϊστορία, θεωρία, μεθοδολογία αυτής της αρχιτεκτονικής, επισημαίνοντας παράλληλα για το συγκεκριμένο έργο μια αυθεντική λαϊκότητα, ή αλλιώς, αυτό που κοινώς θεωρείται ως «Ανθρωπιά», και αναζητείται πλέον «ως σπάνιο είδος του παρελθόντος».

Γ.Τ. 






Το έργο:

Πρόκειται για την κατοικία και τον χώρο εργασίας του Παύλου Βλαστού και της συντρόφου του Ανθούλας Τσεγγελέτου. Εκεί μένουν με τα δυο παιδιά τους σε αναπτυσσόμενη νέα γειτονιά της πόλης σκαρφαλωμένη στις πλαγιές του λόφου της Αγίας Τριάδας, με μακρινά πλάνα απέναντι του την ιστορική πόλη των Ιωαννίνων, τις γύρω οροσειρές και την λίμνη Παμβώτιδα.

Κατά την διάρκεια μιας πρόσφατης ολιγοήμερης επίσκεψής μας στην πόλη είχαμε την ευκαιρία να περπατήσουμε με τον Βλαστό τον ήσυχο οφιοειδή ανηφορικό δρόμο της συγκεκριμένης γειτονιάς όπου βρίσκεται η κατοικία. Και έτσι είχαμε αρκετό χρόνο ώστε να παρατηρήσουμε προσεκτικά τις δυο εκατέρωθεν οικοδομικές γραμμές με τα μονώροφα και διώροφα σπίτια μιας εντόπιας παραλλαγμένης εφαρμογής του «συνεχούς οικοδομικού συστήματος». Όπου το (λεγόμενο) σύστημα είχε γεννήσει και πάλι την γνωστή αυτοσχέδια «αρχιτεκτονική χωρίς αρχιτέκτονα».

Στην οποία όμως συχνά αυτή η απουσία δεν αποτελεί νομοτελειακά αξεπέραστο πρόβλημα. Και τούτο, καθώς είναι φορές που αντισταθμίζεται πρωτίστως από την -εκ γενετής κεκτημένη- ικανότητα των απλών ανθρώπων όπου γης να βρουν (ή να δημιουργήσουν οι ίδιοι) κατάλληλο χώρο προκειμένου να κατοικήσουν σε αυτόν. Κάτι που θα αναφερθεί και πάλι στη συνέχεια.

Μια τέτοια «καλή-καγαθή αρχιτεκτονική της ανάγκης» αισθάνθηκα ότι είχε δημιουργήσει εδώ την συγκεκριμένη γειτονιά και το «patchwork» των σπιτιών της, ως συλλογικό δημιουργικό έργο των απλών κατοίκων της, αλλά και λίγων -κυρίως νέων- αρχιτεκτόνων. Ανάμεσα σε αυτούς και ο αρχιτέκτων-μηχανικός Παύλος Βλαστός.

Το σπίτι θεωρημένο εκ των άνω, (κέντρο της εικόνας) ως ένα ακόμη ορθογώνιο κυβιστικό σχήμα όπως και τα υπόλοιπα γύρω του.



Ι. Ο περίπατος προς το σπίτι

Θυμάμαι ότι, ήδη σε αυτή την πρώτη περιπατητική πορεία προς το σπίτι του Βλαστού (και παρότι αυτό θα ήταν ήδη από μακριά ορατό για κάποιον πολύ παρατηρητικό) τουλάχιστον από πλευράς μου δεν το είχα εντοπίσει μέσα στην ακατάστατη «αρχιτεκτονική χωρίς αρχιτέκτονα» που το περιέβαλε. Και ας αποτελούσε μέρος της συνολικής εικόνας της ως ελάχιστα ευδιάκριτο στερεό σχήμα. Το οποίο ωστόσο δεν διέκοπτε, αντιθέτως συμμετείχε στην ανάπτυξη του ποικιλόμορφου «patchwork» της γειτονιάς χαμένο μέσα σε αυτήν.

Το σπίτι (άνω δεξιά) ως μέρος του ανηφορικού δρόμου, αλλά και της ευρύτερης γειτονιάς.

Δεν ήταν παρά αργότερα (και ενώ το περπάτημα μας συνεχιζόταν) που παρατήρησα ότι το, αρχικά μακρινό, αυτό σχήμα έγινε επιτέλους διακριτό σε εμένα. Και στη συνέχεια συγκεκριμενοποιήθηκε σταδιακά ως έντεχνη αρχιτεκτονική, ενώ ταυτοχρόνως λειτουργούσε και ως στοιχειώδες τακτοποιητικό σημείο αναφοράς της καθημερινής ζωής στην γειτονική του περιοχή.

Περπατώντας προς το σπίτι : Η, σχετικά ασαφής ακόμη, παρουσία του (άνω δεξιά) μέσα στην «Αρχιτεκτονική χωρίς Αρχιτέκτονα» που το περιβάλλει.


Και ιδού, το έντεχνο έργο του Αρχιτέκτονα Παύλου Βλαστού θεωρημένο στο σύνολο του.Η εικόνα παρουσιάζει καταρχήν την ιδιότητα του απλού-καθαρού δομικού σχήματος έστω και ενός μόνο σπιτιού, ώστε αυτό να μπορεί να εντάσσεται με φυσικό τρόπο στην ποικιλομορφία των άλλων κοντινών του. Και επιπλέον, να συμβάλλει στην αβίαστη δημιουργία μιας στοιχειώδους παύσης (αλλά και τάξης) στην λειτουργία του δρόμου, αλλά και της γειτονιάς στο σύνολο της.

Σε αυτές τις -κοντινές πια- θεωρήσεις του σπιτιού μπόρεσα να διακρίνω σειρά βασικών στοιχείων της ιδιόμορφης έντεχνης (μοντερνιστικής) αρχιτεκτονικής του Παύλου Βλαστού. Όπως για παράδειγμα:

  • Την, εξόχως δυναμική, αλλά και με καλλιτεχνική ευαισθησία, στερεομετρική-κυβιστική συγκρότηση αυτού του σπιτιού, ως σαφούς ένδειξης της αυτοτέλειας του απέναντι στην τυχαιότητα της πολυμορφίας των άλλων σπιτιών του δρόμου, όσο και της συγγένειας και συν-λειτουργίας του με αυτά.
  • Την έντεχνη, μετά γνώσεως, χρήση από τον αρχιτέκτονα ενός πρωτεύοντος (μεταξύ άλλων δευτερεύουσας σημασίας) καθοριστικού, χωρίς ψιμύθια, δομικού υλικού όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση, του «Κορμπουζιανού» ανεπίχριστου, άβαφου σκυροδέματος.
  • Την αξιοποίηση του συγκεκριμένου υλικού για την κατασκευή των φερόντων στοιχείων του κτίσματος, ώστε να είναι ανεξάρτητα και ελεύθερα από τα μη-φέροντα. Και τούτο, σε εφαρμογή μιας ειδικής θεώρησης του όρου «Αρχιτεκτονική Σύνθεση». Βάση της οποίας καθορίστηκε, τόσο η δομική, όσο και η αισθητική υπόσταση του συγκεκριμένου έργου, ταυτοχρόνως και η σχέση του με το «Μοντέρνο Ρεύμα». Καθώς η ειδική αυτή διαδικασία συνιστά πρώτιστο συνθετικό κανόνα του.

Δείγματα του Μοντέρνου συντακτικού
  • Πάνω από όλα (και σε αναφορά ειδικά με την αρχιτεκτονική αυτού του σπιτιού) διέκρινα την λειτουργία κατά την διαδικασία της Σύνθεσης του, ενός βασικού-συμπεριληπτικού Κανόνα συγκρότησης του «Όλου» από τα επιμέρους Στοιχεία του (υλικά, μορφολογικά, νοητικά).
  • Τέλος, να πω μια ακόμη παρατήρηση: Ότι όλα αυτά (όπως έδειξαν οι προηγούμενες εικόνες) έχουν βρει τη θέση τους στο έργο αυτό, όχι ως προκλητικές αντιθέσεις ειδικά αυτού του σπιτιού προς τα υπόλοιπα, αλλά ως ενδείξεις που το καθιστούν φιλικό συνεργαζόμενο μέλος της ευρύτερης αυτοφυούς αρχιτεκτονικής σύνθεσης της συγκεκριμένης γειτονιάς.

Εξάλλου, πρωτίστως σύνθεση θέσεων και αντιθέσεων (και όχι απλός «παραθετικός σχεδιασμός») είναι στην ουσία της η αρχιτεκτονική ενός σπιτιού ή εκείνη μιας γειτονιάς. Κάτι που, με ανάλογο τρόπο, συμβαίνει και με την ανθρώπινη ζωή που σε αμφότερες τις περιπτώσεις η αρχιτεκτονική καλείται να στεγάσει στους χώρους της. Αλλά ας προσεχθεί τούτο: Ότι τα παραπάνω γίνονται δυνατά όταν και στις δυο περιπτώσεις πρόκειται για «καλή-καγαθή» αρχιτεκτονική, κατά τον γνωστό πλατωνικό όρο. Και είναι αυτή η ικανότητα αυτής της (εκ των πραγμάτων σπανίζουσας σήμερα) αρχιτεκτονικής να συνθέτει θέσεις και αντιθέσεις, που επιτρέπει στο έντεχνο Μοντερνιστικό ιδίωμα του συγκεκριμένου έργου του Παύλου Βλαστού να συμβιώνει αβίαστα (όπως ανέφερα προηγουμένως) με την «αρχιτεκτονική χωρίς αρχιτέκτονα» που -κατά βάση- γέννησε την νέα γειτονιά. Κάτι που, στην συνέχεια θα επιχειρήσω να εξηγήσω ως εξής:


Συνεργαζόμενες μεταξύ τους θέσεις και αντιθέσεις 
της Ζωής και (επομένως) της Αρχιτεκτονικής.


ΙΙ. Μερικές ειδικότερες σκέψεις για την προϊστορία, θεωρία, μεθοδολογία της αρχιτεκτονικής που παρουσιάστηκε προηγουμένως


Γνώμη μου λοιπόν είναι ότι, τόσο η κυβιστική αρχιτεκτονική της κατοικίας του Παύλου Βλαστού, όσο και εκείνη της «αρχιτεκτονικής χωρίς αρχιτέκτονα» στην Αγ. Τριάδα, χαρακτηρίζονται από μια αυθεντική λαϊκότητα, ή αλλιώς, από αυτό που κοινώς θεωρείται ως «Ανθρωπιά».


Η λαϊκότητα στον τρόπο εισόδου:
Έντεχνη Μοντέρνα αρχιτεκτονική και «αρχιτεκτονική χωρίς αρχιτέκτονα»

Ανθρωπιά που αναζητείται πλέον «ως σπάνιο είδος του παρελθόντος». Ενώ αντιστρόφως δυναμώνει η «απανθρωπιά», ενισχυμένη μάλιστα από την πλεονάζουσα (και όχι πάντα αναγκαία) συνεχή παραγωγή «πρωτοτυπίας» και «νεωτερικότητας». Αλλά ας προσεχθεί τούτο: Ότι ακόμη και εάν η ανθρωπιά σήμερα αναζητείται, τούτο συμβαίνει με κέντρο αναφοράς της ένα μεταλλαγμένο πια είδος ανθρώπου. Όπου η διφυής (ανθρώπινη, ταυτοχρόνως και συχνά απάνθρωπη) υπόστασή μας, αλλά και εκείνη των έργων μας, φαίνεται για την ώρα να ενισχύουν την δεύτερη περίπτωση.
Και το μέλλον – όπως πάντα – θα δείξει ποια θα είναι η συνέχεια…..

Επανερχόμενος εδώ στον διφυή χαρακτήρα που πιστεύω ότι είχε (και εξακολουθεί να έχει) η Μοντέρνα αρχιτεκτονική από γενέσεως της, ας θυμηθούμε τον ρασιοναλισμό, αλλά ταυτοχρόνως και την ανθρωποκεντρική-κοινωνική της ιδεολογία ήδη από την εποχή της Σχολής του Bauhaus.

Αυτή η δεύτερη (αλληλένδετη με την πρώτη) έκφανση του Μοντέρνου χαρακτήρισε σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό το συγκεκριμένο Ρεύμα ειδικά όπως εφαρμόστηκε στον τόπο μας. Και αναφέρομαι εδώ κυρίως, τόσο στην μεσοπολεμική, όσο και στην μεταπολεμική περίοδο του, έως λίγο πριν την δεκαετία του ‘70. Ενώ συνεχίζεται πια (αλλά ως εξαίρεση) ακόμη και σήμερα από ελάχιστους «πιστούς» της, όπως, μεταξύ αυτών είναι και ο Παύλος Βλαστός.

Εξ’ ου είναι αξιοσημείωτο ότι στην περίπτωση του έντεχνου έργου αυτού του αρχιτέκτονα στα μακρινά Γιάννενα, η αυθεντική «Μοντέρνα λαϊκότητα» και «ανθρωπιά» του κατορθώνουν να συνδέονται με τον Γιαννιώτη οικιστή και την «αρχιτεκτονική (του) χωρίς αρχιτέκτονα».

Με ευκαιρία τις παραπάνω σκέψεις, για την διαχρονικότητα του Μοντέρνου ρεύματος στον τόπο μας, θυμάμαι με σεβασμό τον Μοντερνιστή Καθηγητή των Αρχιτεκτονικών Συνθέσεων, Ιωάννη Δεσποτόπουλο και τον, δικής του εμπνεύσεως, διφυή -εξ’ αντιθέτων- όρο: «Αρχαϊκό Μοντέρνο». Όρο που συχνά ανέφερε στο συγκεκριμένο μάθημα, εννοώντας με αυτόν την αρχιτεκτονική των αρχαίων ερειπίων μας, όπως της Ακρόπολης, του Σουνίου, της Δήλου…..
Δηλαδή μια αχρονική αρχιτεκτονική «Διαρκούς Νεωτερικότητας» στην οποία διακαώς πίστευε, γι’ αυτό και προσπαθούσε κατά το δυνατόν να πλησιάσει.
Όπως είναι η «στοιχειωμένη» περίπτωση του πιο αγαπητού, αλλά και αιωνίως ανολοκλήρωτου (με ευθύνη όμως της Πολιτείας) έργου του: Το «Πνευματικό Κέντρο της Αθήνας»!

Ιωάννης Δεσποτόπουλος: Μακέτα της σύνθεσης για το «Πνευματικό Κέντρο Αθήνας» από την οποία υλοποιήθηκε μόνο η επιμήκης πτέρυγα του Ωδείου.

Πάντως, σε αναφορά με το «ποιος μπορεί» και «ποιος δεν μπορεί» να κάνει αρχιτεκτονική (έντεχνη, όπως του Βλαστού ή αυτοσχέδια, όπως η «αρχιτεκτονική χωρίς αρχιτέκτονα» του λαϊκού οικιστή) επαναλαμβάνω τούτο: Ότι την -απανταχού του κόσμου- αρχιτεκτονική πιστεύω ότι γεννά (και αναγεννά μέσα στο χρόνο) πρωτίστως η επιτακτική, αρχέτυπη (και γι΄αυτό κοινή-συλλογική) ανάγκη κάθε ανθρώπου όπου γης να κατοικήσει τον χώρο. Δηλαδή, να κατοικήσει το «Μέσα», βάζοντας το κεφάλι του κάτω από μια στέγη. Ή βάζοντας ένα όριο μεταξύ του «Μέσα» και του «Έξω» χτίζοντας έναν τοίχο, αλλά και ανοίγοντας μια οπτική φυγή προς το «Έξω», με ένα παράθυρο.

Και η -συνήθως βίαια- πίεση αυτής της ανάγκης για κατοίκηση του χώρου, ως αξία που δεν χαρίζεται αλλά (με βάσανο) κατακτιέται, οδηγεί μέσα στο χρόνο τον άνθρωπο-δημιουργό να βρει (ή να φτιάξει) πάση θυσία χώρο και τρόπο να κατοικήσει. (Με ό,τι «καλό» ή «καταστροφικό» αυτό -ενδεχομένως- προκαλεί).
Όσο για την «αισθητική» ή την «πρωτοτυπία» της αρχιτεκτονικής, που σήμερα σχεδόν αποκλειστικά μας απασχολούν; Αυτές, έτσι και αλλιώς, έπονται….
Επιστρέφοντας ξανά στον Παύλο Βλαστό, την «καλή-καγαθή» έντεχνη αρχιτεκτονική του, την σχέση της με την ανάλογη «αρχιτεκτονική χωρίς αρχιτέκτονα» και τη σχέση αμφότερων με τον τόπο μας, ας κάνω μια ακόμη προσωπική διαπίστωση:
Ότι και οι δυο περιπτώσεις είχαν και έχουν διαχρονικά κοινή ρίζα, με βασικά υλικά κατασκευής τους, κυρίως την πέτρα, το χώμα, το σοβά, το ξύλο, το τούβλο (και σε νεότερους χρόνους) το σίδερο, το κρύσταλλο και το μπετόν. Υπάρχουν και διαφορετικοί τρόποι σε διαφορετικούς τόπους, αλλά ας θυμηθούμε προς στιγμήν ότι με αυτά τα φυσικά υλικά, χτίστηκαν (και χτίζονται ακόμη εδώ, αλλά και αλλού) λαϊκά σπίτια, αρχοντόσπιτα, σχολεία, δημαρχεία, ναοί που έγραψαν, ή γράφουν, ή θα γράψουν Ιστορία….

Τηρουμένων των αναλογιών λοιπόν, έτσι χτίστηκε, τόσο η -ιδιότυπα λαϊκή, ταυτοχρόνως και μοντερνιστική- κατοικία του Παύλου Βλαστού, όσο και εκείνη της λαϊκής γειτονιάς που την περιβάλλει. Εξ’ού και η ειρηνική σχέση του νέου κτίσματος με αυτήν, μέρος της οποίας αποτελεί η συγκεκριμένη κατοικία.
Αντίστοιχα -διαρκούς αξίας- υλικά καθώς και η αυτοσχέδια ή έντεχνη χρήση τους αποτέλεσαν βάση, τόσο της ανώνυμης λαϊκής, όσο και της επώνυμης έντεχνης αρχιτεκτονικής μας. Που στην περίπτωση του -παρουσιαζόμενου εδώ- προσωπικού αρχιτεκτονικού έργου, φέρει γι’ αυτόν τον λόγο επαξίως την υπογραφή του δημιουργού του: Παύλος Βλαστός.


Σκίτσο εργασίας της μελέτης του σπιτιού από τον Παύλο Βλαστό.


ΙΙΙ. Ο εσωτερικός χώρος της κατοικίας

Τομή στον ημιυπαίθριο χώρο εισόδου



Και στις δυο παραπάνω εικόνες διακρίνεται ο διαμπερής, ανοικτός προς τη θέα, υψίκορμος υπόστεγος χώρος στο πλευρικό όριο του σπιτιού που λειτουργεί ως κύρια είσοδος του από τον δρόμο και την πόλη. Διακρίνεται επίσης το υπαίθριο κλιμακοστάσιο που συμπληρώνει την λειτουργία του χώρου αυτού, ενώνοντας μεταξύ τους την ισόγεια στάθμη των υπνοδωματίων, την στάθμη α’ ορόφου του κεντρικού καθιστικού και την ημιυπόγεια στάθμη του χώρου εργασίας.

Κάτοψη Ισογείου : Η γενική είσοδος από τον δρόμο της γειτονιάς όπου βρίσκονται τα υπνοδωμάτια και η ιδιαίτερη (υπαίθρια) είσοδος τους.

Κάτοψη Ορόφου: Η στάθμη του καθιστικού και ο κεντρικός εξώστης προς τη θέα.

Ήδη από την πρώτη στιγμή της εισόδου-διείσδυσης στο σπίτι από την στάθμη του δρόμου (και ενώ το ρωμαλέο μπετονένιο δομικό σχήμα της εξωτερικής δημόσιας όψης του παραμένει ακόμα χαραγμένο στο μυαλό του εισερχόμενου) η αρχιτεκτονική ιδέα του Βλαστού αποκαλύπτει την -κρυμμένη, αλλά θαυματουργή- αμφισημία της. Και τούτο γιατί αναδεικνύει και την άλλη (την λιγότερο γνωστή) εναισθητική-«μαλακή» έκφανση του Μοντέρνου ρεύματος.
Αυτή που, στην περίπτωση του κατοικήσιμου χώρου, δίνει απάντηση στις -δεκτικές ποικίλων ερμηνειών- διαδικασίες βίωσης χώρων που προσφέρονται πραγματικά να κατοικηθούν και όχι να αυτοπροβληθούν σε διαγωνισμό πρωτοτυπίας.

Στην συγκεκριμένη περίπτωση λοιπόν είναι φανερό ότι όλα ξεκινούν εδώ από μια -εκ βαθέων προερχόμενη- ιδέα αυτού του καλού αρχιτέκτονα. (Καλού, ακριβώς γιατί είναι και καλός πολιτικός μηχανικός!). Και η ιδέα προτείνει ένα τρόπο κατοίκησης, ενωτικό-προστατευτικό για τον κάτοικο, ταυτοχρόνως και ανοιχτό-φιλόξενο για τον επισκέπτη. Αποκαλύπτει δηλαδή μια πρόθεση για ζωή «σπιτίσια», «μετρημένη», χωρίς τάση για επίδειξη. Και ταυτοχρόνως, ζωή εξωστρεφή προς τη γειτονιά, δραστήρια, κινητική, πολύπλευρων δράσεων και καταστάσεων.

Το καθιστικό με την μεγάλη τζαμαρία προς την θέα

Ο χώρος εργασίας στη στάθμη ημιυπογείου (με είσοδο από τον δρόμο) και στάθμη ισόγεια από τον κήπο.




Η σχέση του καθιστικού με τον εξώστη και τον ημιυπαίθριο χώρο,
 με θέα την ιστορική πόλη, την λίμνη, τα γύρω βουνά αλλά και την γειτονιά




Ανάλογη προς τον επιθυμητό πολύπλευρο (προσωπικό αλλά και κοινό) τρόπο βίωσης του χώρου του σπιτιού είναι και η συνθετική δομή της Κεντρικής του Ιδέας:

Αναφέρομαι στον ορισμό ενός «συνθετικού κέντρου» που είναι και ο ίδιος ο πυρήνας αυτής της ιδέας. Πρόκειται για μια δυνατή τριώροφη κατακόρυφη «σχισμή» (ταυτοχρόνως και ροή) κενού χώρου, με σημείο αναφοράς της μια -επίσης κεντρική- γραμμική σκάλα. Είναι η «κίνηση ματ» με την οποία κερδίζεται εξαρχής το συνθετικό παιχνίδι. Και τούτο γιατί, μέσω αυτής, ενεργοποιείται η «καρδιά» της καθημερινής (ατομικής ή συλλογικής) ζωής των κατοίκων, αλλά και των επισκεπτών του.
Με τέτοιο τρόπο μάλιστα, ώστε οι τρεις επάλληλες στάθμες-πλατφόρμες των ορόφων που καταλήγουν στα όρια του κατακόρυφου κενού, να μπορούν να συλλειτουργούν (μέσω της σκάλας) ως οικείοι καθημερινοί χώροι διημέρευσης, ή εργασίας, ή συζήτησης, ή περισυλλογής, σύμφωνα με τις ποικίλες -ακόμη και απρόβλεπτες- ανάγκες των χρηστών τους.

Ιδού πως ένας οικονομικός, μικρός σε διαστάσεις (πλάτους μόλις 1,00μ. και μήκους 6,00μ.) επιμήκης κενός τριώροφος χώρος ελάχιστου συνολικού πλάτους 4,50 μ. γίνεται -βοηθούσης και της σκάλας- «Μέγας», όπως λέει ο ποιητής. Εννοώ (ακολουθώντας την σκέψη του) «Μέγας σε σημασία». Και ως Μεγάλη, νοείται η σημασία αυτού του νοητικού κέντρου, για την ποιότητα της ανθρώπινης ζωής που λαβαίνει χώρα εντός του. Ζωή που -έστω και για λίγο- βίωσα και εγώ μέσα σε αυτό το φιλόξενο σπίτι.


Εξάλλου, θυμάμαι την απλότητα, αλλά και διαδραστικότητα, της εσωτερικής χωρικής διαρρύθμισης του. Επίσης, τον ευρηματικό τρόπο με τον οποίο συνέπρατταν μεταξύ τους τα ποικίλα στοιχεία που την συγκροτούσαν προκειμένου να γίνει ένας σύγχρονος, ζωντανός, βιώσιμος χώρος: Ανεπίχριστο μπετόν, κρύσταλλο, απλές ξύλινες κατασκευές ή μετακινούμενα “panels”, σίδερο, πτυχωτή βιομηχανική λαμαρίνα (ως προστασία των κεκλιμένων οπαίων του δώματος, για την είσοδο του έμμεσου φυσικού φωτισμού της ημέρας).

Συμπεριλαμβάνοντας όλα μαζί τα παραπάνω, προσθέτω τέλος και την μεγάλη εντύπωση που προξενεί η γνωστική αξιοποίηση από τον Βλαστό των ιδιοτήτων του «μοντέρνου αρχιτεκτονικού συντακτικού» του σπιτιού. Κυρίως χάρηκα την γυμνότητα και ευκρίνεια των στοιχείων ειδικά του φέροντα οργανισμού (υποστυλώματα, δοκοί, πλάκες). Καθώς και τον δομικό κανόνα που τα συνέθετε σε «Όλον», συμπεριλαμβανομένων και των ειδικών μικρο-λεπτομερειών όπου αυτά ενώνονταν με γεωμετρική ακρίβεια μεταξύ τους.





Θυμάμαι μάλιστα να χαϊδεύω (!) ασυναίσθητα με το χέρι την παρειά ενός από αυτά τα ελεύθερα κυκλικά μπετονένια υποστυλώματα. Σαν να ήταν άνθρωπος που γνώριζα από παλιά και τώρα συζητούσα μαζί του. Ενώ, ταυτοχρόνως, το βλέμμα μου στρεφόταν προς την επιμήκη τζαμαρία του καθημερινού -και μέσω αυτής- μακριά προς την ιστορική πόλη, την λίμνη Παμβώτιδα και τα γύρω βουνά.


Θυμάμαι ακόμα, τη συζήτηση που κάναμε με τον Παύλο και την σύντροφο του, την Ανθούλα, μέσα στο ωραίο σπίτι τους. Πόσο ταίριαζαν εκεί με αυτό, αλλά και μεταξύ τους. Όπως δυο ηπειρώτικα κορφοβούνια…





Αθήνα, Νοέμβριος 2024
Φωτογραφίες: Μενέλεαος Συκοβέλης, Παύλος Βλαστός, Σοφία Τσιράκη

____________________________________________


Σχετικά άρθρα του Τάσου Μπίρη δημοσιευμένα σε αυτό το blog,

23 Ιουλίου 2017

Κτίριο Γραφείων επί της οδού Λαμψάκου 7, Αθήνα
Αρχιτεκτονική ομάδα ΩΜ  (Ν. Δημοπούλου, Ρ. Σαΐτη, Γ. Σπαθόπουλος, Ν. Χριστοδουλέα)

Κάντε ΚΛΙΚ εδώ



13 Δεκεμβρίου 2017

ΚΥΘΗΡΑ: Σε δύσκολους τόπους, σε δύσκολους καιρούς
η (καλή) αρχιτεκτονική και η ζωή το παλεύουν


΄Eνα πόνημα για την Δροσιά Μολλά και τον Ανδρέα Μαριάτο

Κάντε ΚΛΙΚ εδώ


Κάντε ΚΛΙΚ στις εικόνες για μεγέθυνση  και καλύτερη ανάλυση.