Monday, April 1, 2024




KENNETH FRAMPTON:
“ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ: ΚΡΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ”

Η τιμητική εκδήλωση, οι παρεμβάσεις και η επιστολή του Ανδρέα Γιακουμακάτου
+
Σχόλια του Κώστα Τσιαμπάου στην επιστολή του Ανδρέα Γιακουμακάτου, που επίσης απάντησε.


Επανέρχομαι σήμερα με αφορμή την δημοσίευση στο διαδίκτυο όλης της βιντεοσκοπημένης τιμητικής εκδήλωσης για τον Kenneth Frampton και της παρουσίασης ενός εκδοτικού  άθλου, που πραγματικά αξίζει τον κόπο να την παρακολουθήσετε εδώ.  Πρόκειται για στην σημαντική έκδοση του βιβλίου του Kenneth Frampton με τίτλο «Μοντέρνα Αρχιτεκτονική. Κριτική Ιστορία», που σχολιάστηκε ήδη συνοπτικά εδώ, μόλις κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Θεμέλιο.

Στην παρουσίαση της 5ης εμπλουτισμένης έκδοσης του κλασικού αυτού βιβλίου,  συμμετείχαν οι: ΑΙΜΙΛΙΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Δρ Αρχιτέκτων Μηχανικός, ο ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΙΑΜΑΡΕΛΟΣ, Αναπληρωτής Καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής, The Bartlett School of Architecture, University College London, με τίτλο της εισήγησής του «Συνεχίζοντας να ζεις» τίτλος επίσης ποιήματος του Φίλιπ Λάρκιν, ο ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΑΜΠΑΟΣ, Αναπληρωτής Καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Νεότερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ, Ομότιμος Καθηγητής ΕΜΠ. Ο Φιλιππίδης πρωτοτύπησε με αφετηρία τους τολμηρούς του και εύστοχους συσχετισμούς με διαφορετικές εκδόσεις του Μπόρχες, του Λουίς Κάρολ, και του Ουμπέρτο Έκο. Τον συντονισμό της συζήτησης είχε ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΑΛΙΦΡΑΓΚΗΣ, Δρ Αρχιτέκτων Μηχανικός, που παράλληλα έκανε και τις δικές του παρεμβάσεις.

Στο πλαίσιο της συζήτησης που ακολούθησε, στην οποία συμμετείχαν με παρεμβάσεις τους οι Ηλίας Κωνσταντόπουλος, Παναγιώτης Πάγκαλος, και Μανόλης Σίμος, παραθέτω σήμερα την επιστολή που μου απέστειλε ο Ανδρέας Γιακουμακάτος ομότιμος καθηγητής της ΑΣΚΤ, που παρακολούθησε διαδικτυακά την παρουσίαση, και στην οποία διατυπώνει τις δικές του σκέψεις. Αναφέρεται κυρίως στην πολύχρονη σχέση και το ενδιαφέρον του Άγγλου ιστορικού για τη χώρα μας και για την αρχιτεκτονική της και ειδικώτερα στο «ελληνικό κεφάλαιο» του βιβλίου, διατυπώνοντας κάποια σχόλια που πιθανώς να αποτελέσουν αφετηρία για την συνέχεια της συζήτησης.

Ακολουθεί η επιστολή του Ανδρέα Γιακουμακάτου
(με πρόσθετη δική μου εικονογράφηση):

Αγαπητέ μου Γιώργο,

Παρακολούθησα στο διαδίκτυο την ανάρτηση της παρουσίασης του Βιβλίου του Κένεθ Φράμπτον «Μοντέρνα Αρχιτεκτονική. Κριτική Ιστορία» (εκδόσεις Θεμέλιο) που έγινε στην Αθήνα στις 6 Μαρτίου 2024, όπου διέκρινα και τη δική σου παρουσία [https://www.youtube.com/watch?v=sj1sFbsZZmA&t=4420s]. Η εκδήλωση συνολικά ήταν αντάξια της εξαιρετικής επιμέλειας από την Αιμιλία Αθανασίου και τον Σταύρο Αλιφραγκή αυτού του εμβληματικού τόμου.

Εικόνα από το «ελληνικό κεφάλαιο» της έκδοσης

Ωστόσο σημαντικό μέρος της παρουσίασης και της συζήτησης αφιερώθηκε στο «ελληνικό κεφάλαιο» του βιβλίου, και δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό. Επειδή λόγω απουσίας στο εξωτερικό δεν είχα τη δυνατότητα συμμετοχής στην παρουσίαση του βιβλίου, επίτρεψέ μου εδώ τη διατύπωση κάποιων επισημάνσεων που θα είχα κάνει εκεί, ωσεί παρών.

Ο Κένεθ Φράμπτον με τον Δημήτρη Παντερμαλή στο υπό κατασκευή Μουσείο της Ακρόπολης, Μάιος 2008. (Αρχείο Ανδρέα Γιακουμακάτου)

Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Ο Φράμπτον έρχεται καταρχήν σε επαφή με το «ελληνικό περιβάλλον» του Λονδίνου στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1960: γνωρίζει εκεί τον Πάνο Κουλέρμο, τον Σπύρο Αμούργη και τον Αριστείδη Ρωμανό. Στη συνέχεια αναπτύσσει δεσμούς με τον Σάββα Κονταράτο και τον Ορέστη Δουμάνη, καθώς δημοσιεύει πολύ νωρίς άρθρα του στα «Αρχιτεκτονικά Θέματα». Λίγο αργότερα προσκαλείται από τον Δημήτρη Φατούρο στα συμπόσια της Ύδρας και γνωρίζεται με τον Γιώργο Σημαιοφορίδη. Το 1985 εκδίδεται στη Νέα Υόρκη η μονογραφία του για τον Δημήτρη και τη Σουζάνα Αντωνακάκη, κάτι που σημαίνει ότι ο διάσημος πλέον Άγγλος ιστορικός είχε τότε επιλέξει συνειδητά να εμβαθύνει στη σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική, μέσω του έργου δύο εμβληματικών πρωταγωνιστών της. Εν τω μεταξύ συνεργαζόταν με τον Αλέξανδρο Τζώνη και τη Λιάν Λεφέβρ, από τους οποίους δανείστηκε τον εξαιρετικά επιτυχημένο όρο «κριτικός τοπικισμός» (critical regionalism) που τροφοδότησε για μεγάλο διάστημα (και ακόμα τροφοδοτεί) τη διεθνή συζήτηση και τις ανάγκες της αρχιτεκτονικής ανάλυσης και κριτικής.

Εικόνα των σελίδων της έκδοσης με αναφορά στον "κριτικό τοπικισμό"


Το 2008 μας τίμησε με την παρουσία του στην Αθήνα, όπου μετά από πρόσκλησή μου μίλησε στο πλαίσιο του Megaron Plus ακριβώς για την τέταρτη εκδοχή της «Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής» του που θα εκδιδόταν στην Ελλάδα αμέσως μετά. Στην Αθήνα τότε είχε την ευκαιρία να εκφράσει για άλλη μια φορά τον απεριόριστο επιτόπιο θαυμασμό του για το έργο του Πικιώνη στην Ακρόπολη και στου Φιλοπάππου, ενώ ήρθε σε αμεσότερη επαφή με τη δουλειά του Αλέξανδρου Τομπάζη και με τον ίδιο προσωπικά. Στην Αθήνα απόλαυσε επίσης τη συνάντησή του γι’ άλλη μια φορά με τους παλιούς φίλους Φατούρο και Ρωμανό. Μετά την αθηναϊκή επίσκεψη συνέχισε να ενδιαφέρεται ενεργά για τη σύγχρονη αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, μέχρι σήμερα (για παράδειγμα, υπέγραψε την Εισαγωγή στο βιβλίο της Ιωάννας Θεοχαροπούλου για την αθηναϊκή πολυκατοικία που εκδόθηκε το 2022).

Στα παραπάνω (δηλαδή στο θέμα «Ο Φράμπτον και η Ελλάδα») θα μπορούσαν ασφαλώς να προστεθούν και άλλα στοιχεία. Είναι λοιπόν βέβαιο ότι το ενδιαφέρον του Άγγλου ιστορικού για τη χώρα μας και για την αρχιτεκτονική της υπήρξε πρώιμο, έντονο, ειλικρινές και ουσιαστικό, ως ένα είδος παραδειγματικού case study στο πλαίσιο της γενικότερης «πολιτικής» θεώρησής του για τα «κέντρα» και τις «περιφέρειες» παραγωγής αρχιτεκτονικής κουλτούρας, που αλλάζουν άλλωστε μορφή και ρόλο στη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης των τελευταίων δεκαετιών. Ας μου επιτραπεί στο σημείο αυτό να πω ότι για τον δικό μας μικρόκοσμο (το κεφάλαιο για την Ελλάδα) ο Φράμπτον με έχει τιμήσει με βιβλιογραφικές αναφορές: τούτο φυσικά δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι οι επιλογές του Συγγραφέα συμβαίνουν «λόγω Γιακουμακάτου» όπως ανέφερε κάποια στιγμή ο αγαπητός Κώστας Τσιαμπάος. Ποιες είναι αυτές οι -ανακριβείς- επιλογές; Το γεγονός ότι ο Φράμπτον επιλέγει να ορίσει το Σχολείο του Πικιώνη στα Πευκάκια ως «το κορυφαίο μοντέρνο έργο του» (όπως έχει μεταφραστεί το σχετικό παράθεμα και σε άλλες γλώσσες). Μα δεν είναι προφανές ότι σε μια μακροσκοπική ιστορία της αρχιτεκτονικής του 20ου αιώνα στην Ελλάδα οκτώ σελίδων μαζί με τις φωτογραφίες, αυτή η αποτίμηση ανταποκρίνεται όντως στα πράγματα; Ή (άλλη «ανακρίβεια») ότι πάντα κατά την άποψη του Φράμπτον το Αρχαιολογικό Μουσείο στο Ηράκλειο του Πάτροκλου Καραντινού είναι κορυφαίο έργο της ελληνικής μοντέρνας αρχιτεκτονικής, ενώ δεν παρουσιάζονται στο βιβλίο άλλα σημαντικά έργα που φέρονται μάλιστα ως προγενέστερα του Μουσείου, όπως οι Παιδικές εξοχές στη Βούλα του Πάνου Τζελέπη και τα Πλυντήρια και μαγειρεία στο σανατόριο Σωτηρία του Περικλή Γεωργακόπουλου: θυμίζω ότι το μουσείο Ηρακλείου σχεδιάζεται το 1933 ενώ το έργο του Τζελέπη το 1936 και εκείνο του Γεωργακόπουλου το 1939.

Νομίζω ότι μια τέτοια συζήτηση δεν μας αξίζει, ούτε πρόκειται για ζήτημα ημερομηνιών αλλά για ζήτημα ιστοριογραφικών προτεραιοτήτων. Προσάπτεται επίσης στον Φράμπτον ότι αναφέρεται στην πολιτική ιστορία της χώρας χωρίς να έχει εμβαθύνει προσωπικά στο αντικείμενο, ενώ για την αρχιτεκτονική ανάλυση χρησιμοποιεί δευτερογενείς πηγές (!) Μήπως ο Άγγλος για να ασχοληθεί ειδικά με την Ελλάδα θα έπρεπε καταρχήν να κάνει πρωτογενή έρευνα στα ΓΑΚ ή στα αρχεία του Μουσείου Μπενάκη; Ας πούμε καλύτερα ότι δεν υπάρχουν μεγάλες ιστοριογραφικές συνθέσεις χωρίς τη χρήση των δευτερογενών πηγών, χρήση απόλυτα θεμιτή και αποδεκτή. Χωρίς τις δεύτερες δεν υπάρχουν οι πρώτες. Άλλωστε, η διαίσθηση του έμπειρου ιστορικού είναι πάντα συμπληρωματική της γενικής του γνώσης και κριτικής προσέγγισης.

Επίσης, σκεφτήκαμε γιατί σε αυτό το κατεξοχήν διεθνές βιβλίο το κεφάλαιο για την Ελλάδα είναι κατά τι εκτενέστερο από τα κεφάλαια π.χ. για την Ιταλία ή για τη Γαλλία; Είναι πράγματι εντυπωσιακό, και αποδεικνύει τους στόχους του ιστοριογραφικού σχεδίου του Φράμπτον, που μέσω της «αρχιτεκτονικής βιογραφίας» των μεμονωμένων χωρών αναδεικνύει τη μεγάλη εικόνα που εξυπηρετεί τη γενική ιδεολογική/ερμηνευτική του αντίληψη. Αυτό είναι που έχει σημασία, αυτό είναι αντικείμενο προς ανάλυση. Ας προσθέσουμε τέλος ότι ο Πρόλογος του συγγραφέα για την ελληνική έκδοση αποτελεί μάλλον μεμονωμένο γεγονός, καθώς αντίστοιχος πρόλογος δεν απαντάται σε μεταφράσεις/εκδόσεις του βιβλίου σε άλλες γλώσσες. Ακόμη και αυτό είναι ενδεικτικό του ενδιαφέροντος και των σχέσεων του Φράμπτον με την Ελλάδα.

Σε ό, τι αφορά τέλος τις παρατηρήσεις (ή μομφές;) περί αυτού του ιστοριογραφικού μνημείου ως «εγκυκλοπαιδικού πανδέκτη», τις καλύτερες απαντήσεις έδωσε στο τέλος η Αιμιλία Αθανασίου, που μίλησε για την εντυπωσιακή χρησιμότητα των αναφορών του Φράμπτον σε πραγματικότητες όπως π.χ. η κινεζική ή η αφρικανική οι οποίες μας αποκαλύπτουν αρχιτεκτονικά επιτεύγματα άξια κάθε προσοχής. Ή ο Στέλιος Γιαμαρέλος, που θύμισε το προφανές ότι η ιστοριογραφία νοηματοδοτείται πάντα από τα ερωτήματα του παρόντος (της): ως εκ τούτου η σημερινή πανοπτική ματιά του Φράμπτον είναι η προφανής απάντηση στο αίτημα συμπεριληπτικότητας και αποτέλεσμα της κρίσης των μεγάλων παγκόσμιων πολιτικών/πολιτιστικών κέντρων αναφοράς.

Καλή ανάγνωση!

Ευχαριστώ για τη φιλοξενία.
Με φιλικούς χαιρετισμούς,

Ανδρέας Γιακουμακάτος

Υγ.: για άλλες βιβλιογραφικές αποτιμήσεις μου του πονήματος του Φράμπτον βλ., «Η τελευταία μεγάλη σύνθεση», Το Βήμα, 3.7.1988. Επίσης, «Αναζητώντας το αιώνιο μοντέρνο», Το Βήμα, 17.1.2021, και Archetype (online), 25.1.2021, https://www.archetype.gr/blog/arthro/istories-tou-monternou


Όπως αναμενόταν η συζήτηση συνεχίζεται με:

Μερικά σχόλια στην επιστολή του Ανδρέα Γιακουμακάτου:

Του Κώστα Τσιαμπάου











Στη συνέχεια της επιστολής του Ανδρέα Γιακουμακάτου στο blog του Γιώργου Τριανταφύλλου θα ήθελα να κάνω μερικά σύντομα σχόλια. Να πω, εξαρχής, ότι στο δια ταύτα δεν διαφωνούμε με τον ΑΓ αφού και εγώ, τελικά, αναγνώρισα τη γενικότερη αξία της Ιστορίας του Frampton και την ειδικότερη σημασία της νέας ελληνικής μετάφρασης για ένα κοινό που δεν έχει συχνά την ευκαιρία να διαβάζει σημαντικά έργα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής στη γλώσσα του. Ωστόσο θα επιμείνω επιγραμματικά σε μερικά σημεία, διευκρινίζοντάς τα, παρά τον κίνδυνο να χαθούμε, κυριολεκτικά, στη μετάφραση.

- Αναρωτιέται ο ΑΓ γιατί αντιδράω στο «γεγονός ότι ο Φράμπτον επιλέγει να ορίσει το Σχολείο του Πικιώνη στα Πευκάκια ως το κορυφαίο μοντέρνο έργο του». Όμως ο Fampton δεν γράφει αυτό, με το οποίο δεν θα διαφωνούσα. Γράφει ότι «το ρασιοναλιστικό σχολείο του Πικιώνη, χτισμένο το 1932 στους πρόποδες του Λυκαβηττού στην Αθήνα, είναι το μόνο αδιαμφισβήτητα μοντέρνο κτήριό του» (σελ. 538 της νέας μετάφρασης), κάτι που είναι ανακριβές.

- Επίσης ο ΑΓ δεν θεωρεί ανακριβές ότι, σύμφωνα με τον Frampton, το Αρχαιολογικό Μουσείο στο Ηράκλειο του Πάτροκλου Καραντινού είναι κορυφαίο έργο της ελληνικής μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Ούτε με αυτό θα διαφωνούσα. Ο Frampton όμως γράφει ότι «από το έργο των ελλήνων ρασιοναλιστών ξεχωρίζει ένα κτίριο, συγκεκριμένα το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου στην Κρήτη» (σελ. 539), και με αυτό διαφωνώ. Δεν μπορεί ένα περιφερειακό μουσείο, το οποίο ξεκίνησε να κατασκευάζεται το 1937 και πρακτικά ολοκληρώθηκε και άρχισε να δημοσιεύεται ως αξιόλογο κτίσμα τη δεκαετία του 1950 να θεωρείται ως αυτό που ξεχωρίζει. Όπως είπα και στην ομιλία μου υπήρξαν άλλα έργα, πολύ πιο επιδραστικά ή/και πολυδημοσιευμένα ήδη από τον Μεσοπόλεμο.

- Σχολιάζει επίσης ο ΑΓ ως καθόλα νόμιμη τη χρήση δευτερογενών πηγών και ότι ο Άγγλος ιστορικός δεν θα αναμενόταν «να κάνει πρωτογενή έρευνα στα ΓΑΚ ή στα αρχεία του Μουσείου Μπενάκη». Και εγώ σχολίασα ότι η χρήση δευτερογενών πηγών καθαυτή δεν αποτελεί πρόβλημα, αλλά μπορεί, λόγω περιορισμένου ελέγχου, να οδηγήσει σε ‘προβλήματα’. Κάτι τέτοιο π.χ. υποστήριξε καυστικά ο αμερικάνος συνάδελφος Keith Eggener στο κλασικό πλέον κείμενό του “Placing Resistance: A Critique of Critical Regionalism” (Journal of Architectural Education, Vol. 55, No. 4 (2002): 228-237) όπου ‘κατηγόρησε’ τον Frampton για την ευκολία με την οποία ανέδειξε τον Luis Barragán σε ιδανικό εκφραστή του Μεξικανικού μοντερνισμού, κάτι σαφώς προβληματικό για τον Eggener. Και, επιπλέον, γιατί να θεωρείται αδιανόητο να κάνει πρωτογενή έρευνα στην Αθήνα ένας ιστορικός που έρχεται από ‘αλλού’. Αυτό ακριβώς δεν έκανε ο γάλλος J. L. Cohen όταν έψαχνε σε αρχεία και ερευνούσε μελετώντας στις τοπικές γλώσσες από την Casablanca έως το Σάο Πάολο και τη Μόσχα; Οπότε, ναι, «δεν υπάρχουν μεγάλες ιστοριογραφικές συνθέσεις χωρίς τη χρήση των δευτερογενών πηγών», αρκεί να υπάρχει και ο έλεγχος αυτών των πηγών, όσο αυτό είναι εφικτό.

Κλείνοντας αυτή την παρέμβαση να ξαναπώ ότι θεωρώ σημαντική την Ιστορία του Frampton και επειδή δείχνει ένα ιδιαίτερο και ειλικρινές ενδιαφέρον για ‘περιφερειακές’ αρχιτεκτονικές παραδόσεις. Μπορώ όμως ταυτόχρονα να σχολιάζω το αν και πότε αυτό το ενδιαφέρον οδηγεί σε απλουστεύσεις ή ανακρίβειες, το πότε η Ιστορία δομείται έμμεσα από πληροφορίες και απόψεις ενός καλά οργανωμένου δικτύου ελλήνων φίλων και συναδέλφων και πότε αποτελεί προϊόν σοβαρής έρευνας και αιχμηρής κριτικής. Πάνω σε αυτό θα μπορούσα να κάνω και άλλα σχόλια, αλλά… καλύτερα όχι. Όπως έγραψα παραπάνω δεν θεωρώ ότι τελικά διαφωνούμε με τον ΑΓ. Η νέα έκδοση του Frampton είναι σαφώς σημαντική και η δουλειά της Αιμ. Αθανασίου και του Σ. Αλιφραγκή τουλάχιστον εντυπωσιακή.


Κώστας Τσιαμπάος


Ακολουθεί  σύντομη απάντησή του Ανδρέα Γιακουμακάτου στον Κώστα Τσιαμπάο, που στάλθηκε στις 05 04 2024.


Αγαπητέ Κώστα,

Χαίρομαι για το ότι τελικά δεν διαφωνούμε.

Ανδρέας Γιακουμακάτος


Κάντε ΚΛΙΚ στις εικόνες για μεγέθυνση

No comments :

Post a Comment