Monday, March 15, 2021



Ο ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ 
ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΕΙΤΑΙ

Πρώτη δημοσίευση 
σε συνέχειες

φωτ: Αντώνης Χάλαρης

Με τον αρχιτέκτονα Βασίλη Γιαννάκη μας συνδέει μια ζεστή φιλία που αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια, όταν εντάχθηκε στην γνωστή «παρέα του Οικονόμου» στην οποία συμμετέχει ανελλιπώς. Ο Βασίλης υπήρξε επίσης στενός φίλος και συνεργάτης στο ίδιο γραφείο, με τον Μίμη Φατούρο, οπότε ο κύκλος κλείνει, μια και με τον Μίμη η σχέση μου κρατάει από τα φοιτητικά μου χρόνια και από τότε μου μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για τον Βασίλη, όχι μόνο για τις αρχιτεκτονικές του ικανότητες αλλά και για το πάθος του για την βυζαντινή μουσική αλλά και την ψαλτική, μια και έχει μαθητεύσει δίπλα σε σημαντικούς δασκάλους, και κυρίως για το ήθος του.

Ο Βασίλης Γιαννάκης γεννήθηκε το 1933, σπούδασε αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ (1951-56), όπου συνέχισε ως επιμελητής. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Harvard University, υπηρέτησε στην υπηρεσία οικισμού, στον ΕΟT, διατηρώντας παράλληλα αρχιτεκτονικό γραφείο με σημαντικά έργα, διακρίσεις και δημοσιεύσεις.

Βασίλης Γιαννάκης, Σπήλαιο Κουτούκι Παιανίας, 1976, Η Πλατεία

Μία συναρπαστική διαδρομή που μου έχει κινήσει το ενδιαφέρον και ήδη έχει προηγηθεί σχετική ανάρτηση σε αυτό το μπλογκ, για μια συγκεκριμένη περίοδο με τίτλο: «Συζητώντας για τον Ε.Ο.Τ./το πρόγραμμα για τους παραδοσιακούς οικισμούς». Μέσα από τις συζητήσεις μας ανακάλυπτα σιγά -σιγά ότι από τα παιδικά του χρόνια ο Γιαννάκης, μένοντας στην περιοχή Κυπριάδου στην Αθήνα, είχε την τύχη να βρεθεί δίπλα σε σημαντικούς ανθρώπους όπως με τον Δημήτρη Πικιώνη , τον Γιάννη Τσαρούχη που αργότερα σχεδίασε το νυφικό της γυναίκας του, τον Φώτη Κόντογλου, τον Σπύρο Παπαλουκά, τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τον Διαμαντή Διαμαντόπουλο, τον Νίκο Μητσάκη, τον Λυκούργο Αγγελόπουλο, τον Σίμωνα Καρρά και τόσους άλλους σημαντικούς ανθρώπους του πολιτισμού, που προφανώς τον έχουν καθορίσει.

Δημήτρης Πικιώνης, Βασίλης Γιαννάκης

Το ενδιαφέρον μου κορυφώθηκε όταν έμαθα ότι τα τελευταία χρόνια ο Γιαννάκης έγραφε για την ζωή του και τα βιώματά του με στόχο να τα διηγηθεί στον γιο του.

Σήμερα έχω την χαρά να παρουσιάσω ένα πρώτο απόσπασμα από το ανέκδοτο αυτό κείμενο του Βασίλη Γιαννάκη που μόλις ολοκληρώθηκε και τον ευχαριστώ πολύ που μου το εμπιστεύτηκε. Ένα κείμενο που ήρθε στα χέρια μου ολοκληρωμένο με μια πλούσια εικονογράφηση και αναφορές σε σπάνιες ιστορικές στιγμές από την ελληνική πραγματικότητα, και θα μπορούσε να αποτελέσει μια ενδιαφέρουσα έκδοση, κάτι που εύχομαι και ελπίζω να πραγματοποιηθεί σε αυτή την δύσκολη εποχή που διανύουμε.

Παραθέτω στην συνέχεια ένα πρώτο απόσπασμα και θα ακολουθήσουν και άλλα, σε τακτικές συμπληρωματικές αναρτήσεις.





Γεννήθηκα με "μάσκα"

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1933, 18 Φεβρουαρίου, ημέρα Σάββατο, γύρω στα μεσάνυχτα, στο σπίτι μας στα Πατήσια, οδός Μαρκορά 32, συνοικία Κυπριάδου. Γεννήθηκα με "μάσκα", γεγονός που η λαϊκή παράδοση θεωρεί ότι φέρνει μεγάλη τύχη. Όμως τη μάσκα αυτή την έκλεψε μια γειτόνισσα, προφανώς για να ευνοηθεί εκείνη από την αγαθή τύχη. Ξημερώνοντας Κυριακή, στις πέντε η ώρα, γεννήθηκε ο Τάσος ο Πικιώνης. Η οικογένεια Πικιώνη έμενε τότε στο σπίτι του Αντάκη που ήταν απέναντι από το σπίτι το δικό μας. Τη γέννηση του Τάσου μας την ανήγγειλε κάποιος από τους Πικιώνη φωνάζοντας μέσα στα ξημερώματα από τη βεράντα τους. Και οι δύο γέννες ήσαν αναμενόμενες γιατί η μάνα μου και η κα Αλεξάνδρα κοιλοπονούσαν μαζί (τα παραπάνω αναφέρονται όπως μου τα είχε διηγηθεί η μάνα μου).

Σπύρος Παπαλουκάς: Συνοικία Κυπριάδου
φωτ: criticeduc.com

Γιάννης Τσαρούχης: Συνοικία Κυπριάδου

φωτ: criticeduc.com

τα αποτελέσματα των εισαγωγικών εξετάσεων

Χρόνια αργότερα (Σεπτέμβρης του '51) η μετάδοση της πληροφορίας γινόταν ακόμη με τον ίδιο τρόπο. Ήταν μεσημέρι τρείς η ώρα όταν ακούστηκε έξω από το σπίτι μας κάποιος να φωνάζει δυνατά- σχεδόν να ουρλιάζει-αναγγέλλοντας κάποιο σημαντικό γεγονός. Χωρίς να έχω πολυκαταλάβει γιατί ακριβώς επρόκειτο βγήκα στη βεράντα και αντίκρισα τον Ίωνα τον Πικιώνη να στέκεται έξω στο πλαϊνό αδόμητο οικόπεδο, πλάι στη μπροστινή βεράντα του σπιτιού μας και να μου αναγγέλλει με όλη τη δύναμη της φωνής του και του σώματός του, ότι είχαν βγει τα αποτελέσματα των εισαγωγικών εξετάσεων στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πολυτεχνείου και 'γω ήμουνα ανάμεσα στους επιτυχόντες. Καλά δεν είναι δυνατό να περιγράψω τι έγινε!

Συνοικία Κυπριάδου φωτ: criticeduc.com

Το σπίτι και το εργαστήρι του ζωγράφου Σπύρου Παπαλουκά. Μελέτη Δ. Πικιώνη
φωτ: criticeduc.com

Το σπίτι και το Εργαστήρι της γλύπτριας Φρόσως Ευθυμιάδου-Μενεγάκη. Μελέτη Δ.Πικιώνη
φωτ: Pinterest

Ο Πικιώνης, ήταν η αιτία που έγινα αρχιτέκτων.

Πιο κάτω θα περιγράψω και άλλα περιστατικά επικοινωνίας με αυτόν τον κάπως πρωτόγονο τρόπο, κάτι που δίνει μια εικόνα του περιβάλλοντος της γειτονιάς μας την εποχή εκείνη.

Δεν ξέρω τι άλλες τύχες ή ατυχίες είχα στη ζωή μου , όμως θεωρώ μέγιστη τύχη και εύνοια το γεγονός ότι μεγάλωσα σε αυτή τη γειτονιά που ζούσε ο Πικιώνης. Ο Πικιώνης, γείτονας, φίλος και ταγός, ήταν η αιτία που έγινα αρχιτέκτων.

Οικία Κοκκινοπούλου. Στο πάνω πάτωμα έμενε ο Πικιώνης
φωτ: Google

Πατέρας μου ήταν ο Νικόλαος Γιαννάκης γεννημένος το 1903 στο Μαρκόπουλο Αττικής, πρώτος γιος του Διονυσίου Ισιδώρου Γιαννάκη και της Σοφίας το γένος Δημητρίου Δρίτσα. Από πρόχειρη έρευνα που έκανα προκύπτει ότι το επώνυμο Γιαννάκης είναι ηπειρώτικο και συναντάται στην περιοχή της Πρέβεζας. Μου έχουν πει ότι στις Παπαδάτες Πρεβέζης το επώνυμο "Γιαννάκης" έχουν σχεδόν οι μισοί από τους κατοίκους του χωριού. Είναι γνωστό ότι οι αρβανίτες της Αττικής, της νοτιοανατολικής Εύβοιας και της βόριας Πελοποννήσου έχουν κατέβει από την Ήπειρο ( βλπ. και το βιβλίο του Κώστα Μπίρη " Αρβανίτες. Οι δωριείς του νεώτερου ελληνισμού. Η ιστορία των Ελλήνων Αρβανιτών", Μέλισσα, 1998).
Εικάζεται ότι από τις Παπαδάτες οι Γιαννάκηδες κατέβηκαν προς τη νότια Ελλάδα, αλλά πήγαν και στα Ιόνια Νησιά όπου επίσης συναντάμε το επώνυμο Γιαννάκης.

Ο παππούς Διονύσης Γιαννάκης και πρώτη αριστερά η γιαγιά Σοφία Δρίτσα-Γιαννάκη

Ο παππούς μου έκλεψε τη γιαγιά μου

Μάνα μου ήταν η Ελένη Κωτσαρίδου, γεννημένη στα Άνω Δολιανά Κυνουρίας, δέκατο όγδοο τέκνο του Βασίλη Κωτσαρίδου και της Σταματίνας το γένος Καλλίτση. Η κυρούλα ( η γιαγιά ) της μάνας μου ήταν από τον Άγιο Ανδρέα, πρώτο χωριό μπαίνοντας στην Τσακωνιά και επίνειο του Πραστού, της πρωτεύουσα της Τσακωνιάς. Η μάνα μου ήταν πολύ περήφανη που είχε τσακώνικες ρίζες, τραγουδούσε μάλιστα κάποια σπάνια τσακώνικα τραγούδια. Ο παππούς μου ο Βασίλης είχε γεννηθεί το 1846, έκλεψε δε τη γιαγιά μου τη Σταματίνα από το μπαλκόνι του 1ου ορόφου του πατρικού της στον Άγιο Πέτρο και την πήγε στο χωριό του, τα Άνω Δολιανά, όπου και την παντρεύτηκε. Το επώνυμο Κωτσαρίδης θυμίζει Ήπειρο. Αν το συνδυάσει κανείς και με την ονομασία του χωριού (Δολιανά) τότε πλησιάζει πολύ στην άποψη ότι τα Δολιανά Κυνουρίας δημιουργήθηκαν από ηπειρώτες κτιστάδες που κατέβηκαν από τα Δολιανά Πωγωνίου της Ηπείρου.



Ο παππούς Βασίλης Κωτσαρίδης και η γιαγιά η Σταματίνα Καλλίτση-Κωτσαρίδη

Ο πατέρας μου έφυγε από το Μαρκόπουλο και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1927. Η οικογένεια της μάνας μου εγκαταστάθηκε στην Αθήνα γύρω στα 1917. Η οικογένεια Κωτσαρίδου έμενε στο Μεταξουργείο, στη γειτονιά των πελοποννήσιων, δυτικά της ΒΙΟ. Ο πατέρας μου είχε ανοίξει εκεί μαγαζί που πουλούσε κρασί στις ταβέρνες και συγχρόνως παρακολουθούσε και τη Μέση Εμπορική Σχολή. Εκεί γνωρίστηκαν με τη μητέρα μου.

Ο πατέρας μου ήταν ένας συναισθηματικός και ευαίσθητος άνθρωπος. Είχε πολύ καλή φωνή τενόρου. Κυρίως έψελνε και ήταν δεινός χορευτής. Χόρευε με ιδιαίτερο ρυθμικό στυλ και ευλυγισία τα συρτά και τα καλαματιανά.

Ο πατέρας μου με τον γιό μου  Νίκο μωρό, 

Η μάνα μου στην Αίγινα

Το οξύ και πολυεπίπεδο μυαλό στην οικογένειά μας ήταν η μητέρα μου. Η μάνα μας είχε τελειώσει το Σχολαρχείο, μολαταύτα ήξερε καλά ελληνικά και είχε καλό "λέγειν". Σ'αυτό σίγουρα είχε συντελέσει το γεγονός ότι ασχολιόταν, όπως και όλη η οικογένεια Κωτσαρίδη, με τα εκκλησιαστικά Γράμματα, που αποτελούν μεγάλο και ευρύ πεδίο εκμάθησης και μόρφωσης.

Πρώτο τέκνο της οικογένειάς μας ήταν ο Διονύσης. Ήταν μηχανολόγος- ηλεκτρολόγος μηχανικός ΕΜΠ, Διευθυντής Δοκιμών στο εργοστάσιο παραγωγής Ηλεκτρικών Καλωδίων FULGOR. Είχε γεννηθεί το 1930 και πέθανε το 1966.

Δεύτερο τέκνο είμαι εγώ και τρίτο η Ματίνα (Σταματίνα), που εργάστηκε ως διακοσμήτρια, με σπουδες στις Σχολές Δοξιάδη (ΑΤΙ).

Ο παππούς Διονύσης Γιαννάκης ήταν γεωργός, αμπελουργός κυρίως. Το επάγγελμα του παππού του Βασίλη, όταν εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ήταν εμπειρικός συμβολαιογράφος.

Ο παππούς ο Βασίλης, δεδομένου ότι είχε πέντε ή έξι κόρες και καμιά δεκαριά αγόρια, αγόραζε οικόπεδα για να τους προικίσει. Ένα από αυτά τα οικόπεδα, που βρισκόταν στη Συνοικία Κυπριάδου, το είχε πάρει προίκα η μάνα μας. Εκεί το1933-34 οι γονείς μου οικοδόμησαν μια μονοκατοικία, το σπίτι που μεγάλωσα. Το 1959 το σπίτι αυτό κατεδαφίστηκε και στη θέση του ανεγέρθηκε μια νέα μονοκατοικία, μεγαλύτερη και με σύγχρονες ανέσεις. Η νέα αυτή κατοικία κατασκευάστηκε με δικιά μου μελέτη και με δικιά μου αυτεπιστασία.

Την οικοδομική άδεια για την πρώτη κατοικία είχε βγάλει ο αρχιτέκτων Γιώργος Βαλάτας, σίγουρα κατά παράκληση του Πικιώνη.

Χαρακτηριστικό στοιχείο του οικοπέδου, που από περιβαλλοντική και πολιτιστική ευαισθησία διατηρήθηκε, είναι ένα τμήμα του Αδριάνειου Υδραγωγείου ( θολωτός αγωγός ) που έρχεται από την Καλογρέζα και διασχίζει κατά πλάτος το οικόπεδο.

Ο θολωτός αγωγός του Αδριάνειου Υδραγωγείου που διασχίζει την πίσω αυλή του πατρικού μου
φωτ: Google

Το αρχικό σπίτι είχε μεγάλη αυλή. Ένα τμήμα της αυλής ήταν καλυμμένο με κρεβατίνα (κληματαριά). Στο πίσω μέρος της αυλής ήταν το κοτέτσι και στη μεσημβρινή μεσοτοιχία ακουμπούσε η "ρεμίτζα", το ξύλινο υπόστεγο με τα βαρέλια, όπου ο πατέρας μου μετέφερε το μούστο που παρήγαγε από τα αμπέλια του και τον έκανε κρασί. Ο πατέρας μου είχε μια καλή περιουσία σε αμπέλια που είχε κληρονομήσει από τον παππού μου. Η παραγωγή ήταν περίπου είκοσι κάρα μούστο το χρόνο ( ένα κάρο μούστος ήταν 513 κιλά ). Το μούστο αυτόν ο πατέρας μου δεν τον πούλαγε στους "έμπορους" γιατί πρώτο αυτοί ήσαν κακοπληρωτές και δεύτερο έπιανε καλύτερη τιμή σε κρασί. Μετέφερε το μούστο στα βαρέλια του και τον έκανε κρασί -ρετσίνα Μεσογείων. Το κρασί του πατέρα μου ήταν περιζήτητο. Χρησιμοποιούσε μόνο ρετσίνι, δηλ. ήταν απόλυτα βιολογικό. Το κρασί το πουλούσε χονδρικά σε ταβέρνες. Έδινε όμως και σε γνωστούς και φίλους με τους οποίους πολύ συχνά τα κουτσόπινε.

Το κρασί αυτό ήταν που τον κράτησε ζωντανό στη διάρκεια των Δεκεμβριανών του '44.



το μαγαζάκι

Ο πατέρας ήταν "βασιλικός", από τους "ελιά ελιά και Κώτσο βασιλιά". Το '44 η ευρύτερη περιοχή "Πατήσια, Γαλάτσι, Λαμπρινή", στην οποία ανήκει και η συνοικία Κυπριάδου που ήταν το σπίτι μας, ελεγχόταν από τον ΕΛΑΣ και την ΟΠΛΑ. Τα διυλιστήρια της ΟΥΛΕΝ όπου είχαν γίνει οι γνωστές ωμότητες απήχαν από το σπίτι μας περίπου ένα χιλιόμετρο.

Κάθε βράδυ, λοιπόν, μαζευόντουσαν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ στο παλιό το μαγαζάκι και ο πατέρας μου τους κέρναγε ρετσίνα. Ήταν χειμώνας και η ρετσίνα αποτελούσε πολύτιμο αγαθό. Με τη ρετσίνα ο πατέρας μου, παρότι δεξιός, κατάφερε να "την βγάλει καθαρή" στα Δεκεμβριανά. Να σημειωθεί ότι την περίοδο εκείνη η οικογένεια μας είχε για λόγους ασφάλειας διασπαστεί στα τρία. Ο πατέρας μας είχε μείνει μόνος για να φυλάει το σπίτι μας στην Κυπριάδου. Η μάνα μας με την αδελφή μου είχαν πάει και μένανε μαζί με τη γιαγιάς μας στο Μαρκόπουλο και ο αδελφός μου και εγώ είχαμε ξεμείνει στην κατοικία της οικογένειας του θείου μας Βαγγέλη Κωτσαρίδη, πρώην συνταγματάρχη Χωροφυλακής που δεν ζούσε πια, η οποία έμενε σένα επιταγμένο διαμέρισμα του ΟΔΕΠ στην οδό Κορνάρου στην περιοχή της πλατείας Συντάγματος.

Ο πατέρας μου ήταν δημόσιος υπάλληλος . Στην περίοδο της Κατοχής (1940-1944 ) για να προσθέτει κάτι στο μισθό του που έχανε συνεχώς την αγοραστική του αξία λόγω πληθωρισμού, κατασκεύασε στην πρόσοψη του σπιτιού μας, στον πλαϊνό ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου και σε επαφή με το σπίτι, ένα μικρό μαγαζάκι 2.00×2,50 μ. Το μαγαζάκι λειτούργησε για έξι μήνες περίπου ως Περίπτερο.

Πουλούσε τσιγάρα, χαρτικά, καραμέλες κ.τ.τ. Τις εφημερίδες (αν έβγαιναν τότε- δεν θυμάμαι) τις πουλούσαν οι πλανόδιοι εφημεριδοπώλες , με την ειδική πέτσινη λουρίδα που κρεμόταν από τη μέση τους, έκανε θηλιά και μέσα σαυτήν θήκιαζαν τις εφημερίδες με τάξη κατά ονομασία. Το ντελάλισμα του εφημεριδοπώλη ,"εφημερίδεεες", αποτελούσε μία από εκείνες τις πηγές ήχου που λειτουργούσαν ως "αντιληπτικές μηχανές" της πυκνότητας και της μορφής του χώρου της γειτονιάς μας. Είχαμε τόσο πολύ εθιστεί έτσι, ώστε με το άκουσμά του και μόνο γινόταν αντιληπτό σε ποιο σημείο βρισκόταν ο εφημεριδοπώλης.

Πλανόδιος εφημεριδοπώλης
φωτ: blogs.sch.gr & tanea.gr

Άλλες τέτοιες πηγές ήσαν οι μενιδιάτες μανάβηδες με τα γαϊδουράκια τους φορτωμένα με κάθε είδους ζαρζαβατικά, οι γανοτζήδες , οι παλιατζήδες κ.λπ.

Πλανόδιος μανάβης
φωτ: Google

Πλανόδιος γανωτζής
φωτ: http://krasodad.blogspot.com/2015/11/blog-post_31.html



Κάτοψη του πατρικού μου με το μαγαζάκι (σχέδιο Βασ. Γιαννάκη)

Αξονομετρικό του πατρικού μου με το μαγαζάκι (σχέδιο Βασ. Γιαννάκη)

Όταν το μαγαζάκι έπαψε να λειτουργεί ως Περίπτερο, λειτουργούσε ως καπηλειό, όπου ο πατέρας μου μάζευε  τους φίλους του απολαμβάνοντας τη ρετσίνα του, που ήταν κατά την ομολογία όλων πραγματικό κεχριμπάρι.


η "παραγωγή" της ταινίας

Το μαγαζάκι αργότερα λειτούργησε ως αναγνωστήριο και ησυχαστήριο δικό μου κυρίως. Εκεί μελετούσα, έγραφα ποιήματα και συνέθετα μουσική για φωνή και πιάνο. Εκεί μαζί με τον Τάσο Πικιώνη δημιουργούσαμε τις "ταινίες" για τον κινηματογράφο που παίζαμε για τους φίλους μας και άλλα μικρότερα παιδιά της γειτονιάς. Είχαμε βρεί μια παλιά μηχανή προβολής διαφανειών. Έφερνε ο Τάσος από το σχεδιαστήριο του πατέρα του χοντρό διαφανές χαρτί το οποίο το κόβαμε σε λουρίδες με πλάτος κινηματογραφικής ταινίας για να περνάει στη μηχανή.

Πάνω στο διαφανές χαρτί σχεδιάζαμε με πολύ ψιλό πενάκι εικόνα-εικόνα τις μινιατούρες για τις διάφορες ιστορίες-έργα. Ύστερα καλούσαμε τους θεατές μας και προβάλαμε σε μια οθόνη-συνήθως ένα λευκό σεντόνι- την ταινία που είχαμε σχεδιάσει. Η διαδικασία της δημιουργίας και της προβολής επαναλαμβανόταν δυο με τρείς φορές τη βδομάδα. Στο διάλλειμα προσφέραμε και πουτίγκα που τη φτιάχναμε μόνοι μας με ψίχα φρέσκο ψωμί και σταφίδες. Οι προβολές γινόντουσαν στην αυλή του σπιτιού μου.

Στην περίπτωση του "κινηματογράφου" εκείνο που ήταν άκρως δημιουργικό και μας έδινε πολύ μεγάλη ευχαρίστηση ήταν η "παραγωγή" της ταινίας. Στη αρχή στήναμε ένα σενάριο και μετά στη διάρκεια που σχεδιάζαμε τις εικόνες (24×36 χιστ.) στο διαφανές χαρτί με την ομιλία, το τραγούδι, τους βρυχηθμούς, τις κραυγές, τους ήχους, τους θορύβους και τα σχόλια ( πυροβολισμοί, αερομαχίες, στρατιωτικά παραγγέλματα κ.τ.τ.) δημιουργούσαμε το ηχητικό περιβάλλον που ήταν απαραίτητο για την ολοκλήρωση της αντιληπτικής διαδικασία της "προβολής". Δηλαδή δημιουργούσαμε ένα οπτικοακουσικό περιβάλλον παρόμοιο με εκείνο που βιώναμε στους κινηματογράφους.

Καμέλια. Θερινός κινηματογράφος 

 Στεφάνι και τσέρκι
φωτ: Google φωτ: https://iselida.gr/index.php/anamniseis/item/2244-an-peis-se-ena-paidi-simera-gia-to-paixnidi-tserki

Το καλοκαίρι του 1951, χρονιά που προετοιμαζόμουνα για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο Πολυτεχνείο, το μαγαζάκι είχε την τιμητική του, αφού διάβαζα εκεί μέρα-νύχτα. Καμιά φορά μάλιστα έπαιρνα και κάνα υπνάκο εκεί μέσα. Όταν αναλογίζομαι εκείνο το καλοκαίρι μούρχεται στη μύτη η βαρβατίλα που γέμιζε το χώρο.

Η γειτονιά

Τα σπίτια στη γειτονιά ήσαν μονώροφες ή διώροφες μονοκατοικίες ή και διπλοκατοικίες κτισμένες με βάση το πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα, με αυλές και πρασιές φυτεμένες με ψηλά δέντρα και χαμηλούς θάμνους, με ημιϋπαίθριους χώρους, με πέργκολες-συνήθως κληματαριές-που δημιουργούσαν το καλοκαίρι ένα δροσερό μικροκλίμα. Οι περισσότεροι δρόμοι δεν ήσαν ασφαλτοστρωμένοι. Οι ριζιμιοί βράχοι προεξείχαν και οι πεζοί για να τους παρακάμψουν είχαν δημιουργήσει ανάμεσά τους οφιοειδή μονοπάτια. Πολλά οικόπεδα ήσαν άκτιστα, χωρίς οικοδομές. Το μεγαλύτερο από αυτά ήταν ιδιοκτησία του ΜΤΠΥ που είχε εμβαδόν πάνω από δέκα στρέμματα. Τα οικόπεδα αυτά ήταν το πεδίο του παιχνιδιού της παρέας. Το προσφιλές παιχνίδι της παρέας-παιδιά 10-16 ετών- ήταν το "τσέρκι". Παίρναμε τα σιδερένια στεφάνια που συγκρατούσαν τις ντούγες από τα βαρέλια του πατέρα μου, κάνανε τσέρκια από χοντρό σύρμα, περνάγαμε τη θηλιά του τσερκιού στο στεφάνι και τρέχαμε οδηγώντας τα στεφάνια μέσα στα μονοπάτια. Το τρέξιμο συνήθως συνοδευόταν από διάφορες ιαχές, πολλές φορές μάλιστα γινόντουσαν και "μάχες" με επακόλουθο βέβαια τους μικροτραυματισμούς.

Για την παρέα μας η γειτονιά μας -μια περιοχή 2,0×2,0 χιλμ.-λειτουργούσε ως ένα μεγάλο πεδίο παιχνιδιού σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, όπως στο πέταγμα του αετού την Καθαρά Δευτέρα, η περιοχή αυτή διευρυνόταν και συμπεριλάμβανε τις γύρω περιοχές, το Γαλάτσι, τον Περισσό, την Καλογρέζα, την Λαμπρινή, τον Ποδονίφτη κ.ά. Και αυτές οι περιοχές δεν είχαν ολοκληρωτικά οικοδομηθεί. Μάλιστα σε πολλές από αυτές υπήρχαν μεγάλοι λαχανόκηποι, όπως του Προμπονά στη Χαλκηδόνα και δάση, όπως το δάσος στη περιοχή της ΟΥΛΕΝ, τη σημερινή Λαμπρινή ( το πευκοδάσος της Λαμπρινής υλοτομήθηκε στη διάρκεια της Κατοχής από τους γύρω κατοίκους και τα ξύλα χρησιμοποιήθηκαν ως καυσόξυλα ).

Η Ομορφεκκλησιά στην περιοχή της ΟΥΛΕΝ
φωτ: https://www.orthodoxianewsagency.gr/

Είναι άξιο να σημειωθεί ότι, παρότι το πεδίο του παιχνιδιού μας εκτεινόταν σε μια τόσο μεγάλη περιοχή, οι γονείς μας δεν ανησυχούσαν γιαυτήν την απομάκρυνσή από τα σπίτια μας. Ήξεραν ότι η παρέα κάπου έχει στήσει παιχνίδι και δεν υπήρχε φόβος ή ανησυχία. Ήξεραν ακόμη ότι αν πεινούσαμε θα βρίσκαμε τροφή σε κάποιο γειτονικό σπίτι, στου Πικιώνη, στου Ματσάκη, στου Μαριελόπουλου, στου Κοτσίφη ή στου Βλαχοστέργιου, για να αναφέρω μερικά.

Τα καλοκαίρια η οικογένεια ζούσε κάτω από την κληματαριά, την κρεβατίνα. Το τμήμα αυτό της αυλής λειτουργούσε από το πρωί μέχρι τις πρώτες νυχτερινές ώρες ως Καθημερινό και Τραπεζαρία, τη δε νύχτα ως ενιαίο Υπνοδωμάτιο. Το βράδυ στρωνόντουσαν 5-6 ντιβάνια τα οποία το πρωί μαζευόντουσαν και ο χώρος έμενε ελεύθερος (αργότερα όταν έγινα αρχιτέκτων θα μάθαινα ότι ο Περικλής Γιαννόπουλος είχε γράψει ότι "εν Ελλάδι ο βίος είναι υπαίθριος" ).

Συνεχίζεται...


No comments :

Post a Comment