ΜΑΡΙΑ ΛΟΪΖΙΔΟΥ:
déshabillé
η ανθρώπινη φροντίδα
από τις τελετουργίες των ημερών του Πάσχα
στην εικαστική επέμβαση στου Μέντη
+
ένα κείμενο του Bertolt Brecht
Οι ημέρες του Πάσχα, που πέρασαν είναι ημέρες έντονων συναισθημάτων, για όλους όσους έχουν βιώσει τις τελετουργίες αυτών των ημερών, ιδιαίτερα στην επαρχία. Αναφέρομαι κυρίως στην όλη φροντίδα για την προετοιμασία του «τόπου», του οίκου, των εδεσμάτων, των ενδυμάτων και των υποδημάτων για την υποδοχή των ιερών αυτών ημερών και την μεγιστοποίηση της συναισθηματικής απόλαυσης.
Από τα ιερά τροπάρια της Μεγάλης Εβδομάδας που συγκινούν, τον στολισμό του επιταφίου, τον εορτασμό της Ανάστασης μέχρι και την κορύφωση της ημέρας του Πάσχα, είναι αποκαλυπτική αυτή η μεγιστοποίηση της φροντίδας
Μια φροντίδα που στοχεύει στην απόδοση μιας ιερότητας, μέσα από μια σειρά τελετουργίες και απλές ανθρώπινες χειρονομίες. Από τα φρεσκο-ασβεστωμένα σπίτια και τα πεζοδρόμια, μέχρι τα καλοσιδερωμένα υποκάμισα. Από τα καινούργια πασχαλινά παπούτσια μέχρι τα κολλαριστά βενετσιάνικα τραπεζομάντηλα της γιαγιάς στο γιορτινό τραπέζι. Από την βαφή των αυγών με τις χαλκομανίες και την προετοιμασία για τα τσουρέκια, μέχρι την σχολαστική τελετουργία της μαγειρίτσας και το περίτεχνο σούβλισμα του αρνιού, ραμμένο με ειδικές βελόνες κλωστές και σπάγκους.
Με όλες αυτές τις μνήμες, από ξεχωριστές χειρωνακτικές εργασίες, που επαναλαμβάνονται και φέτος, οι πολλαπλές αυτές εκδοχές της «φροντίδας» που ξαναζωντάνεψαν αυτές τις ημέρες, εδώ στο χωριό, αυθόρμητα και αβίαστα συσχετίζονται εντός μου, με την έκθεση της Μαρίας Λοϊζίδου, που είδα πρόσφατα στην βιοτεχνία του Μέντη, που επαναλειτούργησε από το Μουσείο Μπενάκη σε Κέντρο Διατήρησης Παραδοσιακών Τεχνικών Κλωστοϋφαντουργίας, με τίτλο “déshabillé”.
Εδώ ο επιμελητής Yves Sabourin μαζί με την εικαστικό, εργάστηκαν ως φροντιστές του χώρου, προτείνοντας εργαλεία κατανόησης της δομής της χειρωνακτικής εργασίας.
Ξεφυλλίζοντας μάλιστα στην αυλή μας το μικρό βιβλίο που έφερα μαζί μου, που εκδόθηκε με αφορμή αυτή την έκθεση, και ανασύροντας την αίσθηση που μου άφησε η εικαστική αυτή επέμβαση της Λοϊζίδου ένοιωσα ότι υπάρχει μια έντονη συνάφεια με το κλίμα των ημερών, μέσα από αποτυπώματα και ίχνη ζωής που εκπέμπουν μια τρυφερότητα, κάτι σαν χάδι, που σπάνια σήμερα αισθανόμαστε στην εποχή των εντάσεων και των αδιέξοδων.
Πράγματι αυτό μου έμεινε από την Λοϊζίδου, που είχα την χαρά να την ακούσω να με ξαναγεί την βραδιά των εγκαινίων, με αυτή την ευαίσθητη χροιά της φωνής της, μέσα σε μια ατμόσφαιρα ενός εργαστηρίου με αισθητό τον μονότονο ήχο μηχανημάτων που ξαναλειτουργούν. Μια ηχητική εγκατάσταση ενός εργαστηρίου, επί χρόνια αδρανές, που ξαναζωντανεύει με τα έργα και τις εικαστικές επεμβάσεις της Μαρίας.
Ξεφυλλίσαμε μαζί το μοναδικό χειροποίητο βιβλίο της πάνω στο μεγάλο τραπέζι με φόντο τις πολύτιμες τρέσες στους τοίχους,
«ένα βιβλίο συγγραφής υποχρεώσεων μιας καθημερινότητας σε αμφισβήτηση, που αποτελεί ένα προσωπικό αλφάβητο» όπως γράφει η ίδια.
Ίχνη ζωής, μνήμες παιδικές, μνήμες από την μητέρα, ξαναζωντανεύουν μέσα από την αφήγησή της, τις συσπάσεις του προσώπου της και τις εκφραστικές της χειρονομίες και προκαλούν πραγματική συγκίνηση, όπως άλλωστε επιθυμούμε να εισπράξουμε από την «Τέχνη».
Και πέρα από το βιβλίο αντίστοιχα σπαράγματα μνήμης και φροντίδας, μικρά ευαίσθητα έργα τοποθετούνται διάσπαρτα στα ράφια του Μέντη, αλλά και στην μικρή αυλή στο πίσω μέρος, από κλωστές, χαρτιά, κουρέλια και υλικά του Μέντη.
Στον απόηχο της πολυσυζητημένης και εντυπωσιακής Documenta, που άνοιξε δυναμικά λίγες ημέρες μετά και κατέκλυσε την Αθήνα, η έκθεση της Λοϊζίδου, βρίσκεται στον αντίποδα. Με μια μοναδική σεμνότητα, μας επαναφέρει σε μνήμες, από διάσπαρτες εικαστικές επεμβάσεις που ανακαλύπτουμε μέσα στο μοναδικό χώρο του Μέντη που έχει ξαναζωντανέψει. Γιατί η Λοϊζίδου πέρα από τις μνήμες επανα-ενεργοποιεί και κάποιες μηχανές του Μέντη και αναζητά διεξόδους για να αξιοποιηθούν με νέα προϊόντα, χρήσιμα και με εμπορική αξία, όπως οι υπόλευκοι ιμάντες σε διάφορα μεγέθη.
Ξεφύλλισα πολλές φορές, ξανά και ξανά το μικρό βιβλίο της έκθεσης. Μνήμες μια άλλης εποχής της φροντίδας...
Δείτε στην συνέχεια κλεφτές εικόνες από την μικρή αυτή έκδοση:
Ευχαριστούμε Μαρία!
Κάντε ΚΛΙΚ στις εικόνες γιά μεγέθυνση
Υ.Γ.
Tο κείμενο που ακολουθεί επέλεξε η Λούσυ Τριανταφύλλου από τον συνοδευτικό κατάλογο της έκθεσης της Μαρίας Λοϊζίδου, με ονομασία ‘Déshabillé’ και σχολιάζει:
Η Μαρία Λοϊζίδου αποκαλύπτει με αυτό το κείμενο τι σημαίνει φροντίδα, ειλικρίνεια, σθένος και πίστη σε αρχές της ανθρώπινης ύπαρξης. Μήπως δεν είναι κάποιες από αυτές τις αρχές, που βασίζονται και οι δικές της δημιουργίες?
Text: Bertolt Brecht, “The Jewish wife”,
in: Brecth, The Jewish Wife and Other Short Plays,
English versions by Eric Bentley,
Grove Press, New York 1965 p.9-18
[…]’ Well, Fritz, I’m off. I suppose I’ve waited too long, I’m awfully sorry, but…
She stands there thinking, then starts in a different way.
Fritz, you must let me go, you can’t keep… I’ll be your downfall, it’s quite clear; I know you aren’t coward, you’re not scared of the police, but there are worse things, They won’t put you in a camp, but they’ll ban you from the clinic any day now. You won’t say anything at the time, but it’ll make you ill. I’m not going to watch you sitting around the flat pretending to read magazines, it’s pure selfishness on my part, leaving, that’s all. Don’t tell me anything…
She again stops. She makes a fresh start
Don’t tell me you haven’t changed; you have! Only last week you established quite objectively that the proportion of Jewish scientists wasn’t all that high. Objectively is always the start of it, and why do you keep telling me I’ve never been such a Jewish chauvinist as now? Of course I’m one, Chauvinism I,m one. Chauvinism is catching. Oh, Fritz, what has happened to us?
She again stops. She makes a fresh start.
I never told you I wanted to go away, have done for a long time, because I can’t talk when I look at you, Fritz. Then it seems to me there’s no point in talking. It has all been settled already. What’s got into them, d’you think? What do they really want? What am I doing to them? I’ve never had anything to do with politics. Did I vote Communist? But I’m just one of those bourgeois housewives with servants and so on, and now all of a sudden it seems only blondes can be that. I’ve often thought lately about something you told me years back, how some people were more valuable than others, so one lot were given insulin when they got diabetes and the others weren’t. And this was something I understood, idiot that I was. Well, now they’ve drawn a new distinction of the same sort, and this time I’m one of the less valuable ones.
Serves me right.
She again stops. She makes a fresh start.
The Jewish Wife by Bertolt Brecht
Directed by Robin Foote
Yes, I’m packing. Don’t pretend you haven’t noticed anything the last few days.
‘Nothing really matters, Fritz except just one thing: if we spend our last hour together without looking at each other’s eyes. That’s a triumph they can’t be allowed, the liars who force everyone else to lie. Ten years ago when somebody said no one would think I was Jewish, you instantly said yes, they would. And that’s fine. That was straightforward. Why take things in a roundabout way now? I’m packing so they shan’t take away your job as senior physician. And because they’ve stopped saying good morning to you at the clinic, and because you’re not sleeping nowadays. I don’t want you to tell me I mustn’t go. And I’m hurrying because I don’t want to hear you telling me I must. It’s a matter of time. Principles are a matter of time. They don’t last for ever, any more than a glove does. Thera are good ones which last a long while. But even they only have a certain life. Don’t get the idea that I’m angry. Yes, I am. Why should I always be understanding? What’s wrong with the shape of my nose and the colour of my hair? I’m to leave the town where I was born just so they don’t have to go short of butter. What sort of people are you, yourself included? You work out the quantum theory and the Trendelenburg test, then allow a lot of semi-barbarians to tell you you’re to conquer the world but you can’t have the woman you want. The artificial lung, and the dive-bomber! You are monsters or you pander to monsters, Yes, I know I’m being unreasonable, but what good is reason I n world like this? There you sit watching your wife pack and saying nothing. Walls have ears, is that it? But you people say nothing .One lot listens and the other keeps silent. To hell with that. I If I loved you I’d keep silent. I truly do love you. Give me those underclothes, They’re suggestive. I’ll need them. I’m thirty –six , that isn’t too old, but I can’t do much more experimenting. The next time I settle in a country things can’t be like this. The next man I get must be allowed to keep me. And don’t tell me you’ll send me money; you know you won’t be allowed to. And you aren’t to pretend it’s just a matter of four weeks either. This business is going to last rather more than four weeks. You know that, and so do I. So don’t go telling me ‘After all its only for two ro three weeks’ as you hand me the fur coat I shan’t need till next winter, And don’t let’s speak about disaster, Let’s speak about disgrace. Oh, Fritz […]*
No comments :
Post a Comment